ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που τοποθετείται απέναντι, μπροστά σε κπ. ή κτ. |για τόπο |με γεν. |με δοτ. 2. ενάντιος, αντίπαλος, αντίθετος, ανάποδος |μτφ. |αυτός που έρχεται απέναντι, βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση |με ρήμα κίνησης |με δοτ. |αυτός που βαδίζει εναντίον κπ., ο επιτιθέμενος |με γεν. |με δοτ. Β. |ἀντίον, ἀντία ως πρόθεση με γεν.=κατενώπιον, απέναντι |σε αντίθεση με... |με λεκτικό ρήμα |μπροστά από, προς την κατεύθυνση |με ρήμα κίνησης |εναντίον |ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι, μπροστά, αντίθετα |φρ. ἀντίον ηὔδα=απάντησε, αποκρίθηκε |