Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "αναγκαίο"

1 εγγραφή
ἀναγκαῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α.Με ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει, υποχρεώνει, επιβάλλει |με απρφ. Β. Με παθητική σημασία 1. απαραίτητος, αναγκαίος |(συχνά σε υπερθ.) ελάχιστος αναγκαίος |φρ. ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο, είναι επιβεβλημένο 2. στενοί, αγαπητοί |για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ. |το ουδ. ως ουσ. 1. τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα, τα χρήσιμα 2. τὸ ἀναγκαῖον, τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής |φιλοσοφία 3. οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος, γονείς |για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατ' ανάγκη, αναγκαστικά 2. ελλιπώς |φρ. ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει, οφείλει να... |φρ. ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες