Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "αναίτιος"

1 εγγραφή
ἀναίτιος
|αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης, δεν είναι υπαίτιος, αθώος |αθώος από τη διάπραξη κπ. αδικήματος |με γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. |ως ουσ. τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες