Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αναίτιος"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀναίτιος
|αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης, δεν είναι υπαίτιος, αθώος |αθώος από τη διάπραξη κπ. αδικήματος |με γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. |ως ουσ. τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης