Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αμαρτάνω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἁμαρτάνω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α. 1. αστοχώ, αποτυγχάνω, σφάλλω |με γεν. 2. στερούμαι, χάνω |με γεν. 3. υποπίπτω σε παράπτωμα, διαπράττω ασέβεια |απόλ. |με σύστ. Α |με εμπρόθετο προσδιορισμό Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα, αποτυχαίνει κτ. |φρ. η έναρθρη παθ. μτχ. τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα, αστοχίες