Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αλήθεια"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀλήθεια
1. αλήθεια, αντ. του ψεύδους, της υποκειμενικής γνώμης |φρ. οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas) 2. πραγματικότητα |αδιαμφισβήτητη αρχή |επιστημ. |επαλήθευση ονείρου, χρησμού 3. φιλαλήθεια, ειλικρίνεια 4. αριστοτελικός ορισμός: η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας |φιλοσοφία |ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ, ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας, κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν, εἰς ἀλήθειαν, ἐν τῇ ἀληθείᾳ, μετ' ἀληθείας=αληθινά, στην πραγματικότητα |φρ. χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια