Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "άναξ"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀνάξιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ., κατώτερος 2. αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει |με απρφ. |με γεν. 3. ανάρμοστος, ανάξιος, άχρηστος, άξιος καταφρόνησης, τιποτένιος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, χωρίς να το αξίζει κπ.