Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "άμιλλα"

1 εγγραφή
ἅμιλλα
1. αγώνας για υπεροχή, συναγωνισμός, δοκιμασία 2. μάχη, συμπλοκή |με γεν. |με επίθ. |ΕΥΡ |φρ. ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ., αμιλλώμαι |φρ. εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα, συναγωνίζομαι |φρ. ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι=προτείνω αγώνα, αρχίζω αγώνα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες