Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "άλλο"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀλλότριος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ανήκει σε άλλον |διαφορετικός, ανεξάρτητος, περιττός 2. ξένος |με δοτ. |με γεν. |εχθρικός |το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα, χώρα του εχθρού 3.παράξενος, ακατάλληλος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο 2. δυσμενώς, εχθρικά