Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "άκων"

1 εγγραφή
ἄκων
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του, ακούσιος 2. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία, εξαναγκασμένος, βεβιασμένος |σε γεν. απόλ. |φρ. ἄκων-ἑκών |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια, απρόθυμα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες