Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "άκων"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἄκων
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του, ακούσιος 2. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία, εξαναγκασμένος, βεβιασμένος |σε γεν. απόλ. |φρ. ἄκων-ἑκών |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια, απρόθυμα