Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "άγω"

2 εγγραφές [1 - 2]
ἄγω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. οδηγώ |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. ἄγω εἰς δίκην ή δικαστήριον, ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ κπ. σε δίκη, ενώπιον των δικαστών ή του δικαστηρίου 2. φέρνω, μεταφέρω |παίρνω κτ. ή κπ. μαζί μου, μεταφέρω (γυναίκα, αιχμάλωτο, εταίρους, δούλο) |φρ. ἄγω καὶ φέρω=λεηλατώ, διαρπάζω 3. κυβερνώ, διευθύνω, καθοδηγώ |απόλ. |μτφ. 4. βαδίζω, προχωρώ |επιρρηματική χρήση της προστακτικής ἄγε, ἄγετε=έλα, ελάτε, εμπρός! 5. γιορτάζω 6. τηρώ, φυλάγω, διατηρώ, παρατηρώ |περνώ τον χρόνο μου, τη ζωή μου |για χρόνο |περίφραση με αιτ. αντί ρ. (νεῖκος ἄγειν=νείκειν, ἡσυχίαν ἄγειν=ἡσυχάζειν, σχολήν ἄγειν=σχολάζειν κ.ά.) 7. νομίζω, θεωρώ (συνώνυμο του ἡγεόμαι), εκτιμώ |με απρφ. Β.ΜΕΣΟ 1. αποκτώ και μεταφέρω |για πρόσωπα και πράγματα 2. παντρεύομαι 3. φέρνω, κρατώ 4. αναλαμβάνω, επιχειρώ Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. οδηγούμαι, φέρομαι 2. μεταφέρομαι, παρασύρομαι, σέρνομαι στη σκλαβιά |φρ. ἄγομαι καὶ φέρομαι 3. ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι 4. προχωρώ, εισχωρώ 5. θεωρούμαι
ἀγών
Α.συγκέντρωση, συνάθροιση |τόπος συνάθροισης πλοίων Β.διαγωνισμός, αγώνισμα (ἀγὼν ἱππικός, γυμνικός, μουσικός κ.ά) |φρ. ἀγὼν στεφανηφόρος ή στεφανίτης, ἀγὼν χάλκεος=αγώνας με έπαθλο στεφάνι ή χάλκινη ασπίδα |μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες |τόπος διεξαγωγής αγώνων, στίβος |συναγωνισμός, άμιλλα |φρ. (εἰς) ἀγῶνα καθιστάναι, τιθέναι, προτιθέναι, ποιεῖν, ποιεῖσθαι=τελώ ή προτείνω αγώνα Γ. 1. επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού |ως σύστ. Α 2. δοκιμασία ή κίνδυνος |μάχη, πολεμική σύρραξη 3. αντιπαράθεση, συζήτηση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πλευρών |θεατρικός όρος 4. δικαστικός αγώνας 5. κρίσιμη περίσταση |μτφ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες