Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Ω"

3 εγγραφές [1 - 3]
ὠφέλεια και ὠφελία
Α. βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη, προστασία (γενικά, και ειδικά στον πόλεμο) |ως σύστ.αντικ. |φρ. τὴν ὠφέλειαν παρέχω, πέμπω, φέρω τινί Β. 1. χρησιμότητα, όφελος, κέρδος, πλεονέκτημα, αντ. του βλάβη |με γεν. υποκ. |με γεν. αντικ. |φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι |φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ, ὠφελείας ἕνεκα 2.(συχνά στον πληθ.) πηγή κέρδους, πρόσοδος 3. κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή, λάφυρο, λεία
ὠφελέω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια, βοηθώ, υποστηρίζω, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος |με αιτ.προσ. |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με δύο αιτ. |με ουδ. αντων. |με δοτ. προσ. |απόλ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια, κερδίζω, επωφελούμαι |με ποιητικό αίτιο |με δοτ., με μτχ. |με ουδ. επιθ. ή αντων.
ὠφέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. χρήσιμος, επωφελής, κατάλληλος, ευεργετικός |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. 2. |το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια, η χρησιμότητα, το κέρδος, |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες