Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "όμ"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ὁμιλία
Α. εταιρεία, σύλλογος, ομάδα Β. 1. συναναστροφή, κοινωνία, συντροφιά, σχέση |με γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. ἡ καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2. ερωτική σχέση, συνουσία Γ. μάθημα, διδασκαλία - ὄμνυμι και ὀμνύω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. υπόσχομαι με όρκο, ορκίζομαι |με σύστ. Α |με δοτ. προσ. 2. ορκίζομαι για κτ., επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ. με όρκο |με αιτ. |με απρφ. κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι) |απόλ. |ως μτχ. πρκ. ὀμωμοκώς-ότες 3. ορκίζομαι σε κπ. ή σε κτ., επικαλούμαι ως μάρτυρα |με αιτ. προσ. ή πράγμ., στο οποίο ορκίζεται κπ. |με δοτ. προσ. |με πρόθ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1. (προκειμένου για όρκο) δίνομαι, εκφωνούμαι 2. με επικαλείται κπ. σε όρκο