Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "εκ"

2 εγγραφές [1 - 2]
ἐκκλησία
1. (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών, θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες, εκκλησία του δήμου |φρ. ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν συνάγω, συναγείρω, ἁθροίζω, συλλέγω, ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν ἀνίστημι, διαλύω=διαλύω τη συνέλευση |(έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση, συνάθροιση 2. τόπος συνάθροισης
ἑκών
|αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του, πρόθυμα, με ευχαρίστηση |αυτός που κάνει κτ. σκόπιμα, επίτηδες |φρ. ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα |φρ. ἑκὼν ἑκόντι, ἑκὼν παρ'ἑκόντος, ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία |φρ. ἄκων ἢ ἑκών |φρ. βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ., ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες