Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ανία"
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀνία
1. θλίψη, πόνος, στεναχώρια |ΦΙΛΟΣ 2. συχνά στον πληθ. συμφορές, βάσανα, δυστυχίες |βάρος, ενόχληση |συμφορά! |επιφωνημ. - ἀνιαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός |για ανθρώπους |βλαβερός |για ζώα 2. λυπηρός, θλιβερός |δυσάρεστος, αντ. του ἡδύς 3. με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ενοχλητικά, δυσάρεστα 2. άθλια, οικτρά



