Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Δ"

30 εγγραφές [11 - 20]
διάνοια
Α. 1. σκέψη, μυαλό, νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2. (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις, δόξα, φαντασία, νοῦς) σκέψη, νοητική ικανότητα, πνεύμα, ευφυία, επινοητικότητα Β. 1. σκέψη, γνώμη, ιδέα, πρόθεση, σκοπός 2. (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ. σημασία λέξης ή φράσης, ερμηνεία, νόημα, κρίση
διαφέρω
Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. περνώ τον καιρό μου, ζω |χρόνος 2. μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις, διαχέω, διασκορπίζω |τόπος |περνώ, διασχίζω 3. υπομένω, αντέχω μέχρι τέλους 4. ρίχνω αρνητική ψήφο, ψηφίζω καταδικαστικά Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος |με γεν. συγκρ. |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διακρίνομαι, υπερέχω |με δοτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με απρφ. |σε αρνητικές προτάσεις: είμαι κατώτερος |διαφέρει, υπάρχει διαφορά |απρόσωπη σύνταξη διαφέρει |με ενδιαφέρει, με νοιάζει |με δοτ. προσ. |φρ. τὸ διαφέρον, τὰ διαφέροντα=το συμφέρον, τα συμφέροντα Γ. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ανταγωνίζομαι, μάχομαι, διαφωνώ |με δοτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διαχωρίζω, διίσταμαι (απόψεις, θεωρίες), αντ. του συμφέρομαι=προσεγγίζω, συμφωνώ |φιλοσοφία
διαφθείρω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. καταστρέφω, διαλύω, αφανίζω, εξολοθρεύω |κυριολ. 2. πλήττω, ζημιώνω, χαλάω |μτφ. |αλλοιώνω, παραποιώ, νοθεύω, δωροδοκώ, εξαπατώ |βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω, ατιμάζω |με ηθική σημασία Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. πλήττομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, πεθαίνω |κυριολ. 2. καταβάλλομαι, συντρίβομαι, χάνομαι |μτφ. |φθείρομαι, καταστρέφομαι |με ηθική σημασία
διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. διαφορετικός, ανόμοιος, αλλιώτικος 2. αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ., ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός |με δοτ. |με γεν. 3. αυτός που διαφέρει, εξέχων, σημαντικός Β. |ως ουσ. τὸ διάφορον, τὰ διάφορα 1. διαφορά, διάκριση, ανομοιότητα 2. αλλαγή, μετάπτωση της τύχης 3. διαφωνία, διένεξη 4. δαπάνη, κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. διαφορετικά, με διαφορετικό τρόπο 2. καλύτερα, ανώτερα |διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν
διδάσκω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω |με αιτ. |απόλ. |μαθαίνω κτ. σε κπ. |με διπλή αιτ. |εκπαιδεύω |με απρφ. 2. καθοδηγώ, παροτρύνω με επιχειρήματα, συμβουλεύω |με απρφ. 3. εξηγώ, ερμηνεύω |με εμπρόθετο προσδιορισμό 4. προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα, διθύραμβο) στο θέατρο Β. ΜΕΣΟ 1. διδάσκω κπ. μέσω άλλου |με απρφ. |με διπλή αιτ. 2. διδάσκω τον εαυτό μου, αποκτώ γνώσεις, μαθαίνω Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι |με αιτ. |με απρφ. |με δευτερεύουσα πρόταση |φρ. δίδασκε, δίδαξον=πες, διηγήσου, εξήγησε
δίδωμι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. δίνω, παρέχω, προσφέρω |με αιτ. και δοτ. |με δοτ. και απρφ. |με απρφ. |με αιτ. 2. παραδίδω |με αιτ. και δοτ. |παραδίδω γυναίκα σε κπ. για σύζυγο 3. προσφέρω στους θεούς (δώρο, προσφορά, θυσία) |με αιτ. και δοτ. |χαρίζω, επιτρέπω |σε προσευχές και ευχές |φρ. δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια, είμαι ευμενής 4. αποδέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο |επιστημ. |ΠΛ, ΑΡΙΣΤ |φρ. δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση, τιμωρούμαι, υποβάλλομαι σε διαιτησία |φρ. ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο, δεσμεύομαι με όρκο |φρ. ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω, εγκρίνω με ψήφο |φρ. ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία |φρ. λόγον δίδωμι=λογοδοτώ |φρ. λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ. να μιλήσει |φρ. χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι |φρ. δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι, παρέχομαι, δωρίζομαι
δίκαιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου, ο ευγενικός, ο σωστός, ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους, ο ευσεβής, αντ.δυσσεβής, ἀνόσιος |για πρόσωπα 2. αυτός που συμφωνεί με τους νόμους, με τους κανόνες, ο ενδεδειγμένος, ο κατάλληλος, ο σωστός, ο ακριβής |για πράγματα και έννοιες Β. |φρ. δίκαιός εἰμι, δίκαιόν ἐστιμε απρφ.=έχω δικαίωμα να..., είναι δίκαιο να..., είναι ορθό να... Γ. |ουσ. τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια=το ορθό, το σωστό, αυτό που αρμόζει, η δικαιοσύνη |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά, σωστά, με δίκαιο τρόπο, πραγματικά, αληθινά, με ακρίβεια
δίκη
Α. έθος, συνήθεια, τρόπος, κανόνας |η αιτ. ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο, κατά τη συνήθεια |με γεν. Β. |δικανικός όρος 1. ικανοποίηση για ένα έγκλημα, ανταπόδοση, ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας) |φρ. δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ., τιμωρούμαι |ποινή, τιμωρία |φρ. δίκην ἐλθεῖν, λαμβάνειν 2. αίσθημα του δικαίου, δικαιοσύνη (αντ. της λ. θέμις=θεία δίκη) |ως επίρρημα δίκῃ, σύν δίκῃ, μετὰ δίκης, κατά δίκην (αντ. παρὰ δίκην) |προσωποποίηση 3. δίκη για ιδιωτική υπόθεση σε αντ. με τη λ. γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία |δικαστήριο, η διαδικασία της δίκης, εκδίκαση υπόθεσης |δικαστική απόφαση |φρ. δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη, δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ., δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη, δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη, δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ. σε δίκη, σε διαιτησία, λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ., τον σέρνω στο δικαστήριο, δίκην δικάζειν, δικάζεσθαι, διαλύειν, εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι |φρ. δίκαι ὕβρεως, φόνου,βλάβης, θανάτου, ἱεροσυλίας κτλ. δίκαι ἴδιαι, δημόσιαι, ἐμπορικαὶ κτλ.
διώκω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ακολουθώ κπ. με εχθρική διάθεση, καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) |με αιτ. |απόλ. |ακολουθώ κπ. με φιλική διάθεση ή ως οπαδός |ακολουθώ κπ. με ερωτική διάθεση |διώχνω, απελαύνω |φρ. τὸν φεύγοντα διώκειν 2. επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να πετύχω κτ. |περιγράφω, εξιστορώ 3. ωθώ, θέτω σε κίνηση, εξαναγκάζω κτ. να σπεύσει |σπεύδω, τρέχω Β. ΜΕΣΟ 1. καταδιώκω, κυνηγώ 2. επιδιώκω, επιζητώ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι, ωθούμαι, διώκομαι, κατηγορούμαι Δ. |δικανικός όρος |μηνύω, καταγγέλλω, κατηγορώ |με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. της ποινής (θανάτου ή περὶ θανάτου) |φρ. διώκω γραφήν=καταγγέλλω, κινώ δίκη |φρ. δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου |φρ. φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου |ὁ διώκων=ο κατήγορος, ο μηνυτής (αντ. ὁ φεύγων) |ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α. 1. μου φαίνεται, μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα) |υποθέτω, φαντάζομαι (αντ. του φρονεῖν) |θεωρώ, πιστεύω |με αιτ. και απαρφ. (το απαρφ. μπορεί να παραλείπεται) |με δύο αιτ. |έχω τη γνώμη, την άποψη |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. δοκέω μοι 2. ελπίζω, πιστεύω |με απρφ. μέλλ. Β. 1. μου φαίνεται, νομίζω, θεωρώ |φαίνομαι, θεωρούμαι 2. θεωρούμαι, φαίνομαι, έχω τη φήμη (συχνά αντ. του εἶναι) 3. μου φαίνεται, νομίζω |απρόσ. σύνταξη με απρφ. και δοτ. (η δοτ. μπορεί να παραλείπεται) |το ουδ. μτχ. ως ουσ. τὸ δοκοῦν=πίστη, πεποίθηση, τρόπος σκέψης Γ. 1. έχω τη διάθεση, σκοπεύω, προτίθεμαι 2. μου φαίνεται καλό, αποφασίζω |φρ. δέδοκται (ιων. δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα, ψηφίστηκε νόμος, αποφασίστηκε με ψηφοφορία, υπάρχει νόμος |φρ. ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος |σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου |φρ. τὰ δεδογμένα, τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα, οι νόμοι |φρ. δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ., έχοντας αποφασίσει
< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες