Basic Lexicon of Ancient Greek
ΛΗΜΜΑ
- ἔγκλημα
- ουσιαστικό
- -ατος
- τό
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. κατηγορία, αιτία κατηγορίας |διαμαρτυρία, παράπονο, αφορμή παραπόνων 2. έγκλημα, αμάρτημα, αδίκημα 3. καταγγελία, δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις, αντ. γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη |κατηγορητήριο έγγραφο
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. κατηγορία, αιτία κατηγορίας
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.6 γίγνεται γὰρ δὴ καὶ παισὶ πρὸς ἀλλήλους ὥσπερ ἀνδράσιν ἐγκλήματα καὶ κλοπῆς καὶ ἁρπαγῆς
- ΙΣΟΚΡ 17.26 εἴπερ ἀπηλλαγμένος ἤδη Πασίων ἦν τῶν ἐγκλημάτων
- ΑΝΤΙΦ 4.2.4 ἐμοὶ ἀνόσιον ἔγκλημα προσέβαλεν (=άδικη κατηγορία)
- ΕΥΡ Ορεστ 766 ἴδιον ἢ κοινὸν πολίταις ἐπιφέρων ἔγκλημά τι;
- διαμαρτυρία, παράπονο, αφορμή παραπόνων
- ΘΟΥΚ 6.89.2 τῶν δ΄ ἐμῶν προγόνων τὴν προξενίαν ὑμῶν κατά τι ἔγκλημα ἀπειπόντων { οι πρόγονοί μου με αφορμή κάποιο παράπονο αρνήθηκαν να είναι πρόξενοί σας }
- ΔΗΜ 20.81 τὰς πάλαι χάριτας μείζους τῶν καινῶν ἐγκλημάτων πεποίηνται { θεωρούν τις παλιές χάρες μεγαλύτερες από τις νέες αφορμές παραπόνων }
- ΔΗΜ 13.6. τὰ δὲ μίση καὶ τὰ ἐγκλήματα ἐφ΄ ὅλην ἔρχεται τὴν πόλιν { τα μίση και τα παράπονα επιδρούν σε όλη την πόλη }
- 2. έγκλημα, αμάρτημα, αδίκημα
- ΙΣΟΚΡ 21.11 ὅτε γὰρ τὸ ἔγκλημα ἐγένετο
- ΔΗΜ 1.7 ἐκ τῶν πρὸς αὑτοὺς ἐγκλημάτων μισοῦσι
- ΠΛ Νομ 767e περὶ δὲ τῶν δημοσίων ἐγκλημάτων ἀναγκαῖον πρῶτον μὲν τῷ πλήθει μεταδιδόναι τῆς κρίσεως (=εγκλήματα κατά της πολιτείας)
- 3. καταγγελία, δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις, αντ. γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη
- ΠΛ Πολ 464d δίκαι τε καὶ ἐγκλήματα πρὸς ἀλλήλους
- ΙΣΟΚΡ 14.8 εἰ δίκαιόν ἐστιν ὑπὲρ τηλικούτων ἐγκλημάτων οὕτως ἀνόμους καὶ δεινὰς ποιεῖσθαι τὰς τιμωρίας
- ΛΥΣ 32.2 ὑπομεῖναι τοὺς ἐσχάτους κινδύνους μᾶλλον ἢ τὰ δίκαια ποιήσας ἀπηλλάχθαι τῶν πρὸς τούτους ἐγκλημάτων
- κατηγορητήριο έγγραφο
- ΔΗΜ 34.16 τοῦτο τὸ ἔγκλημα ἔγραφον ἐγώ͵ ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι
- ΠΛ Νομ 948d τὸν λαγχάνοντά τῳ τινα δίκην τὰ μὲν ἐγκλήματα γράφειν͵ ὅρκον δὲ μὴ ἐπομνύναι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΕΓΚΑΛΕΩ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο19.3
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: κλῆσις, κλητήρ
- ρήματα: καλέω-ῶ, ἐγκαλέω-ῶ 'κατηγορώ, ενοχοποιώ', κλητεύω 'επικαλούμαι στο δικαστήριο'
- επίθετα: κλητέος, κλητικός, κλητός, ἐγκληματικός 'άξιος κατηγορίας'
- επιρρήματα: ἐγκληματικῶς
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: κλήτωρ 'αυτός που επικαλείται, ικετεύει τους θεούς', ἔγκλησις 'κατηγορία'
- ρήματα: ἐγκληματογραφέω-ῶ 'κατηγορώ κάποιον εγγράφως'
- επίθετα: ἐγκλητέος, ἔγκλητος 'αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί'
- επιρρήματα: ἐγκλήτως 'με τρόπο που μπορεί να κατηγορηθεί'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %καλ%, %κλη%, %εγκαλ%,%εγκλημ%, %εγκλητ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- κλητηρομαχία, κλητηροφοβία, εγκληματίας, εγκληματικότης, εγκληματοδίκης, εγκληματοκρατία, εγκληματοκτόνοι, εγκληματολογία, εγκληματολόγος, εγκληματουργείον, εγκληματών 'ο χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται εγκληματίες', εγκληματωσύνη, αντεγκλητήριον, εγκληματέω-ώ, εγκληματοποιέω-ώ, κλητηρικός, κλητήριον, εγκληματικός 'ποινικός', εγκληματολογικός, αντεγκλητικός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Λεξικό Γεωργακά %καλ%, %κλη%, %εγκαλ%,%εγκλημ%, %εγκλησ%
- Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %καλ%, %κλη%,%εγκαλ%, %εγκλημ%, %εγκλησ%,%εγκλητ,
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κύπ. κλήμα 'γεύμα που παρατίθεται στον καλεσμένο', Καλ. Κάρπαθ. Κρ. κλητούρι, Πόντ. κλητόρ᾽ 'πρόσκληση σε γάμο, μέρος στο οποίο πραγματοποιείται η γιορτή, το πανηγύρι', Στερ.Ελλ. κλήτουρας 'τελάλης', Κύπ. έγκλημαν 'κατηγορία, προσβολή', Πόντ. έγκλημαν, Σάμ. έντηλμα, Ίμβρ. έτζηλμα 'έλλειψη, λάθος, αδίκημα', Πόντ. εγκαλώ 'αναφέρω, δηλώνω, διακηρύσσω, κατηγορώ', Χίος εγκαλούμαι 'ικετεύω'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ