Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • φήμη
    • ουσιαστικό
    • -ης
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. προφητεία, χρησμός, θεϊκό σημάδι, οιωνός Β. 1. λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων, ανεξακρίβωτη πληροφορία, διάδοση, φήμη |για πρόσωπα |προσωποποίηση |μήνυμα 2. η καλή δημόσια γνώμη για κπ., το καλό όνομα, υπόληψη |με θετική σημασία |στον πληθ. φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ. 1. κάθε λόγος, ομιλία 2. παράδοση, μύθος

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. προφητεία, χρησμός, θεϊκό σημάδι, οιωνός
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 723 τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν
    • ΞΕΝ Συμπ 4.48.6 ὅ τι ἐξ ἑκάστου ἀποβήσεται σημαίνουσί μοι πέμποντες ἀγγέλους φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνοὺς
    • ΠΛ Φαιδ 111b καὶ φήμας τε καὶ μαντείας καὶ αἰσθήσεις τῶν θεῶν καὶ τοιαύτας συνουσίας γίγνεσθαι αὐτοῖς πρὸς αὐτούς
    • Β.
    • 1. λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων, ανεξακρίβωτη πληροφορία, διάδοση, φήμη
    • ΣΑΠΦΩ απ 44.12 φάμα δ΄ ἦλθε κατὰ πτόλιν
    • ΘΟΥΚ 1.11.2 ταῦτα...δηλοῦται τοῖς ἔργοις ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης
    • ΑΙΣΧΙΝ 2.145 φήμη μέν ἐστιν͵ ὅταν τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν αὐτόματον ἐκ μηδεμιᾶς προφάσεως λέγῃ τινὰ ὡς γεγενημένην πρᾶξιν
    • για πρόσωπα
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.127 περὶ δὲ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον καὶ τὰς πράξεις ἀψευδής τις ἀπὸ ταὐτομάτου πλανᾶται φήμη
    • προσωποποίηση
    • ΗΣ Εργ 763 φήμη δ΄ οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται͵ ἥντινα πολλοὶ/ λαοὶ φημίξουσι∙ θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή { και η φήμη ποτέ δεν αφανίζεται ολότελα, όταν την διαλαλήσουν πολλοί άνθρωποι∙ είναι κι αυτή επίσης μια θεά }
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 157 χρυσέας τέκνον Ἐλπίδος͵ ἄμβροτε Φάμα
    • μήνυμα
    • ΑΙΣΧ Χο 741 φήμης ὕφ΄ (=ὑπό φήμης)͵ ἧς ἤγγειλαν οἱ ξένοι τορῶς
    • ΣΟΦ Ηλ 1155 φήμας λάθρᾳ προὔπεμπες
    • 2. η καλή δημόσια γνώμη για κπ., το καλό όνομα, υπόληψη
    • με θετική σημασία
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.129 οἱ δημοσίᾳ φιλότιμοι παρὰ τῆς ἀγαθῆς φήμης ἡγοῦνται τὴν δόξαν κομιεῖσθαι
    • ΙΣΟΚΡ 4.186 φήμην δὲ καὶ μνήμην καὶ δόξαν πόσην τινὰ χρὴ νομίζειν ἢ ζῶντας ἕξειν ἢ τελευτήσαντας καταλείψειν τοὺς ἐν τοῖς τοιούτοις ἔργοις ἀριστεύσαντας;
    • στον πληθ. φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι
    • ΠΙΝΔ Πυθ 2.16 κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων
    • Γ.
    • 1. κάθε λόγος, ομιλία
    • ΑΙΣΧ Χο 1045 μηδ΄ ἐπιζευχθῇς στόμα φήμῃ πονηρᾷ { μη βάζεις στο στόμα σου κακόλογα }
    • 2. παράδοση, μύθος
    • ΠΛ Νομ 713c φήμην τοίνυν παραδεδέγμεθα τῆς τῶν τότε μακαρίας ζωῆς ὡς ἄφθονά τε καὶ αὐτόματα πάντ΄ εἶχεν { έχει φτάσει σε μας η παράδοση για την ευτυχισμένη ζωή των ανθρώπων της παλιάς εποχής... }
    • ΑΙΣΧ Ικ 760 ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΦΗΜΙ >
    • Από: φη- + -μη.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: φῆμις, εὐφημισμός, εὐφημία, δυσφημία, ὑποφήτης, προφήτης, φάσις 'λόγος, δήλωση, φήμη', ἀντίφασις, ἀπόφασις, ἔκφασις, κατάφασις, παραίφασις 'προτροπή, πειθώ', ἀφασία 'κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει', φωνή
      • ρήματα: φημί, φημίζω 'διαδίδω φήμη, προφητεύω, ονομάζω, υπόσχομαι', ἀντιφάσκω, ἀποφάσκω 'αρνούμαι', συναποφάσκω 'αρνούμαι την ίδια στιγμή', συνεπιφάσκω 'συμφωνώ', προφάσκω, βλασφημέω-ῶ, ἐπευφημέω-ῶ, δυσφημέω-ῶ, προφητεύω
      • επίθετα: περίφημος, ἄφημος, ἀγλαόφημος, δύσφημος, εὔφημος, κακόφημος, πολύφημος, βλάσφημος, κακόφατις 'δυσοίωνος', ἀντιφατικός, ἀποφατικός, καταφατικός, φατός 'αυτός που μπορεί να ειπωθεί', ἄφατος 'που δεν μπορεί να κατονομαστεί', δύσφατος, θέσφατος, ἀθέσφατος 'αυτός τον οποίο ούτε οι θεοί δεν μπορούν να εκφράσουν', φατειός 'που δεν πρέπει κανείς να κατονομάσει'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. φάμα 'φήμη', δωρ. φαμιστός 'φημισμένος'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ρήματα: ἐπιφάσκω 'υποκρίνομαι', καταφάσκω, συμφάσκω 'συμφωνώ', ψευδαποφάσκω
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • φημογραφία, φημοτυπία 'διαφήμιση', διαφήμισις, διαφημίσματα, διαφημισμός, διαφημισταί, ευφημιστής, ευφημολογία, ευφημολόγος, δυσφήμισις (δυσφήμησις), δυσφημισμός, δυσφημιστής, προφητικότης, προφητισμός, προφητολόγιον, φημοτυπέω-ώ 'διαφημίζω', ευφημολογέω-ώ, δυσφημίζω, φημιστός, φημογόρος, φημομανής, διαφημιστικός, ευφημόγλωσσος, ευφημολογικός, δυσφημητικός, ευφημιστικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κρ. φούμα 'κύρος, καλή φήμη', Σκιάθ. φουμιές 'έπαινοι', Χίος αντίφατον 'απόκριση', Σκιάθ. φουμιέμι 'αυτοπαινεύομαι', Πόντ. θημίζω 'κάνω γνωστό, διαδίδω, τραγουδώ τα κάλαντα των Χριστουγένων, χορεύω το χορό του γάμου', Θράκ. προυφητεύου 'προφητεύω, κάνω κάτι γνωστό', Θήρα διαφημίζω 'κάνω κάτι γνωστό', Κύπ. δυσφαμίζω 'βρίζω, κοροϊδεύω', Χίος ευφημίζω 'επαινώ, εκτιμώ, σέβομαι'