Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • σπουδαῖος
    • επίθετο
    • -α, -ον
    • σπουδαίως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. άξιος προσοχής, σημαντικός, που είναι εξαιρετικός στον τομέα του, διακεκριμένος, αντ. φαῦλος |σοβαρός 2. αγαθός, ενάρετος, έντιμος, αντ. φαῦλος, πονηρός |με ηθική σημασία Β. |για πράγματα 1. άξιος προσοχής, σημαντικός, αξιόλογος |σοβαρός, αντ. γελοῖον 2. καλός, ωραίος, καλής ποιότητας, εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. καλά, με επιμέλεια 2. με σοβαρότητα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • για πρόσωπα
    • 1. άξιος προσοχής, σημαντικός, που είναι εξαιρετικός στον τομέα του, διακεκριμένος, αντ. φαῦλος
    • ΠΛ Ευθυδ 307a ἐν παντὶ ἐπιτηδεύματι οἱ μὲν φαῦλοι πολλοὶ καὶ οὐδενὸς ἄξιοι͵ οἱ δὲ σπουδαῖοι ὀλίγοι καὶ παντὸς ἄξιοι
    • ΞΕΝ Απομν 4.2.2 τὰς μὲν ὀλίγου ἀξίας τέχνας μὴ γίγνεσθαι σπουδαίους ἄνευ διδασκάλων ἱκανῶν
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1098a κιθαριστοῦ μὲν γὰρ κιθαρίζειν͵ σπουδαίου δὲ τὸ εὖ
    • σοβαρός
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.2.16 ἄνδρα ἡμῖν τὸν σπουδαιότατον διαφθείρεις γελᾶν ἀναπείθων
    • 2. αγαθός, ενάρετος, έντιμος, αντ. φαῦλος, πονηρός
    • με ηθική σημασία
    • ΙΣΟΚΡ 1.1 τὰς μὲν τῶν φαύλων συνηθείας ὀλίγος χρόνος διέλυσε͵ τὰς δὲ τῶν σπουδαίων φιλίας οὐδ΄ ἂν ὁ πᾶς αἰὼν ἐξαλείψειεν
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.2.24 πολλάκις τοίνυν πλείονας ὁμογνώμονας λαμβάνουσιν οἱ φαῦλοι ἢ οἱ σπουδαῖοι
    • ΑΡΙΣΤ Κατ 10b τῷ γὰρ ἀρετὴν ἔχειν σπουδαῖος λέγεται
    • Β.
    • για πράγματα
    • 1. άξιος προσοχής, σημαντικός, αξιόλογος
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.644 πολλοὶ πὰρ κρητῆρι φίλοι γίνονται ἑταῖροι͵/ ἐν δὲ σπουδαίῳ πράγματι παυρότεροι
    • ΙΣΟΚΡ 15.250 προκρίναιεν μὲν ἂν τὴν ψυχὴν σπουδαιοτέραν εἶναι τοῦ σώματος
    • ΞΕΝ Ελλ 1.4.12 οὐδεὶς ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ οὐδενὸς σπουδαίου ἔργου τολμήσαι ἂν ἅψασθαι
    • σοβαρός, αντ. γελοῖον
    • ΠΛ Ευθυδ 300e τί γελᾷς͵ ὦ Κλεινία͵ ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασιν
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.3.1 τοιαῦτα μὲν δὴ καὶ γελοῖα καὶ σπουδαῖα καὶ ἐλέγετο καὶ ἐπράττετο ἐν τῇ σκηνῇ
    • ΙΣΟΚΡ 1.31 μηδὲ παρὰ τὰ γελοῖα σπουδάζων͵ μηδὲ παρὰ τὰ σπουδαῖα τοῖς γελοίοις χαίρων
    • ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1449b ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας
    • 2. καλός, ωραίος, καλής ποιότητας, εξαιρετικός
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 577 δῶρον͵ οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν
    • ΑΡΙΣΤ ΑναλΠ 41b κείσθω γὰρ τὴν μουσικὴν ἡδονὴν εἶναι σπουδαίαν
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. καλά, με επιμέλεια
    • ΑΡΙΣΤ Προτρ 2.11 τὸ τὴν ὑγίειαν ἔχον καὶ σπουδαίως διακείμενον (τὸ σῶμα)
    • 2. με σοβαρότητα
    • ΠΛ Κρατ 406b ἀλλὰ ἔστι γὰρ καὶ σπουδαίως εἰρημένος ὁ τρόπος τῶν ὀνομάτων τούτοις τοῖς θεοῖς καὶ παιδικῶς { με τρόπο συγχρόνως σοβαρό και αστείο δόθηκαν τα ονόματα σ'αυτούς τους θεούς }
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ1.3.9 οὕτω δὲ στήσαντα τὸ πρόσωπον σπουδαίως καὶ εὐσχημόνως πως { με πόσο μεγάλη σοβαρότητα στην έκφραση του προσώπου του και κομψότητα }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΠΟΥΔΗ >
    • Από: σπουδ- + -αῖος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1α
    • επίθετο συγκρ. σπουδαιότερος και σπουδαιέστερος, υπερθ. σπουδαιότατος και σπουδαιέστατος
    • επίρρημα συγκρ. σπουδαιότατον, υπερθ. σπουδαιότατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: σπουδή 'ταχύτητα, προθυμία, σεβασμός', σπουδαιότης, σπούδασμα 'έργο που γίνεται με ζήλο και προθυμία'
      • ρήματα: σπεύδω, ἀντισπεύδω 'αντιστέκομαι', ἀποσπεύδω 'αποτρέπω', ἐπισπεύδω 'βιάζω, ωθώ', συσπεύδω 'βοηθώ με ζήλο', σπουδαιολογέω 'μιλώ για σπουδαία ζητήματα'
      • επίθετα: σπουδαῖος 'γρήγορος, σοβαρός, αγαθός, εξαιρετικός', σπευστέον, σπευστικός 'βιαστικός', σπευστός 'αυτός που πρέπει να επιδιώξει κανείς με προθυμία', σπουδαστέος, σπουδαστικός 'πρόθυμος, δραστήριος', σπουδαστός 'άξιος να επιδιωχθεί με φροντίδα', σπούδεργος 'αυτός που εργάζεται με επιμέλεια'
      • επιρρήματα: σπευστικῶς, ἀσπουδί 'χωρίς προσπάθεια'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σπουδαιολογία, σπουδαιοτρίβησις 'δραστηριότητα, ζήλος', σπουδαρχαιρεσίας 'πολυάσχολος εκλογέας', σπουδάρχης 'αυτός που κυνηγάει τα αξιώματα', σπουδαρχία 'ο ζήλος για την απόκτηση αξιωμάτων', σπουδασμάτιον 'σύντομη πραγματεία, δοκίμιο', σπουδαστής, σπουδασμός, σπεῦσις, κατάσπευσις, κενοσπουδία
      • ρήματα: σπουδαιογραφέω 'γράφω σε σοβαρό ύφος', σπουδαιοτριβέω 'είμαι δραστήριος, ενεργητικός, πολυάσχολος', σπουδαρχέω ή σπουδαρχιάω 'είμαι πρόθυμος για την απόκτηση αξιώματος', κενοσπουδέω, διασπεύδω 'ωθώ, εργάζομαι με ζήλο', κατασπεύδω 'πιέζω', περισπεύδω 'αναζητώ'
      • επίθετα: σπουδαιογέλοιος 'αυτός που συνδυάζει το σοβαρό με το γελοίο', σπουδαιολόγος, σπουδαιόμυθος 'αυτός που μιλάει σε σοβαρό ύφος ή για σοβαρά θέματα', σπουδαιόψυχος, σπευσίδωρος 'αυτός που φέρνει δώρα με προθυμία', ἐπισπευστικός, ἄσπουδος 'αυτός που δεν έχει φιλοδοξίες', κενόσπουδος 'αυτός που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα'
      • επιρρήματα: σπευδόντως 'με σπουδή', σπουδαιολόγως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • σπουδαιογραφία, σπουδαιολογικός, σπουδαιοφάνεια, σπουδαιοφανής, σπουδαιοφρονέω, σπουδαρχικός, σπουδαστήριον, σπουδαστικότης, σπουδάστρια, σπουδογελοιότης, σπουδοπαίγνια
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Πελοπ. Πόντ. Σίφν. σπουδή 'βιασύνη, ζήλος, προθυμία', Νάξ. Πόντ. σπούδια 'βιασύνη', Πόντ. σπουδιάζω 'βιάζομαι', Νάξ. σπουδιάρω 'βιάζομαι', Ζάκ. ἀσπούδα 'βιασύνη', Πόντ. σπουδιαχτικός 'βιαστικός', Ζάκ. ἀσπουδάζω 'βιάζω, βιάζομαι', Καππ. σπουdάζω 'βιάζω, βιάζομαι', Σίφν. σπουδάτζω 'βιάζω, βιάζομαι', Λέρ. σπυτάζω 'βιάζω, βιάζομαι', Πόντ. σπαουδαχτά 'βιαστικά'
      • Η σημασιολογική εξέλιξη της λέξης σπουδή παρουσιάζει ενδιαφέρον. Από την αρχική σημασία 'ταχύτητα, βιασύνη' άρχισε να σημαίνει το ζήλο και κατά επέκταση την επιμελή ενασχόληση με ένα θέμα, καθώς και το προσχέδιο καλλιτεχνήματος που δημιουργεί ο καλλιτέχνης με σκοπό να τελειοποιήσει την τεχνική του. Στον πληθυντικό οι σπουδές σημαίνουν τη συστηματική προσπάθεια για την απόκτηση γνώσεων σε ακαδημαϊκά πλαίσια.