Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ὀλιγωρέω
    • ρήμα
    • ὀλιγωρῶ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ. ή για κτ., δίνω λίγη προσοχή, παραμελώ |με γεν. |δεν προσέχω, αμελώ |απόλ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ., δεν υπολογίζομαι, παραμελούμαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ. ή για κτ., δίνω λίγη προσοχή, παραμελώ
    • με γεν.
    • ΙΣΟΚΡ 3.48 μηδενὸς ὀλιγωρεῖτε μηδὲ καταφρονεῖτε τῶν προστεταγμένων
    • ΠΛ Πολ 563a φοιτηταί τε διδασκάλων ὀλιγωροῦσιν
    • ΔΗΜ 61.51 μηδ᾽ ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς μέγα φρονήσας τῶν μελλόντων ὀλιγωρήσῃς
    • δεν προσέχω, αμελώ
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 6.91.7 μάλιστα δὲ τῆς ἀπὸ τῶν ξυμμάχων προσόδου ἧσσον διαφορουμένης, οἳ (ξύμμαχοι) τὰ παρ᾽ ὑμῶν νομίσαντες ἤδη κατὰ κράτος πολεμεῖσθαι ὀλιγωρήσουσιν { κυρίως όμως δεν θα εισρέουν κανονικά τα έσοδα από το φόρο υποτέλειας των συμμάχων, γιατί αυτοί (οι σύμμαχοι) θα παραμελήσουν την καταβολή τους, αφού θα είναι πεπεισμένοι ότι πολεμάτε με όλη σας τη δύναμη }
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1380a φαίνονται γὰρ ὁμολογεῖν ἥττους εἶναι, οἱ δ᾽ ἥττους φοβοῦνται, φοβούμενος δὲ οὐδεὶς ὀλιγωρεῖ
    • ΙΣΟΚΡ 9.41 οὐκ ᾠήθη δεῖν ὀλιγωρεῖν οὐδ᾽ αὐτοσχεδιάζειν περὶ τῶν πραγμάτων
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ., δεν υπολογίζομαι, παραμελούμαι
    • ΠΛ Λαχ 180b συμβαίνει ἃ οὗτος λέγει καὶ περὶ παῖδας καὶ περὶ τἆλλα, τὰ ἴδια ὀλιγωρεῖσθαί τε καὶ ἀμελῶς διατίθεσθαι
    • ΔΗΜ 10.9.1 ταύτης ὀλιγωρουμένης, Μέγαρ᾽ ἑάλω παρὰ μικρόν
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1389a διὰ γὰρ φιλοτιμίαν οὐκ ἀνέχονται ὀλιγωρούμενοι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΟΛΙΓΩΡΟΣ >
    • Από: ὀλιγωρ- + -έω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ3
    • ὀλιγωρῶ, ὠλιγώρουν, ὀλιγωρήσω, ὠλιγώρησα
    • ὀλιγωροῦμαι, ὠλιγώρημαι
    • παθ. αόρ. ὠλιγωρήθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, ὀλιγώρημα, ὀλιγώρησις
      • ρήματα: ὀλιγωρέω 'παραμελώ', κατολιγωρέω
      • επίθετα: ὀλίγωρος
      • επιρρήματα: ὀλιγώρως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀνολίγωρος 'αυτός που φροντίζει'
      • ρήματα: ἀπολιγωρέω 'έχω μικρή εκτίμηση', ἐξολιγωρέω 'περιφρονώ', παρολιγωρέω 'περιφρονώ'
      • επιρρήματα: ἀνολιγώρως 'με φροντίδα, με προσοχή'
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ολιγωρητός, ολιγωρικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. ᾽λιγωρία 'φόβος, πίεση, αμηχανία, περιστατικό λιποθυμίας', Πόντ. ᾽λιγωράζω, ᾽λιγωριώ, ᾽λιγγουρνώ, ᾽λιγγρινιώ, ᾽λιγγρινώ, ᾽λιγγρίω, ᾽λουγγουρίω 'νοσταλγώ κάποιον, επιθυμώ κάτι πολύ', Κάρπ. ᾽λιωρώ, Ίμβρ. ᾽λ᾽γουρώ 'λιποθυμώ, νοσταλγώ κάποιον που λείπει'
      • Η λέξη ὀλίγωρος σχηματίζεται από το ὀλίγος και ὤρα (ὤρη) 'φροντίδα, επιμέλεια᾿.