Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἡγεμών
    • ουσιαστικό
    • ιδιόκλιτο, συναντάται και ως επίθ. ὁ, ἡ ἡγεμών
    • -όνος
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. οδηγός, αυτός που προπορεύεται, που δείχνει το δρόμο 2. αυτός που πρωτεύει, που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους |μτφ. Β. 1. οδηγός, ηγέτης, αρχηγός του στρατού ή του στόλου, αρχιστράτηγος |για ζώα |ο επικεφαλής, αυτός που εποπτεύει 2. (ως επίθ.) αυτός που ηγείται, ο πρώτος

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. οδηγός, αυτός που προπορεύεται, που δείχνει το δρόμο
    • ΘΟΥΚ 3.98.1 ὁ ἡγεμὼν αὐτοῖς ὁδῶν Χρόμων ὁ Μεσσήνιος ἐτύγχανε τεθνηκώς
    • ΞΕΝ Απομν 1.3.4 εἴ τις αὐτὸν ἔπειθεν ὁδοῦ λαβεῖν ἡγεμόνα τυφλὸν καὶ μὴ εἰδότα τὴν ὁδὸν ἀντὶ βλέποντος καὶ εἰδότος
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 804 κἀξ ὁδοῦ μ΄ ὅ θ΄ ἡγεμὼν αὐτός θ΄ ὁ πρέσβυς πρὸς βίαν ἠλαυνέτην { κι ο οδηγός κι ο γέροντας ο ίδιος με τη βία προσπαθούσαν να με βγάλουν από το δρόμο }
    • 2. αυτός που πρωτεύει, που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους
    • ΔΗΜ 18.24 οὔτε τῆς ἐξ ἀρχῆς εἰρήνης ἡγεμὼν οὐδ΄ αἴτιος ὢν ἐγὼ φαίνομαι
    • ΙΣΟΚΡ 6.104 τὰς πόλεις τάς γε πρωτευούσας͵ λέγω δὲ τὴν Ἀθηναίων καὶ Θηβαίων...ἐκ δὲ τούτων τὴν μὲν ἡγεμόνα τῶν Ἑλλήνων καταστᾶσαν͵ τὴν δ΄ ἐν τῷ παρόντι τηλικαύτην γεγενημένην...
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.5.12 πόνους δὲ τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε { θεωρείτε τους κόπους οδηγούς για χαρμόσυνη ζωή }
    • μτφ.
    • ΠΛ Πολ 600a τισὶν ἡγεμὼν παιδείας αὐτὸς ζῶν λέγεται Ὅμηρος γενέσθαι; { μήπως λέγεται ο Όμ. ότι, όταν ζούσε, διηύθυνε την παιδεία μερικών ανθρώπων; }
    • ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 2.7.30 ἁπλῶς δ΄ οὐ...τῆς ἀρετῆς ἀρχὴ καὶ ἡγεμών ἐστιν ὁ λόγος͵ ἀλλὰ μᾶλλον τὰ πάθη { γενικά δε, δεν είναι αρχή και ηγεμόνας της αρετής ο λόγος, αλλά μάλλον τα πάθη }
    • Β.
    • 1. οδηγός, ηγέτης, αρχηγός του στρατού ή του στόλου, αρχιστράτηγος
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.855 πολλάκις ἡ πόλις ἥδε δι΄ ἡγεμόνων κακότητα ὥσπερ κεκλιμένη ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμε { πολλές φορές η πόλη αυτή, από την ανικανότητα των καπετάνιων, σα σάπια βάρκα έπεσε στα ύφαλα }
    • ΙΣΟΚΡ 12.192 καὶ τὰς μάχας τὰς ἀξίας μνημονευθῆναι καὶ ῥηθῆναι καὶ τοὺς ἡγεμόνας αὐτῶν
    • ΞΕΝ Ελλ 6.5.34 Ἀθηναῖοί τε ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ᾑρέθησαν ἡγεμόνες τοῦ ναυτικοῦ
    • ΙΣΟΚΡ 4.80 μᾶλλον ἐπιθυμοῦντες ἡγεμόνες ἢ δεσπόται προσαγορεύεσθαι
    • για ζώα
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 573b.24 οἱ ἡγεμόνες τῶν προβάτων
    • ΞΕΝ Ελλ 6.4.29 ἥτις τῶν πόλεων βοῦν ἡγεμόνα κάλλιστον τῷ θεῷ θρέψειε
    • ΞΕΝ Οικ 7.32 ἡ τῶν μελιττῶν ἡγεμὼν τοιαῦτα ἔργα ὑπὸ τοῦ θεοῦ προστεταγμένα διαπονεῖσθαι { η βασίλισσα των μελισσών να εκτελεί τέτοια έργα που έχουν οριστεί από τον θεό }
    • ο επικεφαλής, αυτός που εποπτεύει
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.97 ἡγεμὼν τοῦ ἐργαστηρίου
    • ΠΛ Πολ 554b ἡγεμόνα τοῦ χοροῦ
    • 2. (ως επίθ.) αυτός που ηγείται, ο πρώτος
    • ΠΛ Νομ 631d τούτων δὲ τὰ μὲν ἀνθρώπινα εἰς τὰ θεῖα͵ τὰ δὲ θεῖα εἰς τὸν ἡγεμόνα νοῦν σύμπαντα βλέπειν { από αυτά τα προστάγματα του νόμου, τα μεν ανθρώπινα αποβλέπουν στα θεϊκά, τα δε θεϊκά στον κυρίαρχο νου }
    • ΙΣΟΚΡ 15.257 ἀλλὰ καὶ τῶν ἔργων καὶ τῶν διανοημάτων ἁπάντων ἡγεμόνα λόγον ὄντα
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΗΓΕΟΜΑΙ >
    • Από: ἡγε- + -μών.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο21.2 και Ε16 ως επίθ.
    • δωρ. ἁγεμών
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: διήγησις, ἐπιδιήγησις, ὑφήγησις, ἐσήγησις, ἐσηγητής, ἡγεμών, ἡγεμονία, τά ἡγεμόσυνα 'θυσία', ἡγητής, εἰσηγητής, ἐξήγησις, ἐξηγητής, ἁγησίλαος 'αρχηγός λαού', ἡγήτωρ, ἡγητήρ (θηλ. ἡγήτειρα), ἡγησίστρατος, ἡγησίπολις, ἡγήσιππος, διεξήγημα, εἰσήγημα
      • ρήματα: διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, ἐσηγοῦμαι, κατηγοῦμαι, ναυπηγοῦμαι, ὑφηγοῦμαι, ἐπιχορηγῶ
      • επίθετα: διηγηματικός, ἡγεμονικός, ἀδιήγητος, ἀπηγήσιος, ἐσηγητέος, ἡγητικός, ἀχορήγητος, διηγητέος, διηγητικός, ἀπεριήγητος, εὐάγητος
      • επιρρήματα: ἀδιηγήτως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἀρχαγέτας, δωρ. λαγέτας, δωρ. ἁγήτωρ, ιων. κυνηγέτης, κυνηγετέω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἥγησις, ἀφήγησις, εἰσήγησις, ἐξήγησις, περιήγησις, ἀντιδιήγησις, ἥγημα, ἀφήγημα, διηγημάτιον, καθηγεμών, ἡγεμονίς, ἡγεμόνη, ἡγεμονεύς, ἡγεμόνευμα, ἀφηγητής, περιηγητής, προηγητής, διηγητής, εἰσηγητής, ἀστρατηγησία, ἐπεξήγησις, ἐπιχορήγημα, ἐπιχορήγησις, ἐφήγησις, ἡγητηρία, ἐξήγημα, ἐπεκδιήγησις
      • ρήματα: ἀφηγοῦμαι, εἰσηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, καθηγοῦμαι, περιηγοῦμαι, προηγοῦμαι, ὑφηγοῦμαι, ἀντιχορηγῶ, ἀντιστρατηγῶ, ἐπεκδιηγοῦμαι, ἐπεξηγοῦμαι, στρατηγοῦμαι
      • επίθετα: ἡγεμόνιος, ἀδιήγητος, ἀξιαφήγητος, περιήγητος, ἀδιεξήγητος, ἀνεκδίηγητος, ἀνεξήγητος, ἀνεπεξήγητος, ἀξιαφήγητος, ἀξιοδιήγητος, ἀξιοστρατήγητος, ἀπεριήγητος, ἡγήσιμος, αὐτοδιήγητος, ἀστρατήγητος, ἐπεξηγητέος, ἐπεξηγητικός, δυσεξήγητος, δυσχορήγητος, ἐπιχορηγητέος, εὐαφήγητος, εὐδιήγητος, δυσδιήγητος, ἡγητέος, αὐτοχορήγητος, ἀφηγηματικός, ἀφηγητέος, διηγηματικός, εἰσηγητέος, εἰσηγητικός, εἰσηγητήριος, ἐξηγηματικός, ἐξηγητέος, ἐξηγητικός
      • επιρρήματα: ἀπροδιηγήτως, ἀστρατηγήτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ηγεμονία 'το αξίωμα', ηγεμονεία 'ο τόπος', ηγεμονείον 'οίκος ηγεμόνος', ηγεμονίδης, ηγεμονικότης, ηγεμονίσκος, ηγεμονομάχος, ηγεμονομήτωρ, ηγεμονόπαις, ηγεμονοπρέπεια, ηγεμονοπρεπής, ηγετίδια 'μικροί πολιτικοί ηγέτες', ηγετική, ηγετολόγια
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πελοπ. ηγεμονία 'διάθεση', Κύθν. Σύρ. ᾽γεμόνας, Χίος ᾽γεμονιάς, ᾽γουμενιάς, Ικαρ. ᾽γέονας 'βασίλισσα των μελισσών', Κάρπαθ. ᾽γέτης 'παπαγαλόψαρο', Νάξ. ηγούμαι 'πιστεύω'
      • Η λέξη ἁγήτωρ είναι επίθετο του Δία στη Σπάρτη. Η λέξη ἡγητηρία είναι το όνομα γλυκού, αποξηραμένων σύκων που προσφερόταν στη γιορτή των Πλυντηρίων.