Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἔπος
    • ουσιαστικό
    • -ους
    • τό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. λέξη, λόγος |αντ. με το ἔργον |είδηση |φήμη 2. ο λόγος που έχει δοθεί από κπ., η δέσμευση, η υπόσχεση 3. θεϊκός λόγος, χρησμός 4. ρητό, γνωμικό Β. θέμα, ζήτημα Γ. |πληθ. ἔπη=επική ποίηση, επικοί στίχοι |ποίηση ή στίχος κάθε είδους |φρ. ὡς ἔπος εἰπεῖν ήὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. λέξη, λόγος
    • ΣΟΦ Φιλ 1402 ὦ γενναῖον εἰρηκὼς ἔπος
    • αντ. με το ἔργον
    • ΗΡ 3.135.1 ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε
    • ΞΕΝ Συμπ 8.15 αἰτούμεθα τὴν θεὸν ἐπαφρόδιτα καὶ ἔπη καὶ ἔργα διδόναι
    • είδηση
    • ΣΟΦ Αντ 277 στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν
    • ΕΥΡ Εκ 217 Ἑκάβη͵ νέον τι πρὸς σὲ σημανῶν ἔπος
    • φήμη
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 290 καὶ μὴν τά γ΄ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί΄ ἔπη
    • 2. ο λόγος που έχει δοθεί από κπ., η δέσμευση, η υπόσχεση
    • ΑΙΣΧ Πρ 1033 ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα/ τὸ Δῖον͵ ἀλλὰ πᾶν ἔπος τελεῖ
    • 3. θεϊκός λόγος, χρησμός
    • ΗΡ 1.13 τούτου τοῦ ἔπεος Λυδοί τε καὶ οἱ βασιλέες αὐτῶν λόγον οὐδένα ἐποιεῦντο͵ πρὶν δὴ ἐπετελέσθη { γι' αυτό το χρησμό οι Λυδοί και οι βασιλιάδες τους δεν είπαν τίποτα σε κανέναν, μέχρι που έγινε πραγματικότητα }
    • 4. ρητό, γνωμικό
    • ΗΡ 7.51 ἐς θυμὸν ὦν βάλεο καὶ τὸ παλαιὸν ἔπος ὡς εὖ εἴρηται͵ τὸ μὴ ἅμα ἀρχῇ πᾶν τέλος καταφαίνεσθαι { λοιπόν βάλε στο νου σου και το παλαιό ρητό, το τόσο καλά ειπωμένο, ότι δεν μπορεί πάντοτε ο άνθρωπος αμέσως από την αρχή να προβλέψει το τέλος }
    • ΣΟΦ Αντ 620 σοφίᾳ γὰρ ἔκ του κλεινὸν ἔπος πέφανται· τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ΄ ἐσθλὸν τῷδ΄ ἔμμεν͵ ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν { γιατί σοφά είπε κάποιος μια παροιμία ξακουστή: να φαίνεται πως είναι κάποτε το κακό καλό, σε όποιον ο Θεός τυφλώνει το μυαλό }
    • Β. θέμα, ζήτημα
    • ΠΛ Ευθυδ 295c ἐξαρκεῖ σοι ἐὰν μηδὲν πρὸς ἔπος ἀποκρίνωμαι; { σε ικανοποιεί να σου δώσω απάντηση, που να μην έχει καμιά σχέση με το θέμα μας; }
    • ΠΛ Φιληβ 18d τὸ τί πρὸς ἔπος αὖ ταῦτ΄ ἐστιν; { ποια σχέση έχουν αυτά με το θέμα μας; }
    • Γ.
    • πληθ. ἔπη=επική ποίηση, επικοί στίχοι
    • ΘΟΥΚ 1.3.3 Δαναοὺς δὲ ἐν τοῖς ἔπεσι καὶ Ἀργείους καὶ Ἀχαιοὺς ἀνακαλεῖ { ο Όμηρος στα επικά του ποιήματα αποκαλεί τους άλλους Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς }
    • ΠΛ Ιων 533e πάντες γὰρ οἵ τε τῶν ἐπῶν ποιηταὶ οἱ ἀγαθοὶ οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ΄ ἔνθεοι ὄντες
    • ποίηση ή στίχος κάθε είδους
    • ΗΡ 4.29 μαρτυρέει δέ μοι τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος
    • ΑΙΣΧΙΝ επιστ 4.4 ἔπη Πινδάρου
    • ΗΡ 7.220 ἐν ἔπεσι ἑξαμέτροισι
    • ΔΗΜ 19.243 ἔπη τοῖς δικασταῖς ἔλεγες͵ οὐδένα μάρτυρ΄ ἔχων ἐφ΄ οἷς ἔκρινες τὸν ἄνθρωπον παρασχέσθαι
    • φρ. ὡς ἔπος εἰπεῖν ήὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
    • ΔΗΜ 20.140 ἔστι δὲ πάντα μὲν ὡς ἔπος εἰπεῖν ὀνείδη φευκτέον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΠΟΣ >
    • Η λ. ἔπος (με διαλεκτικό τύπο Fέπος) είναι ιε. (πβ. αρχ. ινδ. vάcαs- και αβεστ. vαcah-).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο26
    • ιων. γεν. ἔπεος, ονομ. και αιτ. πληθ. ἔπεα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἔπος
      • ρήματα: ἐνέπω 'τραγουδώ, ψάλλω'
      • επίθετα: ἡδυεπής, ἀμετροεπής 'αχαλίνωτος στη γλώσσα, φλύαρος, αθυρόστομος', ἁμαρτοεπής 'αυτός που σφάλλει στα λόγια, απερίσκεπτος, ανόητος'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • επίθετα: ἐπικός, ἀναμαρτοεπής 'αυτός που δεν λέει ψέματα', ἀνεπής 'άφωνος'
      • επιρρήματα: ἐπικῶς
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • επικότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ