Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΔΕΣΜΟΙ

Ο Αίσακος για το όνειρο της Εκάβης

 

… όταν ήταν να γεννήσει το δεύτερο παιδί η Εκάβη, είδε στον ύπνο της ότι γέννησε ένα δαυλό αναμμένο που διαμοιραζόταν σε ολόκληρη την πόλη και την έκαιγε. Όταν ο Πρίαμος έμαθε από την Εκάβη το όνειρό της, κάλεσε τον γιο του Αίσακο· γιατί ήξερε να εξηγεί τα όνειρα, τέχνη που έμαθε από τον Μέροπα, παππού του, από την πλευρά της μάνας του. Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και τον συμβούλευσε να το αφήσει έκθετο. Και ο Πρίαμος, όταν γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σε έναν δούλο, που ονομαζόταν Αγέλαος, να το μεταφέρει στην Ίδη και να το αφήσει εκεί. (Απολλόδωρος 3.12)

 

 

Η μεταμόρφωση της Δάφνης στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου. Έρως και πολιτική.

 

Η Δάφνη, θυγατέρα του Πηνειού, η πρώτη του Απόλλωνα αγάπη -

δεν το 'φερε η τύχη στα τυφλά, μόνο του Έρωτα θυμός αγριεμένος.

Ήταν οι μέρες κείνες που ο θεός καμάρωνε σα νικητής του δράκου·

της Αφροδίτης σύντυχε το γιο, που τάνυζε χορδή πάνω στο τόξο,

και «τι μπερδεύεσαι με τ' άρματα εσύ, παλιόπαιδο», του είπε, «τ' αντριωμένα;

Τέτοια μονάχα οι άντρες τα φορούν και στις δικές μου πρέπουνε τις πλάτες.

Έχω σημάδι αλάθευτο - εχτρούς λαβώνω και θεριά αγριεμένα·

να τώρα δα τον Πύθωνα αυτόν, που σπειρωτός εμόλευε τον τόπο,

με σαϊτιές αμέτρητες εγώ τον έστρωσα στη γη τουμπανιασμένο.

Μόνη δουλειά σου εσένα το δαδί - ν' ανάβεις τις καρδιές, κι αυτό σου φτάνει!

Μη θες απ' τα δικά μου μερτικό, κι εκεί που δε σε σπέρνουν μη φυτρώνεις!»

Είπε της Αφροδίτης το παιδί «ρίξε σαϊτιές στους πάντες και στα πάντα,

κι εγώ σ' εσένα, Απόλλωνα. Θεού κατώτερα τα ζωντανά της πλάσης,

κι η δόξα στο δικό σου μερτικό κατώτερη απ' τη δικά μου δόξα».

Τέτοια τα λόγια του Έρωτα. Μετά χτυπώντας τα φτερά του ανελήφθη

και με σβελτάδα στήθηκε ψηλά στου Παρνασσού τη δασωμένη ράχη.

Μες στη φαρέτρα βέλη δυο λογιώ, γι' άλλη δουλειά φκιαγμένο το καθένα:

φέρνει τον έρωτα το ένα στις καρδιές, τον έρωτα τον αποδιώχνει τ' άλλο.

Αυτό που φέρνει έρωτα χρυσό κι αστραφτερή στην άκρια του η μύτη,

το δεύτερο δεν είναι σουβλερό κι η αιχμή του στομωμένη με μολύβι.

Το στομωμένο το 'ριξε ο θεός στην Πηνειάδα κόρη, και το άλλο

τον Φοίβο βρήκε, κι η λαβωματιά πήγε βαθιά, ως μέσα στο μεδούλι.

Εκείνος νιώθει έρωτα, αυτή για έρωτες μήτε ν' ακούσει στέργει,

για τα βαθιά ρουμάνια έχει καημό, για τα θεριά που αγρεύει λάφυρά της,

και της παρθένας Άρτεμης πιστή, της Άρτεμης παθαίνεται να μοιάσει,

με την κορδέλα πιάνοντας ψηλά τ' ανάκατα κι αχτένιστα μαλλιά της.

Άντρες τη Δάφνη γύρεψαν πολλοί, μα σε πολλούς εγύρισε την πλάτη·

μακριά απ' των αντρών τη συντροφιά σε απάτητα λημέρια τριγυρνούσε,

Υμέναιος, αγάπες, παντρειά τι πα' να πει δεν έβαζε στο νου της.

Κι όλο ο γονιός της έλεγε «γαμπρό θα καρτερώ να φέρεις, θυγατέρα»,

κι όλο ο γονιός της έλεγε «ξεχνάς που μου χρωστάς εγγόνια, θυγατέρα».

 

Της φαίνονταν βαριά η παντρειά κι απόδιωχνε τη σκέψη της σα κρίμα

και της ντροπής μια ρόδινη χροιά απλώνονταν στην όμορφη θωριά της.

Σφίγγονταν στου πατέρα το λαιμό, τον χάιδευε με λόγια μελωμένα:

«Μια χάρη, πατερούλη, σου ζητώ, κόρη να μείνω πάντα και παρθένα·

το γύρεψε κι η Άρτεμη παλιά, κι είδε τέτοια χάρη απ' τον γονιό της».

Της έκανε κι εκείνος την καρδιά - μόνο που εσένα η ομορφιά σου, Δάφνη,

εμπόδιο θα σταθεί σ' αυτό που θες· είσαι ωραία, δε θα πιάσει η ευχή σου.

Την είδε ο Φοίβος και τη λαχταρά και θέλει για γυναίκα του τη Δάφνη -

ό,τι ποθεί το ελπίζει ο θεός, κι αν είναι ο ίδιος μάντης ξεγελιέται.

Πώς καίγονται οι καλαμιές μετά που οι θεριστές μαζώνουνε τα στάρια,

πώς καίγονται στους φράχτες τα ξερά από δαδί που άφηκε διαβάτης

ή στρατοκόπος που άναψε φωτιά και κίνησε χαράματα να φύγει,

παρόμοια και του Φοίβου η πυρκαγιά, ολάκερη η καρδιά του ένα καμίνι.

Από μακριά προσώρας την ποθεί κι η αγάπη του κρεμιέται στην ελπίδα.

Βλέπει τ' αχτένιστά της τα μαλλιά - «αν χτενιζόταν κιόλας», συλλογιέται,

«τι όμορφη θα φάνταζε!» Θωρεί τα δυο μεγάλα φωτεινά της μάτια

που λάμπουν σαν τ' αστέρια τ' ουρανού· το στόμα της θωρεί, τα δυο της χείλη

που δε χορταίνει μόνο να κοιτά. Τα χέρια της, κι εκείνα τα παινεύει,

δάχτυλα σαν τα κρίνα και καρποί και μπράτσα γυμνωμένα ως απάνω,

και πιο πολύ παινεύει τα κρυφά. Όλα καλά, μόνο που εκείνη φεύγει

γρήγορη σαν τον άνεμο - θεού δεν την κρατούν τα χίλια παρακάλια:

«Νύμφη ωραία, κόρη ποταμού, δεν είμαι εχτρός για να σε κυνηγήσω!

Μακριά απ' τον λύκο τρέχουνε τ' αρνιά, τα ελάφια μακριά απ' το λιοντάρι,

οι περιστέρες τρέμουν στο φτερό όταν πλακώσει άρπαγας γεράκι -

τρέχουνε να ξεφύγουν τον εχτρό· εγώ σ' ακολουθώ από αγάπη.

Πόσο φοβάμαι, πόσο ανησυχώ μη πέσεις καταγής, βάτοι κι αγκάθια

αναίτια μη σου βλάψουν τα σφυρά, να μην πονέσεις κι είμαι εγώ η αιτία.

Δύσβατος είναι ο τόπος και τραχύς· χαλάρωσε, μη παίρνεις τόση φόρα,

για φρέναρε κομμάτι το φευγιό, κι εγώ ξοπίσω αγάλια ακολουθάω.

Στάσου και ρώτα ποιος σ' αποζητά. Δεν είμαι εγώ χοντράνθρωπος βουνίσιος,

μήτε τσομπάνης άξεστος· εγώ δε σαλαγάω κοπάδια με γελάδες.

Αστόχαστο κορίτσι, βιαστικό, ποιος είναι αυτός που αρνιέσαι, δεν το ξέρεις·

αν ήξερες δε θα 'φευγες μακριά. Εγώ είμαι εκείνος που η Κλάρος,

η Τένεδος, τα Πάταρα, οι Δελφοί με ξέρουνε θεό και άρχοντά τους.

Γονιός μου ο Δίας· όσα έχουν συμβεί, συμβαίνουνε και μέλλουν να συμβούνε

όλα τα φανερώνω - μουσική, τραγούδι, λύρα εγώ τα συνταιριάζω.

Σκοπεύω κι έχω σίγουρη σαϊτιά, μόνο που τώρα αλλουνού σαΐτα

πιο σίγουρη με πήρε στην καρδιά που έγνοια δεν τη βάραινε ως τα τώρα.

Εφεύρημα δικό μου η γιατρική, όλος ο κόσμος για γιατρό με ξέρει,

και τα βοτάνια τα ξαρρωστικά, όπου της γης όλα στους ορισμούς μου.

Όμως, για της αγάπης τον καημό, αλίμονο, δεν βρίσκεται βοτάνι,

κι εκείνος που γιατρεύει αλλουνούς, τον εαυτό του δεν μπορεί να γιάνει».

 

Ήθελε κι άλλα να της πει· εκείνη σκιάχτηκε και το 'βαλε στα πόδια,

άφηκε πίσω τον θεό, και του θεού ημιτελή παράτησε τα λόγια.

Πιο όμορφη απάνω στο φευγιό: ο άνεμος φαινόταν να τη γδύνει,

φυσώντας τη λεπτή της φορεσιά κατάσαρκα στου τρέξιμου τη δίνη,

κι οι αύρες από πίσω μαλακές ανέμιζαν της κεφαλής την κόμη -

όμορφη κόρη, έτρεχε γοργά και γίνονταν πιο όμορφη ακόμη.

Στέρεψε του θεού η υπομονή, «χάνω τα λόγια μου», είπε, «κι είναι κρίμα»,

κι όπως του έδινε το πάθος του ορμή εχύμηξε και άνοιξε το βήμα.

Πώς το ζευγάρι το γαλατικό σβέλτο λαγό στο ίσιωμα ξανοίγει,

κι ενώ τρεχάτο τον ακολουθεί, εκείνος πολεμάει να ξεφύγει·

του πλάκωσε τα πισινά, θαρρείς, λίγο ακόμα και τον έχει φτάσει,

τανύζει τη μουσούδα του μπροστά, λίγο ακόμα και θα τον δαγκάσει.

Τρέχει ο λαγός - ξεφεύγει απ' το σκυλί για πιάστηκε, δεν το γνωρίζει ακόμα,

τραβιέται απ' τα σαγόνια του εχθρού και ξεμακραίνει απ' τ' ανοιχτό του στόμα.

Όμοια τρέχαν κόρη και θεός - με πόθο αυτός, εκείνη από τρόμο,

μόνο που ο Φοίβος τρέχει πιο καλά με τα φτερά του Έρωτα στον ώμο.

Δε βρίσκει πια η κόρη ανασασμό, ξοπίσω αυτός κι αυτή ξεθεωμένη

τον νιώθει πως στη ράχη της σιμά και τα λυτά μαλλιά βαριανασαίνει.

Η δύναμή της σώθηκε, χλομή, κατάκοπη απ' της φυγής το μόχθο

έβγαλε απ' τα στήθια της φωνή στρεφόμενη στου Πηνειού τον όχτο:

«Πατέρα, βόηθα. Αν οι ποταμοί λογιάζονται μες στων θεών την τάξη,

απ' τη μορφή που άρεσε πολύ απάλλαξέ με, καν' την να χαλάσει!»

Το λόγο αυτό δεν πρόκανε να πει και λήθαργος τα μέλη της πλακώνει,

λεπτή δεντρίσια φλούδα τρυφερά τύλιξε το κορμάκι της σα ζώνη.

Γίνεται τώρα η κόμη φυλλωσιά, μπράτσα και χέρια γίνονται κλωνάρια,

κι ασάλευτα ριζώνουν μες στη γη τα δυο της γοργοκίνητα ποδάρια.

Η κεφαλή της έγινε κορφή, η λάμψη της επέρασε στο φύλλο.

Δεν παύει ο Φοίβος να την αγαπά, και ακουμπώντας του κορμού το ξύλο,

κάτω απ' τη φρέσκια φλούδα του κορμού νιώθει καρδιά που χτύπαγε ακόμα.

Τους κλώνους τότε αγκάλιασε σφιχτά, σα να 'τανε τ' αλλοτινό της σώμα

κι έκανε να της δώσει ένα φιλί· κι όπως το ξύλο αποτραβιόταν πίσω,

«σ' αγάπησα», της είπε ο θεός, «κι αφού γυναίκα δε θα σ' αγαπήσω,

το δέντρο που 'χεις γίνει θ' αγαπώ, κι έτσι, σα δάφνη, πάντοτε δικιά μου,

θα στεφανώνεις πάντα εν τιμή κιθάρα και φαρέτρα και μαλλιά μου.

Όπου του Λάτιου οι άρχοντες, κι εσύ, κι όπου κραυγή της νίκης βακχεμένη

με δάφνινο στεφάνι ο νικητής στο Καπιτώλιο πάντα θ' ανεβαίνει.

Σύμβολο και πιστός φρουρός εσύ θα σημαδεύεις του Αύγουστου το θρόνο,

του ηγεμόνα θα 'σαι θυρεός αγκαλιαστής με της δρυός τον κλώνο.

Σαν το μακρύ κι ακούρευτο μαλλί στου Απόλλωνα το αγέραστο κεφάλι,

όμοια της φυλλωσιάς σου η ομορφιά παντοτινή κι ολόφρεσικα θα θάλλει!»

Σειώντας αυτή στα λόγια του θεού κλαριά που ήταν νιόβγαλτα ακόμη

της φυλλωσιάς της νεύει την κορφή σα να 'στερξε του Απόλλωνα τη γνώμη.

 

(Οβ., Μετ. 1. 452-567, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής [από το βιβλίο Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους. Διαδρομές στις "Μεταμορφώσεις" του Οβίδιου. Ανθολόγηση - μετάφραση: Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής. Αθήνα: Gutenberg,

2009])

 

 

Εκάβη

 

Η μαύρη κι άραχλη, να σύρω μεγάλη φωνή;

να σύρω μοιρολόι κι οδυρμό;

σκοτεινά γηρατειά, θεοσκότεινα,

σκλαβιά μου αφόρητη,

ασήκωτη σκλαβιά μου,

πού να ζητήσω καταφύγιο, σε ποιο παιδί μου;

σε ποια χώρα; ο γέροντάς μου χάθηκε

και τα παιδιά μου χάθηκαν·

ποιο μονοπάτι να πάρω,

αυτό ή εκείνο;

ποιος δαίμονας και ποιος θεός θα τρέξει να με σώσει; […]

Δύσκολο πόδι μου πάγαινε,

πάγαινε τη γριά σε κείνο το πλατύσκαλο.

[…]

Είμαι γερόντισσα,

ένας κηφήνας,

αξιοθρήνητη,

σκιάς είδωλο,

προσωπείο θανάτου.

[…]

Γέρνω στη γη το κορμί μου,

γονατίζω τα γηρατειά μου

και με τα δυο μου χέρια

χτυπάω το χώμα.

(Ευρ., Εκ. 155-164· Τρωάδες, 190-193, 1305-1306, μετ. Κ.Χ. Μύρης)

 

 

Η τύφλωση του Πολυμήστορα και ο φόνος των παιδιών του

 

[…] ήταν

κάποιος Πολύδωρος, γιος της Εκάβης,

ο πιο μικρός· αυτόν από την Τροία

τον έστειλε ο πατέρας του σε μένα

σπίτι μου να τον θρέψω, τι φοβόταν

ο Πρίαμος το πάρσιμο της πόλης.

Αυτόν τον σκότωσα· άκου για ποιο λόγο,

πόσο καλά και φρόνιμα έχω πράξει.

Φοβήθηκα ο εχθρός σου, αυτό τ' αγόρι,

μη μείνει ζωντανό και ξαναχτίσει,

μαζεύοντας λαό, πάλι την Τροία

και μήπως οι Αχαιοί μαθαίνοντας το,

πως κάποιο ζει απ' του Πρίαμου τα τέκνα,

ξανάρχονταν στη χώρα της Φρυγίας

με στόλο αρματωμένο, και τους κάμπους

ερήμαζαν κουρσεύοντας της Θράκης.

Και τότε εμείς οι γείτονες της Τροίας

θα πάσχουμε, όπως τώρα, βασιλιά μου.

Η Εκάβη, μόλις έμαθε του γιου της

την τύχη τη θανάσιμη, εδωπέρα

μ' αυτήν την αφορμή μ' έχει ξεσύρει,

για να μου πει πως τάχα μες στην Τροία

του Πρίαμου χρυσάφι ήταν κρυμμένο

σε θήκες· μοναχό με τα παιδιά μου

με μπάζει μες στις τέντες, να μη μάθει

γι' αυτά κανένας άλλος. Στο κρεβάτι

καθίζω· Τρωαδίτισσες κοντά μου,

δεξιά κι αριστερά, κάθισαν πλήθος

σα να 'μουν φίλος· παίνευαν της Θράκης

τον αργαλειό τα ρούχα μου κοιτώντας·

άλλες τα δυο θρακιώτικα κοντάρια

βλέποντας, απ' αυτά με ξαρματώσαν.

Όσες ήταν μανάδες, τα παιδιά μου

θαυμάζοντας τα παίζανε στα χέρια

κι η μια στην άλλη τα 'δινε, ώσπου φτάσαν

να βρίσκονται μακριά από το γονιό τους.

Κι ύστερα από τις ήσυχες κουβέντες

βγάλανε -πώς σου φαίνεται;- μαχαίρια

που τα 'χαν μες στα πέπλα τους κρυμμένα.

Κι άλλες τους γιους μου αμέσως μαχαιρώνουν,

άλλες, θαρρείς κι ήταν εχθροί, μου πιάνουν

χέρια και πόδια και μου τα βαστάνε·

ζητώντας να συντρέξω τα παιδιά μου,

αν προσπαθούσα να σηκώσω το κεφάλι,

μου πιάναν τα μαλλιά και με κρατούσαν·

κι αν πάσκιζα τα χέρια να κουνήσω,

από το πλήθος τους ο δόλιος δεν μπορούσα

να καταφέρω τίποτα. Στο τέλος,

η πιο μεγάλη συμφορά μου απ' όλες,

φριχτό κακό μου κάναν με περόνες

τις κόρες διατρυπάνε των ματιών μου

και τα ματώνουν· ύστερα το σκάσαν

απ' τις σκηνές. Εγώ πηδώντας πάνω

σαν το θεριό τις σκύλες κυνηγάω

τις φόνισσες, γκρεμίζοντας, χτυπώντας.

Αυτά έχω πάθει, θέλοντας να κάνω

καλό, Αγαμέμνονα, σε σε, δικό σου

σκοτώνοντας εχθρό. Για να μην πάνε

τα λόγια μου σε μάκρος, αν κανένας

ή πριν, ή τώρα, ή αύριο τις γυναίκες

κακολογήσει, εγώ με δυο κουβέντες

μόνο θα πω όλα αυτά. Μια τέτοια φύτρα

ούτε στεριά ούτε θάλασσα έχει θρέψει·

όποιος μαζί μ' αυτές είχε να κάνει,

πολύ καλά θα το γνωρίζει ετούτο.

(Ευρ., Εκάβη 1113-1161, μετ. Τ. Ρούσσος)1

 

1. Για τις παραστάσεις της Εκάβης και των Τρωάδων του Ευριπίδη δείτε και το Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, κυρίως τα προγράμματα.

 

 

Τηρέας, Πρόκνη, Φιλομήλα, Ίτυς (Απολλόδωρος)

 

O Πανδίων παντρεύτηκε τη Ζευξίππη, την αδελφή της μητέρας του, και απέκτησε δύο θυγατέρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα, και δύο δίδυμα αγόρια, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Όταν ξέπασε πόλεμος με τον Λάβδακο για τα σύνορα της χώρας, κάλεσε ως σύμμαχό του τον Τηρέα από τη Θράκη, τον γιο του Άρη, και αφού κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθειά του, του έδωσε για γυναίκα του την κόρη του Πρόκνη. Από αυτήν απέκτησε ένα γιο, τον Ίτυ, ερωτεύτηκε όμως και τη Φιλομήλα και τη διέφθειρε, λέγοντας ότι τάχα η Πρόκνη είχε πεθάνει, ενώ εκείνος την έκρυβε στα κτήματά του. Παντρεύτηκε και τη Φιλομήλα και κοιμόταν μαζί της, της έκοψε και τη γλώσσα. Αλλά αυτή ύφανε πάνω σε ένα πέπλο γράμματα και με αυτά φανέρωσε στην Πρόκνη τις συμφορές της. Εκείνη αναζήτησε την αδελφή της και στη συνέχεια σκότωσε τον γιο της, τον Ίτυ, τον έβρασε και τον παρέθεσε ως δείπνο στον Τηρέα που δεν είχε ιδέα για όλα αυτά· εξαφανίστηκε μαζί με την αδελφή της. Ο Τηρέας, μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει, άρπαξε ένα τσεκούρι και τις καταδίωκε. Αυτές, όταν έφτασαν στη Δαυλία της Φωκίδος και κινδύνευαν να πιαστούν, προσευχήθηκαν στους θεούς να γίνουν πουλιά. Έτσι η Πρόκνη έγινε αηδόνι και η Φιλομήλα χελιδόνι· σε πουλί μεταμορφώθηκε και ο Τηρέας, και έγινε τσαλαπετεινός. (Απολλόδ., 3.8)

 

 

Τηρέας, Πρόκνη, Φιλομήλα, Ίτυς (Παυσανίας)

 

Λένε πως ο Τηρέας, σύζυγος της Πρόκνης, βίασε τη Φιλομήλα· ήταν πράξη αντίθετη με τους νόμους της Ελλάδας. Αφού ακρωτηρίασε το σώμα της κόρης υποχρέωσε τις γυναίκες να τον εκδικηθούν. (Παυσ. 1.5.4)

 

Εκεί κοντά είναι και ο τάφος του Τηρέα, που είχε παντρευτεί την Πρόκνη, την κόρη του Πανδίονα. Οι Μεγαρείς λένε ότι ο Τηρέας ήταν βασιλιάς στις λεγόμενες Παγές της Μεγαρίδας, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν μαρτυρίες αδιάψευστες πως βασίλευε στη Δαυλίδα, πέρα από τη Χαιρώνεια. Γιατί παλιότερα οι βάρβαροι κατοικούσαν το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης σήμερα Ελλάδας. Όταν λοιπόν διέπραξε ο Τηρέας αυτά κατά της Φιλομήλας και οι γυναίκες τα άλλα κατά του Ίτυ, ο Τηρέας δεν μπόρεσε να τις πιάσει.

Και τούτος αυτοκτόνησε στα Μέγαρα. Αμέσως του κατασκεύασαν τάφο με συσσώρευση χώματος και κάθε χρόνο χρησιμοποιούν στη θυσία μικρά χαλίκια αντί για χοντροαλεσμένο κριθάρι. Λένε πως εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά το πουλί τσαλαπετεινός. Οι γυναίκες ήρθαν στην Αθήνα και πέθαναν από το κλάμα, θρηνώντας για όσα υπέφεραν οι ίδιες και για την εκδίκηση που πήραν. Και φημολογείται πως οι γυναίκες μεταμορφώθηκαν σε χελιδόνι και αηδόνι, επειδή τα πουλιά αυτά, όπως πιστεύω, έχουν λυπητερό κελάηδημα που θυμίζει θρήνο. (Παυσ. 1.41)

 

 

Η καταγγελία του γάμου από την Πρόκνη στην τραγωδία Τηρέας του Σοφοκλή

 

[…] όταν φτάνουμε στην εφηβεία και έχουμε φρόνηση, μας διώχνουν και μας πουλούν μακριά από τους θεούς των πατέρων μας και τους γονείς μας: άλλες σε ξένους άντρες, άλλες σε βάρβαρους, άλλες σε σπίτια χωρίς χαρά, άλλες σε σπίτια όπου τις κακολογούν. Και αυτά, μόλις μας υποτάξει στον ζυγό του γάμου η πρώτη νύχτα, είμαστε υποχρεωμένες να τα επικροτούμε και να θεωρούμε ότι έχουν καλώς.

 

 

Χελιδόνια και αηδόνια σε κωμωδίες του Αριστοφάνη

 

Ξύπνα, ξύπνα συντρόφισσα εσύ,

και τους ύμνους σου πες τους ιερούς,

που γοερούς για τον Ίτη μας χύνει,

τον πολύκλαυτο γιο μου και γιο σου,

το θεϊκό σου το στόμα·

μελωδίες κρουσταλλένιες σκορπά ο λαιμός σου ο παλλόμενος,

κι ανεβαίνει καθάριος αχός,

απ' τα φύλλα ως περνά φουντωτής σμιλακιάς,

προς το θρόνο του Δία·

πάνου ο Φοίβος εκεί

ο χρυσομάλλης τους θρήνους σου ακούοντας

τη χρυσή ελεφαντόδετη λύρα χτυπά

κι έτσι στήνει χορούς των θεών·

και μαζί, ταιριαστή,

από στόματ' αθάνατα τότε η φωνή

η θεϊκιά των μακάρων ξεσπάει.

(Αριστοφ., Όρνιθες 232-248, μετ. Θρ. Σταύρου· βλ. και στ. 232-248)

 

 

Αριστοφάνη Βάτραχοι

 

Μούσα ευλόγα το Χορό, το τραγούδι μας κάνε να τέρψει

και να δεις μπροστά σου πλήθος και ανάμεσα σοφούς

πιο ζηλωτές κι απ' τον Κλεοφώντα,

που στα χείλη του τσιρίζει χελιδόνι θρακικό

στο βάρβαρο διπρόσωπό του στόμα καθισμένο

κι αηδονίσιο μοιρολόι κατάπικρο θρηνεί

αφού στο μέτρημα των ψήφων θα βρεθεί χαμένος.

Δίκαιο είναι ο ιερός μας Χορός στα χρηστά

να προπέμπει και πάντα να λέει τα έντιμα.

(Αριστοφ., Βάτραχοι 674-685)

 

 

Η μεταμόρφωση της Αράχνης

 

«Ζήσε», της είπε [η Αθηνά], «ανάγωγη, αλλά θα ζεις για πάντα έτσι

κρεμασμένη·

σε τιμωρώ με τούτη την ποινή, και για να ξέρεις τι σε περιμένει,

όμοια για τα παιδιά σου η ποινή, όμοια για των παιδιών τους τα βλαστάρια».

Εκείνη κίνησε να φύγει - κι η θεά τη ράντισε με μαγικά χορτάρια.

Ήταν του φάρμακου το ράντισμα πικρό, φκιαγμένο με την τέχνη της

Εκάτης,

και πέσαν μονομιάς της κοπελιάς η μύτη, τα μαλλιά και τα αφτιά της.

Η κεφαλή της μικροσκοπική, και το μικρό κορμάκι της μια στάλα,

τα δάχτυλα και αυτά τριχοειδή, κολλήσαν στο κορμί. Κατά τα άλλα,

της έμεινε μονάχα η κοιλιά· με την κοιλιά της τώρα νήμα φκιάχνει,

πλέκοντας με την τέχνη της ιστό, παντοτινή υφάντρα, η αράχνη.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 6. 133-145, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η ομορφιά της Καλλιστώς

 

Ξεχωριστή αυτή η κοπελιά, δεν έπιανε στα χέρια της τη ρόκα

κι η κόμη της αχτένιστη, μπροστά τη φορεσιά της έπιανε με πόρπη,

άσπρη ταινία έδενε ψηλά στην κεφαλή τ' ατίθασα μαλλιά της.

Άλλες φορές με δόρυ ελαφρύ κι άλλοτε πάλι πιάνοντας το τόξο

της Άρτεμης κοσμούσε το στρατό, κι από της νύμφες όλες του Μαινάλου

στην Άρτεμη η πιο αγαπητή.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 2. 411-416, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η μεταμόρφωση της Καλλιστώς σε αρκούδα

 

«αυτό μονάχα, παλιοθηλυκό, μας έλειπε», ανέκραξε [η Ήρα], «να γίνεις

κι αγορομάνα, να γεννοβολάς κι έτσι να μάθουν όλοι τις πομπές μας -

του άντρα μου τα αίσχη, δηλαδή να επικυρωθούν και επισήμως.

Θα το πληρώσεις, όμως, πού θα πας; Αυτήν την όμορφή σου τη φιγούρα,

καμάρι και δικό σου και αυτουνού, ξεδιάντροπη, εγώ θα σου την πάρω».

Έτσι της είπε, κι όπως αντικρύ την είχε τη γραπώνει απ' τα μαλλιά της

και την ξαπλώνει μπρούμυτα στη γη. Παρακαλώντας άπλωσε τα χέρια

η κόρη - και στα χέρια της δασιές και μαύρες τρίχες πήραν να φυτρώνουν,

αλλάξαν σχήμα, έγινε κυρτά, μεγάλωσαν γαμψά στις άκρες νύχια

και γίνηκαν ποδάρια· τα γλυκά τα χείλη της, τα χιλιοπαινεμένα

από τον Δία, χάλασαν κι αυτά, στη θέση τους σαγόνια και μουσούδα.

Και η λαλιά της, χάθηκε κι αυτή, να μην μπορεί με λόγια παρακάλια

να βρει καρδιά που θα τη συμπονεί· τώρα η φωνή της βγαίνει όλο φοβέρα,

το βρουχητό της τρόμος και οργή από βραχνό λαρύγγι ανεβαίνει.

Όλο βογγάει, κι αυτό το βογγητό τα πάθη που τη βρήκαν μαρτυράει,

ικέτιδα, ψηλά στον ουρανό τα χέρια που δεν είναι χέρια στρέφει.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 2. 471-488, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η Καλλιστώ και ο Αρκάδας στον ουρανό

 

Και τώρα αυτουνού [του Λυκάονα] ο εγγονός, ο Αρκάδας, ήταν κιόλας

δεκαπέντε·

δεν ήξερε τη μάνα του, ποτέ δεν είχε μάθει για το πάθημά της.

Αγρίμια κυνηγούσε το παιδί, καρτέρι πού να στήσει μελετούσε,

και άπλωνε τα δίχτυα του πυκνά στου Ερυμάνθου γύρω τα ρουμάνια

όταν η τύχη το 'φερε να βρει τη μάνα του μπροστά. Κι αυτή στεκόταν

σα να 'ξερε ποιον είχε αντικρύ. Τραβήχτηκε ξοπίσω ο Αρκάδας,

τον κάρφωναν τα μάτια του αγριμιού, το βλέμμα το ακίνητο - ένας φόβος

τον έπιασε (δεν ήξερε γιατί) κι όπως η αρκούδα έδειχνε λαχτάρα

να τον ζυγώσει, έκανε αυτός κατάστηθα να ρίξει το κοντάρι.

Αλλιώτικη του Δία η βουλή: μαζί μ' αυτούς αφάνισε το κρίμα,

με στρόβιλο τους σήκωσε ψηλά στα πλάτη των απέραντων αιθέρων

για να τους στήσει μες στον ουρανό, μάνα και γιο γειτονικά αστέρια.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 2. 496-507, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ροδώπις και Ευθύνικος στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου «Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα»

 

Τὸ δὲ τῆς Στυγὸς ὕδωρ εἶχεν οὕτως. παρθένος ἦν εὐειδής, ὄνομα Ῥοδῶπις, κυνηγίων ἐρῶσα καὶ θήρας· πόδες ταχεῖς, εὔστοχοι χεῖρες, ζώνη καὶ μίτρα καὶ ἀνεζωσμένος εἰς γόνυ χιτὼν καὶ κατὰ ἄνδρας κουρὰ τριχῶν. ὁρᾷ ταύτην Ἄρτεμις καὶ ἐπῄνει καὶ ἐκάλει καὶ σύνθηρον ἐποιήσατο, καὶ τὰ πλεῖστα κοινὰ ἦν αὐταῖς θηράματα. ἀλλὰ καὶ ὤμοσεν ἀεὶ παραμένειν καὶ τὴν πρὸς ἄνδρας ὁμιλίαν φυγεῖν καὶ τὴν ἐξ Ἀφροδίτης ὕβριν μὴ παθεῖν. ὤμοσεν ἡ Ῥοδῶπις, καὶ ἤκουσεν ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὀργίζεται καὶ ἀμύνασθαι θέλει τὴν κόρην τῆς ὑπεροψίας. νεανίσκος ἦν Ἐφέσιος, καλὸς ἐν μειρακίοις ὅσον Ῥοδῶπις ἐν παρθένοις· Εὐθύνικον αὐτὸν ἐκάλουν· ἐθήρα δὲ καὶ αὐτὸς ὡς Ῥοδῶπις, καὶ τὴν Ἀφροδίτην ὁμοίως οὐκ ἤθελεν εἰδέναι. ἐπ᾽ ἀμφοτέρους οὖν ἡ θεὸς ἔρχεται καὶ τὰς θήρας αὐτῶν εἰς ἓν συνάγει· τέως γὰρ ἦσαν κεχωρισμένοι· ἡ δὲ Ἄρτεμις τηνικαῦτα οὐ παρῆν. παραστησαμένη δὲ τὸν υἱὸν τὸν τοξότην ἡ Ἀφροδίτη εἶπε· "Τέκνον, ζεῦγος τοῦτο ὁρᾷς ἀναφρόδιτον καὶ ἐχθρὸν ἡμῶν καὶ τῶν ἡμετέρων μυστηρίων; ἡ δὲ παρθένος καὶ θρασύτερον ὤμοσε κατ᾽ ἐμοῦ. ὁρᾷς δὲ αὐτοὺς ἐπὶ τὴν ἔλαφον συντρέχοντας. ἄρξαι καὶ σὺ τῆς θήρας ἀπὸ πρώτης τῆς τολμηρᾶς κόρης· καὶ πάντως γε τὸ σὸν βέλος εὐστοχώτερόν ἐστιν." ἐντείνουσιν ἀμφότεροι τὰ τόξα, ἡ μὲν ἐπὶ τὴν ἔλαφον, ὁ δὲ Ἔρως ἐπὶ τὴν παρθένον· καὶ ἀμφότεροι τυγχάνουσι, καὶ ἡ κυνηγέτις μετὰ τὴν θήραν ἦν τεθηραμένη. καὶ εἶχεν ἡ μὲν ἔλαφος εἰς τὰ νῶτα τὸ βέλος, ἡ δὲ παρθένος εἰς τὴν καρδίαν· τὸ δὲ βέλος, Εὐθύνικον φιλεῖν. δεύτερον δὲ καὶ ἐπὶ τοῦτον ὀϊστὸν ἀφίησι. καὶ εἶδον ἀλλήλους Εὐθύνικος καὶ ἡ Ῥοδῶπις. καὶ ἔστησαν μὲν τὸ πρῶτον τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑκάτεροι, μηδέτερος ἐκκλῖναι θέλων ἐπὶ θάτερα· κατὰ μικρὸν δὲ τὰ τραύματα ἀμφοῖν ἐξάπτεται, καὶ αὐτοὺς ὁ Ἔρως ἐλαύνει κατὰ τουτὶ τὸ ἄντρον, οὗ νῦν ἐστιν ἡ πηγή, καὶ ἐνταῦθα τὸν ὅρκον ψεύδονται. ἡ Ἄρτεμις ὁρᾷ τὴν Ἀφροδίτην γελῶσαν καὶ τὸ πραχθὲν συνίησι, καὶ εἰς ὕδωρ λύει τὴν κόρην, ἔνθα τὴν παρθενίαν ἔλυσε. καὶ διὰ τοῦτο, ὅταν τις αἰτίαν ἔχῃ Ἀφροδισίων, εἰς τὴν πηγὴν εἰσβᾶσα ἀπολούεται· ἡ δέ ἐστιν ὀλίγη καὶ μέχρι κνήμης μέσης. ἡ δὲ κρίσις· ἐγγράψασα τὸν ὅρκον γραμματείῳ μηρίνθῳ δεδεμένον περιεθήκατο τῇ δέρῃ. κἂν μὲν ἀψευδῇ τὸν ὅρκον, μένει κατὰ χώραν ἡ πηγή· ἂν δὲ ψεύδηται, τὸ ὕδωρ ὀργίζεται καὶ ἀναβαίνει μέχρι τῆς δέρης καὶ τὸ γραμματεῖον ἐκάλυψε. ταῦτα εἰπόντες καὶ τοῦ καιροῦ προελθόντος εἰς ἑσπέραν ἀπῄειμεν κοιμηθησόμενοι, χωρὶς ἕκαστος. (Αχιλλεύς Τάτιος, Τα περί Λευκίππην και Κλειτοφώντα, 8.12.1.1-6.3)

 

 

Αιγυπιός, Τιμάνδρα, Νεόφρων, Βουλίς

 

Ἀνθέως τοῦ Νομίονος ἐγένετο παῖς Αἰγυπιός· ᾤκει δὲ παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τῆς Θεσσαλίας καὶ αὐτὸν ἐφίλησαν θεοὶ ὁσιότητος ἕνεκα καὶ ἄνθρωποι ὅτι ἦν μεγαλόφρων καὶ δίκαιος. οὗτος ἰδὼν Τιμάνδρην ἠράσθη· μαθὼν δ᾽ ὅτι ἀνδρὸς ἦν χήρα, πείσας χρήμασιν ἐμίγνυτο φοιτῶν εἰς τὰ ἐκείνης οἰκεῖα. πρὸς δὲ τοῦτο Νεόφρων ὁ παῖς τῆς Τιμάνδρης χαλεπῶς εἶχε (τῷ Αἰγυπιῷ δ᾽ ἦν ἡλικιώτης) κἀκείνῳ δόλον ἐβούλευε. δοὺς <δ᾽ οὖν> πλεῖστα δῶρα καὶ ἀναπείσας Βουλίδα τὴν Αἰγυπιοῦ μητέρα καὶ ἀγαγὼν εἰς τὰ οἰκεῖα εὐνάζεται σὺν αὐτῇ· προμαθὼν δὲ τὴν ὥραν, ἣν εἰώθει παρὰ Τιμάνδρην ὁ Αἰγυπιὸς φοιτᾶν, τὴν μὲν αὐτοῦ μητέρα καθ᾽ ἥντινα πρόφασιν ἐκ τῆς οἰκίας μετέστησεν, ἀντὶ δ᾽ ἐκείνης τὴν Αἰγυπιοῦ μητέρα παρήγαγεν εἰς τὸν οἶκον ὡς ἐπανήξων πρὸς αὐτὴν καὶ ἀμφοτέρους ἐξηπάτησεν. Αἰγυπιὸς δ᾽ οὐδὲν ἐπιλεξάμενος ὧν εἰς αὐτὸν ἐμηχανᾶτο Νεόφρων μίγνυται τῇ μητρὶ δοκῶν εἶναι Τιμάνδρην· καὶ ἐπεὶ αὐτὸν ὕπνος ἔλαβεν, ἡ Βουλὶς ἔγνω τὸν παῖδα τὸν ἑαυτῆς· καὶ ἀναλαβοῦσα ξίφος ἐβούλευεν ἐκείνου μὲν τὰς ὄψεις ἀφελέσθαι, ἑαυτὴν δὲ κτεῖναι· βουλῇ δ᾽ Ἀπόλλωνος ἀνίησι τὸν Αἰγυπιὸν ὁ ὕπνος· ὁ δὲ γνοὺς οἷον ἔργον ἐμηχανήσατο Νεόφρων ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβλέψας ηὔξατο σὺν ἑαυτῷ πάντα<ς> ἀφανισθῆναι. Ζεὺς δὲ μετέβαλεν εἰς ὄρνιθας καὶ ἐγένοντο Αἰγυπιὸς μὲν καὶ Νεόφρων αἰγυπιοὶ ὁμώνυμοι, χρόαν δὲ καὶ μέγεθος οὐχ ὅμοιοι, ἀλλὰ ἐλάττων ὄρνις αἰγυπιὸς ἐγένετο Νεόφρων, ἡ δὲ Βουλὶς ἐγένετο πῶυγξ καὶ αὐτῇ τροφὴν ἔδωκεν ὁ Ζεὺς μηδὲν ἐκ γῆς φυόμενον, ἀλλὰ ἐσθίειν ὀφθαλμοὺς ἰχθύος ἢ ὄρνιθος ἢ ὄφεως, ὅτι ἔμελλεν Αἰγυπιοῦ τοῦ παιδὸς ἀφελέσθαι τὰς ὄψεις· Τιμάνδρην δὲ ἐποίησεν αἰγιθαλλόν· καὶ ἐφάνησαν ἐπὶ ταὐτὸν οὐδέποθ᾽ οἱ ὄρνιθες οὗτοι. (Αντ. Λιβ., Μεταμορφώσεων συναγωγή 5)

 

 

Καύνιος έρως

 

Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για την παθολογία του έρωτα στη Ρητορική δηλώνει:

 

λέγω δὲ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ μέν, οἷον εἰ περὶ ἔρωτος εἴη τὸ ἐνθύμημα ὡς σπουδαῖος, ἡ ἔνστασις διχῶς· ἢ γὰρ καθόλου εἰπόντα ὅτι πᾶσα ἔνδεια πονηρόν, ἢ κατὰ μέρος ὅτι οὐκ ἂν ἐλέγετο Καύνιος ἔρως, εἰ μὴ ἦσαν καὶ πονηροὶ ἔρωτες. (Αρ., Ρητ., 1402a36-1402b3).

 

Ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ στον αιμομικτικό έρωτα του Καύνου για τη δίδυμη αδελφή του, τον οποίο χρησιμοποιεί ως παρά­δειγμα για να δείξει αφενός τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει ο έρωτας, αφετέρου για να τονίσει τη διττή πλευρά του, ότι δηλ. μπορεί να αποβεί θετικό πρά­γμα για τη ζωή του ανθρώπου αλλά και αρνητικό.

Τέλος, και ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρεται στην παροιμία Καύνιος έρως (=παράνομος, αιμομικτικός έρως).

 

 

Βυβλίδα και Καύνος

 

Ας μάθουν της Βυβλίδας τα δεινά, για ν' αγαπάνε φρόνιμα οι γυ­ναίκες

για κείνη τη Βυβλίδα σας μιλώ που πόθησε φριχτά τον αδερφό της.

Δεν ήτανε αγάπη αδελφική - αλλιώτικος ο πόθος της, και λάθος.

Δεν το 'νιωσε στην πρώτη του αρχή· κρυφόκαιγε η φωτιά μες στην καρδιά

της

και τα φιλιά που του 'δινε συχνά ποσώς δεν τα λογάριαζε για κρίμα,

μήτε τα χάδια και τις αγκαλιές όπως σφιχτά κρεμιόταν στο λαιμό του.

Τον αγαπούσε - αίμα κι αδερφός, κι όλο μ' αυτό το ψέμα ξεγελιόταν.

Αγάπη που ξεστράτισες μετά… Τώρα, σαν έρθει η ώρα να βρεθούνε,

ντύνεται και στολίζεται γι' αυτόν, θέλει γι' αυτόν να φαίνεται ωραία,

κι αν τύχει άλλη, πιο όμορφη, εκεί ζηλεύει που είναι όμορφη η άλλη.

Όμως κρατεί το πάθος της κρυφό· όσο κι αν έχει μέσα της καμίνι

την πεθυμιά της δεν την κάνει ευχή - μα το καμίνι μέσα της να καίει.

[…]

Δεν την κολάζει ελπίδα πονηρή, δεν είναι τέτοια η τόλμη της - στον ξύπνο.

Ύστερα πάλι σε ύπνο γαληνό, καθώς ο νους της χαλαρώνει, βλέπει

συχνά-πυκνά εκείνο που ποθεί. Μες στ' όνειρο μια νύχτα τα κορμιά τους

είδε να σμίγουν· ένιωσε ντροπή κι ας ήτανε στο λήθαργο πεσμένη.

Τινάχτηκε απάνω, σιωπηλά γυρίζαν οι σκηνές μες στο μυαλό της

κι ύστερα πήρε να μονολογεί, αμφίβολη μέσα στη σύγχυσή της:

«Φριχτές εικόνες νύχτας σιωπηλής, αλίμονο, τι θέλετε να πείτε;

Μη σώσουνε και βγουν αληθινά, δεν πρέπουν τέτοια όνειρα σε μένα.

Ωραίος είναι, όπως κι αν τον δεις, μάτι κακό αυτό δε θα τ' αρνιόταν.

Αρέσει· λογικά μπορεί κι εγώ στον έρωτα για κείνον να 'χα πέσει,

κι ο έρωτάς μας θα 'ταν ταιριαστός - πλην είμαστε αδέλφια, αυτό με

βλάφτει.

Ξύπνια ποτέ μη μπω σε πειρασμό! Αυτό ζητώ, κι αυτό μονάχα φτάνει!

Μόνο στον ύπνο, αν γίνεται, συχνά να έβλεπα αυτά που μόλις είδα…

[…]

Τα φέρνω στο μυαλό μου και μεθώ, κι ας ήταν όλα τόσο φευγαλέα,

κι ας έριξε με φθόνο βιαστική η νύχτα του ονείρου την αυλαία.

Ν' άλλαζα όνομα, αν ήταν δυνατό, να μοιραστώ τον έρωτα μαζί σου!

[…]

Να με φυλάξουν οι θεοί… Οι θεοί; Που είχαν αδερφές για ερωμένες;

Τη Ρέα, όμαιμή του κι αδερφή, την πήρε για γυναίκα του ο Κρόνος,

ο Ωκεανός επήρε την Τηθύ, του Όλυμπου ο άρχοντας την Ήρα.

Ωστόσο, άλλοι οι νόμοι για θεούς, άλλα των ουρανών τα συνοικέσια·

ίσως και να 'ναι λάθος να μετρώ τ' ανθρώπινα με αλλιώτικη μεζούρα.

Ένα απ' τα δυο: ή ξεριζώνω ευθύς την άνομη αγάπη απ' την καρ­διά μου

ή, αν δε βρω τη δύναμη γι' αυτό, να με προκάνει θέλω ο μαύρος χά­ρος

κι εκεί στο ξόδι μου, άψυχο κορμί, να με νεκροφιλήσει ο αδερφός μου.

Μα πώς ν' αποφασίσω μοναχή; Να μη γνωρίζει αυτός τι συλλογιέμαι;

Πες πως εγώ το βρίσκω ταιριαστό, αλλά σ' εκείνον φαίνομαι κακούργα…

[…]

υπάρχει λύση: γράμμα μυστικό θα πει τον πόνο μου, θα πει τα μυ­στικά

μου».

Της φάνηκε πως έκανε καλά, κι οι δισταγμοί αφήκαν το μυαλό της.

Ανάγειρε στην κλίνη το κορμί και στηριγμένη πάνω στον αγκώνα

«ας μάθει», λέει, «πως έχω τρελαθεί· το ν έρωτα μου ας ομολογήσω!

Τραβάω τώρα ίσια στο γκρεμό, φωτιά και λάβρα ό,τι συλλογιέμαι».

Γράφει εκείνα που 'χει στο μυαλό. Σαν την ψυχή της έτρεμε το χέρι,

κρατάει τη γραφίδα στο δεξί, τη δέλτο στο άλλο για να γράψει απάνω.

[…]

«[…]

Σε λαχταρώ και σ' έχω ερωτευτεί, στο χέρι σου η ζωή κι ο θάνα­τός μου.

Εσύ θ' αποφασίσεις ποιο απ' τα δυο. Δεν ειν' εχθρός που σε παρα­καλάει,

ικέτιδα στα πόδια σου αυτή που όντας κιόλας πλάι σου γυρεύει

αχώριστα με σένα να ενωθεί και να σφιχτεί απάνω σου δεμένη.

[…]

θα 'μαστε αδερφός και αδερφή και θα 'χουμε κρυφό τον έρωτά μας.

Έχω το ελεύθερο μαζί σου να μιλώ, χώρια και μακριά από τούς άλ­λους,

σαν αδερφή σου που είμαι φανερά παίρνεις τις αγκαλιές και τα φιλιά μου.

[…]».

Τόσα χαμένα λόγια - η γραφή απλώνονταν στο κερωμένο ξύλο,

φτάνοντας ως την άκρη χαμηλά την τελευταία αράδα του μαντάτου.

[…]

Παράγγειλε έναν δούλο της να 'ρθει, κι απ' τη ντροπή της ήταν ξα­ναμμένη.

Τρέμοντας τον καλόπιασε «Πιστό, καλό μου παλικάρι, σύρε αμέσως

να δώσεις…» (λίγο κόμπιασε εδώ) «…στον αδερφό μου τούτο εδώ το

γράμμα».

Έκανε να τη δώσει, κι η γραφή έπεσε καταγής - κακό σημάδι.

Αψήφησε την κακοσημαδιά, και το 'στειλε. Ο δούλος βρήκε ώρα

και τα φανερωμένα της γραφής επήγε και παράδωσε στον Καύνο.

Σαν αστραπή τον βάρεσε η οργή· μέσα στη σαστιμάρα του εκείνος

το γράμμα διαβασμένο ως τα μισά αφήνοντας το πέταξε μακριά του

κι όρμηξε του τρεμάμενου παιδιού ν' αρπάξει το λαρύγγι με το χέρι:

[…]

Έφυγε ο δούλος μες στην ταραχή να φέρει το μαντάτο στην κυρά του,

πως έγινε ο Καύνος σα θεριό. Το άκουσε και χλόμιασε η Βυβλίδα -

της πλάκωσε μια ψύχρα την καρδιά και το κορμί της σα παραλυμένο.

[…]

κι όμως ορέγεται ξανά τη δοκιμή. Η δυστυχής δοκίμασε τα πάντα,

τα πάντα καταλήξαν στο μηδέν, εκείνος την κρατούσε μακριά του.

Στην τρέλα δε φαινόταν τελειωμός, έτσι ο Καύνος σκέφτηκε ν' αφήσει

το αίσχος και μαζί το πατρικό, να χτίσει άλλη πόλη σ' άλλα μέρη.

Λένε πως τότε μες στην ταραχή ξεσάλωσε η κόρη της Μιλήτου·

την έκανε η θλίψη μανιακή, ξέσκιζε ό,τι απάνω της φορούσε

και σα μαινάδα με τον οδυρμό μελάνιαζε τα στήθια και τα μπράτσα.

Της σάλεψε, το ξέρουν όλοι πια, κι αυτή ό,τι ανόσιο λαχταρούσε

τ' ομολογάει τώρα όπου σταθεί κι αναζητεί του πρόσφυγα τα χνάρια.

Τώρα που ο Καύνος έφυγε μακριά, πατρίδα σπίτι αδιάφορα για κείνην.

Σαν τις πιστές στον Ίσμαρο ψηλά, όταν τις κρούει ο θύρσος και βακχεύουν

στου τρίτου χρόνου απάνω τη γιορτή, καθώς τιμούν τον Βάκχο συ­ναγμένες,

παρόμοια ολόλυζε κι αυτή γυρνώντας στα χωράφια και τους κάμπους -

μάρτυρες της Βουβάσσου οι κοπελιές. Πορεύτηκε κατόπι σ' άλλα μέρη

τους Λέλεγες περνώντας κι από κει στις χώρες της Λυκίας και τους Κάρες.

Διάβηκε τα νερά των ποταμών, τον Κράγο και τον Λίμυρο, τον Ξάνθο,

κι έφτασε ως τη ράχη του βουνού, της Χίμαιρας μονιά, που 'χει κε­φάλι

από λιοντάρι, του φιδιού ουρά κι ένα κορμί που ανασαίνει φλόγες.

Τον γύρεψες σε δάση και βουνά κι αποσταμένη κόπασες, Βυβλίδα.

Σωριάστηκες στο χώμα το σκληρό, με τα μαλλιά της κεφαλής χυμένα,

κρύβεις την όψη μες στις φυλλωσιές που στρώσανε τα δέντρα στο ρουμάνι.

Νύμφες πάσχιζαν κι άλλα ξωτικά με χέρι τρυφερό να σε σηκώσουν,

τον έρωτά σου τούτο τον πικρό πώς να τον γιάνεις όλες σε ορμήνευαν,

κουράγιο δίναν και παρηγοριά - κι ήταν κλειστά τ' αφτιά σου στις

ορμήνειες.

Αμίλητη πλαγιάζεις καταγής, κρατείς σφιχτά στα νύχια το χορτάρι

κι από τα μάτια δάκρυ ποταμός την πρασινάδα ολόγυρα νοτίζει.

Μια φλέβα δάκρυ δίχως τελειωμό λένε πως της χάρισαν οι Ναϊάδες,

κι ήταν το δάκρυ δώρο ταιριαστό, αστείρευτο να της κρατεί το κλάμα.

Σαν τις χοντρές σταγόνες ρετσινιού που βγάζει χαρακιά πάνω σε πεύκο,

σαν κατραμιού απόσταγμα παχύ, και σα νερό πρώτα κρουσταλλιασμένο

που λειώνει στου ζέφυρου την πνοή, του ερχομού της άνοιξης σημάδι,

σα χιόνι σε λιακάδα λαμπερή όταν πρωί το βρίσκει η ηλιαχτίδα,

έτσι κυλάει το δάκρυ της στη γη - και μες στο δάκρυ έλιωσε η Βυβλίδα.

Και γένηκε πηγή σε λαγκαδιά που τ' όνομα της κόρης έχει πάρει

και βγάνει ίσαμε σήμερα νερό πλάι σε πυκνό κατάμαυρο πουρνάρι.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 9. 454-665, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η μεταμόρφωση της Βυβλίδος

 

εἰς τὸ πλησίον ὄρος παρελθοῦσα ῥίπτειν ἑαυτὴν ἐπεχείρησε, νύμφαι δὲ κατέσχον οἰκτείρασαι καὶ πολὺν ὕπνον ἐνέβαλον καὶ αὐτὴν ἤλλαξαν ἀπ᾽ ἀνθρώπου εἰς δαίμονα καὶ ὠνόμασαν ἁμαδρυάδα νύμφην Βυβλίδα καὶ ἐποιήσαντο συνδίαιτον ἑταιρίδα. καλεῖται δὲ καὶ τὸ ῥέον ἐκ τῆς πέτρας ἐκείνης ἄχρι νῦν παρὰ τοῖς ἐπιχωρίοις Δάκρυον Βυβλίδος. (Αντ. Λιβ., Μεταμορφώσεων συναγωγή 30.4.2-7)

 

 

Σμύρνας μεταμόρφωση

 

Η οργή της Αφροδίτης (επειδή δεν την τιμούσε [η Σμύρνα]) την παρακίνησε να ερωτευτεί τον πατέρα της [Θείαντα, βασιλιά των Ασσυρίων], και με συνεργό την τροφό της εξαπάτησε τον πατέρα της και ενώθηκε μαζί του για δώδεκα νύχτες. Όταν εκείνος το κατάλαβε, τράβηξε το σπαθί του και την καταδίωξε· και η κοπέλα, τη στιγμή που ήταν να την πιάσει, προσευχήθηκε στους θεούς να εξαφανιστεί. Και επειδή οι θεοί τη λυπήθηκαν, τη μεταμόρφωσαν σε δέντρο, αυτό που ονομάζουν σμύρνα. Ύστερα από δέκα μήνες, το δέντρο έσκασε και γεννήθηκε το παιδί που πήρε το όνομα Άδωνις […]. (Απολλόδωρος, 3.183-184)

 

 

Ο Καινέας στην Ιλιάδα

 

Και ακούσετέ με, ότ' είσθε σεις κι οι δυο νεότεροί μου,

ότι με άνδρες έσμιξα πολύ καλύτερούς σας,

σ' άλλους καιρούς και αυτοί ποσώς δεν μ' εκαταφρονούσαν.

Άνδρες δεν είδα ή θα ιδώ ποτέ μου ωσάν εκείνους,

Πειρίθοον και Δρύαντα, καλόν λαών ποιμένα,

Καινέα και Εξάδιον, Πολύφημον τον θείον

και ακόμα τον ισόθεον Θησέα τον Αιγείδην,

ωσάν αυτούς ανίκητοι θνητοί δεν γεννηθήκαν,

σφόδρ' ανδρειωμένοι εμάχονταν με σφόδρ' ανδρειωμένους,

μ' άγρια θεριά βουνίσια, και, ω θαύμα, τ' αφανίσαν·

(Ιλ. Α 262-268, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

 

Το παράδειγμα του Καινέα στους Νόμους του Πλάτωνα

 

Ποια ποινή όμως αξίζει σ' αυτόν που τράπηκε σε φυγή παρατώντας τα όπλα που είχε για την προστασία του; Δυστυχώς, είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να κάνει αυτό που λέγεται ότι έκανε κάποτε ο θεός στον Καινέα τον Θεσσαλό, τον οποίο μετάβαλλε από γυναίκα σε άνδρα. Η πιο κατάλληλη τιμωρία για ένα στρατιώτη που πετά τα όπλα του παρασυρμένος από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης θα ήταν το αντίθετο, να γίνει δηλαδή από άνδρας γυναίκα. Για να του δώσουμε την ευκαιρία να ζήσει με ασφάλεια μέσα στην ντροπή της δειλίας του, θα θεσπίσουμε τον παρακάτω νόμο: Αν κάποιος καταδικαστεί για επονείδιστη εγκατάλειψη των όπλων του στον πόλεμο, κανένας στρατηγός ή αξιωματικός δεν πρέπει να τον μεταχειριστεί ξανά ως στρατιώτη ή να του αναθέσει οποιαδήποτε υπηρεσία. Αν το κάνει, θα λογοδοτήσει στον ελεγκτή που θα τον καταδικάσει να πληρώσει πρόστιμο χιλίων δραχμών, εφόσον ανήκει στην ανώτερη τάξη, πεντακοσίων στη δεύτερη, τριακοσίων στην τρίτη και εκατό στην τέταρτη. Αυτός που θα καταδικαστεί για δειλία, πέρα από τον αποκλεισμό του από τη στρατιωτική υπηρεσία, θα καταβάλει επίσης τα ίδια ποσά με τον παραπάνω αξιωματικό. (Πλ., Νόμοι 944e)

 

 

Γύρω από της Πειρήνης το νερό

 

Άκουσα κάποιον πόλεγε, χωρίς εγώ

να δείξω πως προσέχω, σαν πλησίασα

προς τα πεζούλια που οι γερόντοι κάθουνται,

τριγύρω στης Πειρήνης το ιερό νερό,

πως τα παιδιά με τη μάννα τους

θα διώξει από τη χώρα τούτη ο Kρέοντας,

του τόπου ο αφέντης. Aλλ' αν είναι αληθινό,

δεν ξέρω, κι είθε να μη γένει αυτό ποτέ.

(Ευρ., Μήδεια 67-74)

 

 

Ο Ακταίων κυνηγός

 

«Όλα μας πήγαν σήμερα καλά, συντρόφοι μου, σαΐτες και κοντάρια,

τα δίχτυα, τα δοκάνια, οι παγανιές μουσκέψανε στων αγριμιών το αίμα.

Πρωί-πρωί, χαράματα γλυκά, με τις δροσιές της ρόδινης Αυγούλας

πιάνουμε το μεράκι μας ξανά. Τώρα μεσουρανεί ο Φοίβος ήλιος,

το μεσημέρι λαύρα και φωτιά, πυρώνει και αχνίζει γύρω ο τόπος.

Τέρμα προσώρας τούτη η δουλειά, μαζέψτε τα σφιχτόπλεχτά μας δίχτυα».

(Οβ., Μετ. 3. 148-153, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Το λουτρό της Άρτεμης

 

Από δεξιά μια γάργαρη πηγή ανάβλυζε νεράκι που η συρμή του

κελάρυζε σε λάκκωμα πλατύ ζωσμένο ένα γύρο από γρασίδι.

Εδώ το 'χε συνήθειο η θεά των ρουμανιών, κατάκοπη απ' τη θήρα,

το άχραντο παρθενικό κορμί να λούζει στο κρυστάλλινο το νάμα.

Έφτασε, όπως πάντα, στην πηγή. Έδωσε ευθύς σε μιαν από τις νύμφες,

υπεύθυνη για την αραματωσιά, το δόρυ, τη φαρέτρα και το τόξο.

Απόθεσε το πέπλο της μετά στο απλωμένο μπράτσο κάποιας άλλης,

της λύσαν τα σαντάλια άλλες δυο, και η Κροκάλη, απ' όλες τους πιο άξια,

της Άρτεμης την κόμη που λυτή σκορπίζονταν στους ώμους και την πλάτη

τη μάζεψε σε κότσο - τα μαλλιά της ίδιας της Κροκάλης ήταν σκόρπια.

(Οβ., Μετ. 3. 161-170, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ο σπαραγμός του Ακταίωνα

 

Εκείνος [ο Ακταίων] τρέχει - θήραμα εκεί που κάποτε ο ίδιος κυνηγούσε,

πασχίζει να γλιτώσει απ' τα σκυλιά που κάποτε τον ήξεραν αφέντη.

Θέλει να τους φωνάξει «είμαι εγώ! γνωρίστε τον αφέντη σας! ο Ακταίων!»·

μα του λείπει η μιλιά, κι εκείνα ν' αλυχτάνε μες στ' αφτιά του.

Ο Μαυρομάλλης πήρε την πρωτιά και έμπηξε τα δόντια του στη ράχη,

του χύμηξε κατόπιν ο Φονιάς, στον ώμο του καρφώθηκε ο Βουνίτης.

[…]

όλα μαζί δαγκώνουν το κορμί του -

αδάγκωτη δεν έμεινε μεριά. Βογγάει αυτός· δεν έλεγες πως είναι

ανθρώπινο αυτό το βογγητό, κι ωστόσο δε βογγούσε σαν ελάφι·

στις ράχες που τις γνώριζε καλά αντιλαλούσε το παράπονό του,

πεσμένος με τα γόνατα στη γης, σαν κάποιος που προσεύχονταν, ικέτης,

γυρόφερνε το βλέμμα σιωπηλά λες κι άπλωνε τα χέρια στον εχθρό του.

(Οβ., Μετ. 3. 228-241, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ίτυς

 

Έβλεπε χάρο το παιδί, γι' αυτό άπλωνε τα χεράκια του ικέτης,

«μάνα, μανούλα» φώναζε, κι εκεί που έκανε στον κόρφο της να γείρει

του έμπηξε η Πρόκνη το σπαθί ανάμεσα σε στέρνο και παΐδια.

Το τρύπησε χωρίς ν' αποστραφεί - μια μαχαιριά και δε χρειάστηκε άλλη

για το κορμάκι που ήταν λιγοστό· του άνοιξε κατόπι το λαρύγγι.

Νεκρό κορμάκι που άχνιζε ζωή, δυο αδελφές μαζί το κομματιάσαν.

Πήρανε χύτρες μπρούτζινες βαθιές και έριξαν τα μέλη του να βράζουν,

τα σωθικά τα σούβλισαν - παντού απομεινάρια, αίματα και λύθρες.

(Οβ., Μετ. 6.639-646, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η μεταμόρφωση της Ίφιδος

 

Τραντάχτηκε, της φάνηκε [της Τελέθουσας], ο βωμός (και τράνταγμα στ'

αλήθεια είχε γίνει),

σειστήκανε οι θύρες του ναού, τα κέρατα που μοιάζαν τη σελήνη

ανάλαμψαν, τα σείστρα της θεάς με θόρυβο μεγάλο κροταλίσαν -

καλό σημάδι, χάρηκε, αλλά οι έγνοιες την καρδιά της δεν αφήσαν.

Βγήκε απ' της θεάς το ιερό· η κόρη ακολουθεί τα βήματά της,

αλλά με βήμα τώρα πιο ανοιχτό· αλλάζει κι η λευκάδα της χιονάτης της

όψης της, πιο δυνατό κορμί, και στη θωριά της κάτι είχε σκληρύνει,

της κεφαλής η κόμη πιο κοντή κι αχτένιστη, σαν αγοριού και κείνη.

Είχε γυναίκεια δύναμη πιο πριν, αντρίκειο σφρίγος νιώθει να 'χει τώρα.

Κι αγόρι είχε γίνει, αληθώς! Ναι, στη θεά προσφέρετε τα δώρα,

χαρείτε άφοβα. Εκρέμασαν ευθύς τις προσφορές στου ιερού τον τοίχο

κι απάνω, ευχαριστώντας τη θεά, εσκάλισαν τούτον εδώ το στίχο:

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΦΙ: ΤΑΜΑ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΞΕΠΛΗΡΩΝΕΙ ΣΑΝ ΑΓΟΡΙ.

Την άλλη μέρα ήλιος λαμπερός απλώνονταν σε θάλασσες και όρη·

όλοι του γάμου άγιοι και θεοί μαζώχτηκαν, χαρά γαμπρού και νύφης,

και έτσι, άντρας πια κανονικός, επήρε την Ιάνθη του ο Ίφις.

(Οβ., Μετ. 9.782-797, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η ιστορία της Ιώς από τον Απολλόδωρο

 

Από τον Άργο και την κόρη του Ασωπού Ισμήνη γεννήθηκε ένας γιος, ο Ίασος, από τον οποίο λένε ότι γεννήθηκε η Ιώ. Όμως ο χρονικογράφος Κάστορας και πολλοί από τους τραγικούς ισχυρίζονται ότι η Ιώ ήταν κόρη του Ίναχου, ενώ ο Ησίοδος και ο Ακουσίλαος τη θεωρούν κόρη του Πειρήνα. Την περίοδο που αυτή ήταν ιέρεια της Ήρας, τη διέφθειρε ο Δίας. Επειδή όμως η Ήρα τους έπιασε επ' αυτοφώρω, αυτός άγγιξε την κόρη και τη μεταμόρφωσε σε λευκή αγελάδα, ενώ αρνήθηκε με όρκους ότι είχε βρεθεί ερωτικά με αυτήν· γι' αυτό ο Ησίοδος λέει ότι οι όρκοι που δίνονται για χάρη του έρωτα δεν προκαλούν την οργή των θεών. Η Ήρα ζήτησε από τον Δία την αγελάδα και έβαλε τον Άργο, που τα έβλεπε όλα, να τη φυλάει· γι' αυτόν ο Φερεκύδης λέει ότι ήταν γιος του Αρέστορα, ο Ασκληπιάδης του Ίναχου, ο Κέρκοπας του Άργου και της Ισμήνης, κόρης του Ασωπού· ο Ακουσίλαος πάλι λέει ότι ήταν ντόπιος, γηγενής. Αυτός, λοιπόν, την κρατούσε δεμένη στον κορμό μιας ελιάς που υπήρχε μέσα στο άλσος των Μυκηνών. Όταν ο Δίας διέταξε τον Ερμή να κλέψει την αγελάδα, επειδή στάθηκε αδύνατο να το κάνει κρυφά, καθώς ο Ιέρακας φανέρωσε το σχέδιο, έριξε μια πέτρα και σκότωσε τον Άργο, γι' αυτό και αποκλήθηκε Αργειφόντης. Ύστερα από αυτό η Ήρα στέλνει πάνω στην αγελάδα μιαν αλογόμυγα, κι αυτή έφτασε στην αρχή στον κόλπο που από εκείνη ονομάστηκε Ιόνιο, στη συνέχεια διέσχισε την Ιλλυρία, πέρασε τον Αίμο και διάβηκε το στενό που ως τότε ονομαζόταν Θράκιο, τώρα όμως Βόσπορος από εκείνη (βοῦς + πόρος < πορεύομαι). Από εκεί έφυγε για τη Σκυθία και τη χώρα των Κιμμερίων και, αφού περιπλανήθηκε σε στεριές και πέρασε πολλές θάλασσες της Ευρώπης και της Ασίας, έφτασε τελικά στην Αίγυπτο, όπου, ξαναπαίρνοντας την αρχική μορφή της, γέννησε κοντά στον Νείλο ποταμό τον γιο της Έπαφο. Αλλά η Ήρα ζήτησε από τους Κουρήτες να τον κλέψουν· κι αυτοί τον έκλεψαν. Όταν ο Δίας κατάλαβε τι είχε γίνει, σκότωσε τους Κουρήτες, ενώ η Ιώ άρχισε να αναζητά το παιδί της από τόπο σε τόπο. Αφού περιπλανήθηκε σε ολόκληρη τη Συρία (γιατί έμαθε ότι εκεί η γυναίκα του βασιλιά των Βυβλίων μεγάλωνε τον γιο της), βρήκε τον Έπαφο και, αφού ήλθε στην Αίγυπτο, παντρεύτηκε τον Τηλέγονο, που τότε κυβερνούσε τους Αιγυπτίους. Έστησε και άγαλμα της Δήμητρας, την οποία οι Αιγύπτιοι ονόμασαν Ίσιδα και το ίδιο αποκαλούσαν και την Ιώ, Ίσιδα. (Απολλόδωρος 2.1.3)

 

 

Διός και Ερμού συνομιλία περί Ιούς

 

ΖΕΥΣ: Ερμή, γνωρίζεις την κόρην του Ιανάχου, την ωραίαν εκείνην;

ΕΡΜ.: Την Ιώ, μάλιστα.

ΖΕΥΣ: Δεν είναι πλέον κόρη, αλλά δάμαλις

ΕΡΜ.: Τρομερόν! Και πώς μετεμορφώθη ούτω;

ΖΕΥΣ: Η Ήρα εζηλοτύπησε και την μετεμόρφωσε. Αλλά δεν περιωρίσθη μόνον να της κάμη αυτό το κακόν· εμηχανεύθη και κάτι άλλο δια την δυστυχή εκείνην. Την παρέδωκεν εις ένα βουκόλον πολυόμματον, Άργον ονομαζόμενον, ο οποίος την συνοδεύει εις την βοσκήν και την επιτηρεί μένων άυπνος.

ΕΡΜ.: Τι πρέπει λοιπόν ημείς να πράξωμεν;

ΖΕΥΣ: Να πετάξης κάτω εις την Νεμέαν -εκεί δε κάπου διατρίβει ο Άργος με την δάμαλιν- και αυτόν μεν φόνευσε, την δε Ιώ μετάφερε εις την Αίγυπτον και κάμε την Ίσιν. Και του λοιπού ας είνε θεότης των εκεί, ας προκαλή τας πλημμύρας του Νείλου, ας πέμπη άνωθεν τους ανέμους και ας προστατεύη τους ταξιδεύοντας. (Λουκ., Θεών διάλ. 3, μετ. Ι. Κονδυλάκη)

 

 

Συνέπειες από την εξαφάνιση της Ιώς

 

[…] ο Ίναχος, ο βασιλιάς των Αργείων, του οποίου η θυγατέρα Ιώ είχε εξαφανισθεί, έστειλε τον Κύρνο, έναν από τους αξιωματούχους του, με αξιόλογη δύναμη και τον πρόσταξε να αναζητήσει την Ιώ σε όλα τα μέρη και να μην επιστρέψει, αν δεν τη φέρει ζωντανή. Και ο Κύρνος, αφού περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη της οικουμένης και δεν μπόρεσε να τη βρει, κατέπλευσε στην Καρία και αποβιβάστηκε στη Χερρόνησο [στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Ρόδο] […]. Και χάνοντας κάθε ελπίδα επιστροφής στην πατρίδα, εγκαταστάθηκε στη Χερρόνησο, και λίγο με την πειθώ, λίγο με τη βία έγινε βασιλιάς σε ένα μέρος της χώρας κι έκτισε την ομώνυμη πόλη Κύρνο. Και ακολουθώντας φιλολαϊκή πολιτική, έγινε πολύ αγαπητός στους συμπολίτες του. (Διόδωρος 5.60.4-5)

 

 

Η αρπαγή της Ιώς και οι Περσικοί πόλεμοι

 

[1.1.1] Οι γραμματισμένοι Πέρσες βρίσκουν τους Φοίνικες αίτιους της έχθρας· λεν δηλαδή πως αυτοί, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά σε τούτη εδώ τη θάλασσα, αφού κατοίκισαν το χώρο που και τώρα κατοικούν, άρχισαν αμέσως με μακρινά ταξίδια, μεταφέρνοντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά, να πιάνουν και σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος. [1.1.2] Το Άργος εκείνα τα χρόνια σε όλα ξεχώριζε ανάμεσα στις πόλεις της χώρας που τώρα ονομάζεται Ελλάδα. Πως έφτασαν λέει σ' αυτό το Άργος οι Φοίνικες και ξεπουλούσαν το φορτίο τους. [1.1.3] Όμως την πέμπτη ή την έχτη μέρα αφότου έφτασαν και όταν σχεδόν τα είχαν όλα ξεπουλήσει, πως κατέβηκαν στη θάλασσα και άλλες πολλές κοπέλες και ανάμεσά τους η θυγατέρα του βασιλιά· το όνομά της ήταν το ίδιο που λεν και οι Έλληνες, Ιώ του Ινάχου. [1.1.4] Πως αυτές στάθηκαν στην πρύμη του καραβιού κι αγόραζαν από τις πραμάτειες ό,τι τραβούσε η καρδιά τους πιο πολύ, και οι Φοίνικες συνεννοημένοι όρμησαν πάνω τους. Πως βέβαια οι πιο πολλές ξέφυγαν, όμως την Ιώ μαζί με άλλες την άρπαξαν, τη βάλαν στο καράβι και γρήγορα άνοιξαν πανιά για την Αίγυπτο. [1.2.1] Έτσι διηγούνται οι Πέρσες πως η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο, όχι όπως οι Έλληνες, και πως αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. (Ηρόδοτος, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

 

 

Ιούς έρωτες και πάθη

 

Χο: Στης Ήρας τους ναούς εδώ, στου Άργους τη χώρα,

η Ιώ δε λένε κλειδοκράτισσα πως ήταν;

Βα: Ήτανε βέβαια, κι όλοι αυτό το λόγο ξέρουν.

Χο: Μήπως ακόμα έχουν να πουν και πως την πήρε

ο Δίας, κόρη αυτή θνητή, στην αγκαλιά του;

Βα: Κι οι αγάπες των κρυφές δε μείνανε απ' την Ήρα.

Χο: Και πώς των δυο θεών η αμάχη επήρε τέλος;

Βα: Την κόρη η αργεία θεά την έκανε αγελάδα.

Χο: Κι ο Δίας δεν την πλησίασε κι έτσι αλλαγμένη;

Βα: Λέγουν· αφού μορφή βαρβάτου επήρε ταύρου.

Χο: Τι λοιπόν τότε η δυνατή του Δία γυναίκα;

Βα: Φυλάχτορα της έβαλε που τα 'βλεπε όλα.

Χο: Ποιο γελαδάρη λες, αυτόν πο' βλεπε ολούθε;

Βα: Το γιο της γης, που σκότωσε ο Ερμής· τον Άργο.

Χο: Τι άλλο κακό στην άμοιρη έδωσε αγελάδα;

Βα: Τη μύγα που κινά τα βόδια σ' άγριο δρόμο.

Χο: Οίστρο τη μύγα αυτή τη λεν κάτω στο Νείλο.

Βα: Κι έτσι απ' τη χώρα σε μακρούς τη βάζει δρόμους.

Χο: Σύμφωνα κι όλα αυτά μ' όσα εγώ ξέρω μου είπες.

Βα: Τέλος λοιπόν στον Κάνωβο ήρθε και στη Μέμφη.

Χο: Κι ο Δίας φυτεύει τη γενιά της με άγγιγμά του.

Βα: Και ποιο Διογέννητο απ' αυτήν μοσκάρι εβγήκε;

(Αισχ., Ικ. 291-315, μετ. Ι. Γρυπάρης)

 

 

Οἶστρος

 

ΙΩ: Ωχ! αλί κι απ' αλί!

Πάλι αρχίζει σπασμός και μανίας ταραγμός

να πυρώνει το νου μου, και τρέλας κεντρί

με φωτιά δίχως φλόγα μ' ανάφτει.

Μες στα στήθια από τον τρόμο λαχτίζ' η καρδιά,

τροχοφέρνουν τα μάτια ένα γύρο

κι όξω δρόμου με παίρνει και φέρνει όξω νου

η άγρια μπόρα της λύσσας και δεν κυβερνώ

πια τη γλώσσα· μα λόγια άλλ' άντ' άλλα θολά

με της μαύρης τα κύματα της συμφοράς

μιαν έρχονται, μια πάνε.

(Αισχ., Προμ. 877-886, μετ. Ι. Γρυπάρης)

 

 

Όνειρα και πάθη

 

Συχνά τη νύχτα στην παρθενική μου κλίνη

ερχόνταν υπνοφαντασιές και με πλάνευαν

με λόγια δολερά: «Ω τρισευτυχισμένη,

πώς κάθεσαι τόσον καιρό παρθένα ακόμη,

ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη;

γιατ' έχει ο Δίας φλογιστεί απ' του έρωτά σου

τα βέλη, και να μοιραστεί ποθεί μαζί σου

τη γλύκα της αγάπης σου· μα μη αποστρέψεις

του Δία τους γάμους κ' έβγα, κόρη, στα λιβάδια

της Λέρνας, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια,

για να χορτάσει ο πόθος σου του Δία το μάτι."

Τέτοια όνειρα με τάραζαν όλες τις νύχτες

την άμοιρη, ως που τόλμησα να κάμω λόγο

στον πατέρα γι' αυτά των ύπνων μου τα σκιάχτρα.

Και κείνος στέλνει στην Πυθώ και στη Δωδώνη

συχνούς θεοπρόπους, για να μάθει, τι αν θα κάμει

ή τι αν θα πει, τους θεούς θέλει ευχαριστήσει.

Μα δυσαπείκαστους χρησμούς γυρνώντας φέρνουν,

σκοτεινά και τυφλά κι αξεδιάλυτα λόγια.

ως που μες στα πολλά ξάστερος ήρθε λόγος

στον Ίναχο, προστάζοντας και λέγοντάς του

έξω απ' τα σπίτια κι απ' τη χώρα να με διώξει

για να πλανιέμαι απόλυτη στης γης τις άκρες.

κι αν δε θελήσει, κεραυνός φωτιά απ' το Δία

θα 'ρθει π' όλο το γένος του θα ξολοθρέψει.

Σε τέτοιους του Λοξία χρησμούς υποταγμένος

μ' έβγαλε και μ' απόδιωξε μέσ' απ' το σπίτι

άθελ' αυτός άθελα εγώ· μα να το πράξει

με βία του Δία τον έσφιγγε το χαλινάρι.

Κι αμέσως μου παράλλαξε η μορφή κι ο νους μου.

κ' έτσι με κέρατα στο μέτωπο, ως με βλέπεις,

μ' οξύ κεντρί βοϊδόμυιγας φαρμακεμένη

με ξώφρενα σκιρτήματα κατά το ρέμα

της Κέρχνης χύμηξα και τις πηγές της Λέρνας.

και βοϊδολάτης γίγαντας ατόφυος, ο Άργος,

ξακλούθα με είχε ο αμέρωτος με μύρια μάτια

πίσω απ' τα χνάρια μου· ως που απάντεχος ο χάρος

τον πήρε ξάφνου, μα με θεϊκιά βουκέντρα

μυγοκέντητη εγώ σε γη από γης πλανιούμαι.

(Αισχ., Προμ. 645-682, μετ. Ι. Γρυπάρης)

 

 

Η μεταμόρφωση της Ιώς/δαμάλας σε Ιώ/γυναίκα

 

Δεν είχε τόπο που να τη χωρεί, παράδερνε τυφλή στο μέγα κόσμο,

μα φτάνοντας στου Νείλου τα νερά έλαβαν τέλος όλα της τα πάθη.

Εγύρεψε την ακροποταμιά· κατάκοπη περπάτησε ως τον όχτο,

έπεσε καταγής γονατιστή και γέρνοντας ξοπίσω το κεφάλι

εκοίταξε ψηλά στον ουρανό - ικέτιδα μονάχα με το βλέμμα.

Ακούγονταν βαρύ το βογγητό, δάκρυ μαζί και μούγκρισμα θλιμμένο,

παράπονο στον Δία και ευχή να πάψει τον μεγάλο παιδεμό της.

Την άκουσε εκείνος, τρυφερά αγκάλιασε την Ήρα και της είπε

«θαρρώ πως έβγαλες το άχτι σου, αρκεί! Και όσο αφορά τα περαιτέρω,

θα έλεγα να μην ανησυχείς. Τελείωσα μ' αυτήν, αντίζηλό σου

να μη τη λογαριάζεις εφεξής» - και πήρε όρκο επίσημα, στη Στύγα.

Και σαν μαλάκωσε της Ήρας η καρδιά, εκείνη πήρε πίσω τη μορφή της,

κι έγινε αυτή που ήτανε ξανά. Πάνε οι τρίχες, πάει και το τομάρι,

τα κέρατά της άφαντα κι αυτά, τ' αγελαδίσια μάτια της στενεύουν,

χέρια και πλάτες πάλι ανθρωπινά, το στόμα της στη θέση της μουσούδας,

νύχια ξανά και δάχτυλα οι οπλές, διαιρεμένες όλες δια του πέντε -

ένα μονάχα μένει απ' τη μορφή τη δαμαλίσια, το χιονάτο χρώμα.

Σηκώνεται από χάμω τελικά, στέκεται ευτυχής στα δυο της πόδια,

αλλά δεν ομιλεί προς το παρόν - φοβάται μη μουγκρίσει, σαν τα βόδια.

Της έλειψε η λαλιά επί μακρόν, μα προσπαθεί και θα τα καταφέρει,

και σήμερα, ως Ίσις και θεά, λατρεύεται στης Αίγυπτος τα μέρη.

(Οβ., Μετ. 1. 727-747, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Πανδίων, Νίσος, Σκύλλα

 

[…] βασιλιάς έγινε ο μεγαλύτερος γιος του Ερεχθέα, ο Κέκροπας, ο οποίος παντρεύτηκε τη Μητιάδουσα, κόρη του Ευπάλαμου, και απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα. Αυτός βασίλεψε μετά τον Κέκροπα αλλά διώχθηκε από τους γιους του Μητίονα που στασίασαν και κατέφυγε στα Μέγαρα, στον Πύλα, και παντρεύτηκε την κόρη του Πυλία. Από αυτήν έγινε σύντομα και βασιλιάς της πόλης· γιατί ο Πύλας σκότωσε τον αδελφό του πατέρα του, τον Βίαντα, παρέδωσε τη βασιλεία στον Πανδίονα, ενώ ο ίδιος με λαό πήγε στην Πελοπόννησο και ίδρυσε την Πύλο.

Όταν ο Πανδίονας ήταν στα Μέγαρα, απέκτησε γιους, τον Αιγέα, τον Πάλλαντα, τον Νίσο και τον Λύκο. Ορισμένοι λένε ότι ο Αιγέας ήταν γιος του Σκύριου, αλλά ότι το ανέλαβε σαν δικό του ο Πανδίονας. Μετά τον θάνατο του Πανδίονα, τα παιδιά του εξεστράτευσαν εναντίον της Αθήνας, έδιωξαν τους γιους του Μητίονα και χώρισαν την επικράτεια στα τέσσερα· το γενικό πρόσταγμα όμως το είχε ο Αιγέας.

[…]

[Ο Μίνωας] πολέμησε με στόλο εναντίον της Αθήνας και κυρίευσε τα Μέγαρα, που είχαν τότε βασιλιά τον Νίσο, και σκότωσε τον Μεγαρέα, γιο του Ιππομένη από την Ογχηστό, που είχε έρθει σύμμαχος του Νίσου. Πέθανε και ο Νίσος με προδοσία της κόρης του. Αυτός δηλαδή είχε στην κορυφή του κεφαλιού μια πορφυρή τρίχα που αν του την ξερίζωναν υπήρχε χρησμός ότι θα πεθάνει· αλλά η κόρη του, η Σκύλλα, επειδή ερωτεύτηκε τον Μίνωα, του έβγαλε την τρίχα. Όταν ο Μίνωας κυρίευσε τα Μέγαρα, έδεσε την κόρη από τα πόδια στην πρύμνη και την έπνιξε στη θάλασσα. (Απολλόδωρος 3.210-211)

 

 

Πρώτη τιμωρία του Ασκάλαφου

 

Όταν ο Δίας διέταξε τον Πλούτωνα να στείλει την Κόρη πίσω στον επάνω κόσμο, ο Πλούτωνας, για να μην μείνει πολύ καιρό με τη μητέρα, της έδωσε να φάει ένα σπυρί ροδιού. Και αυτή, χωρίς να γνωρίζει τις συνέπειες, το έφαγε[58]. Και επειδή ο Ασκάλαφος, ο γιος του Αχέροντα και της Γοργύρας, την κατέδωσε, η Δήμητρα έβαλε πάνω του μια βαριά πέτρα στον Άδη· και η Περσεφόνη υποχρεώθηκε να μένει το ένα τρίτο κάθε χρόνου μαζί με τον Πλούτωνα, και τον υπόλοιπο καιρό κοντά στους θεούς. (Απολλόδωρος 1.5.3)

 

 

Ασκάλαφος και Ηρακλής

 

Όταν έφτασε κοντά στις πύλες του Άδη [ο Ηρακλής], βρήκε τον Θησέα και τον Πειρίθου, που θέλησε να παντρευτεί την Περσεφόνη, και γι' αυτόν τον λόγο τον έδεσαν. Μόλις αντίκρισαν τον Ηρακλή, άνοιγαν τα χέρια τους, για να τους σηκώσει με τη δύναμή του. Και αυτός, πιάνοντας τον Θησέα από το χέρι, τον σήκωσε, όταν όμως θέλησε να σηκώσει τον Πειρίθου, σείστηκε η γη και τον άφησε. Κύλησε πέρα και τον βράχο του Ασκάλαφου. (Απολλόδωρος 2.5.12)

 

 

Η Αθηνά επισκέφτεται τη Ζήλια και η Ζήλια την Άγραυλο

 

Πήρε τη στράτα κι έφτασε ως εκεί η Αθηνά, παρθένα κι αντρειωμένη·

δε μπήκε (στους ολύμπιους η είσοδος είναι απαγορευμένη),

σήκωσε το κοντάρι μοναχά και κρούοντας τη θύρα με τη μύτη

ανοίξαν τα θυρόφυλλα μεμιάς - η Ζήλια ήταν μόνη της στο σπίτι.

Έτρωγε σάρκες όχεντρας, φαΐ κατάλληλο για φθόνους και γινάτια,

και με το που την είδε η Αθηνά απέστρεψε τα γαλανά της μάτια.

Εκείνη ανασηκώθηκε, νωθρά, το φίδι χάμω μισοφαγωμένο,

και σύρθηκε ως την πόρτα μισερή, το βήμα της βραδύ, βαριεστημένο.

Πάνοπλη και ωραία η Αθηνά ορθώνονταν κατάντικρύ της, φάτσα -

την είδε και στενάζοντας βαριά έκανε από ζήλια μια γκριμάτσα.

Η όψη της χλομή, σαν το πανί, και το κορμί της το 'τρωγε σαράκι,

τα στήθια της ανάβλυζαν χολή και έσταζε η γλώσσα της φαρμάκι·

το βλέμμα της αλλήθωρο, λοξό, τα δόντια μες στο στόμα της σαπίλα,

ποτέ της δε γελάει παρεχτός όταν οι άλλοι πάθουν κάποια νίλα.

Ύπνος γλυκός δε ξέρει τι θα πει, και μοχθηρή ποτέ δε κλείνει μάτι,

δε θέλει κανενός την προκοπή, και από φθόνο πάντοτε γεμάτη

λειώνει όταν ο άλλος πάει μπροστά, κάνει κακό και σκάει απ' το κακό της,

τυράννια για τους άλλους και μαζί τον ίδιο τυραννάει τον εαυτό της.

[…]

[η Ζήλια] πήρε μετά στο χέρι το ραβδί που έζωναν τους κόμπους του

αγκάθια

και κίνησε, φιγούρα σκοτεινή, πνιγμένη σε κατάμαυρη αντάρα.

Στο διάβα της ολούθε χαλασμός· τσαλαπατεί τα λουλούδια στους κάμπους,

μαραίνει τα χορτάρια, τις κορφές των δέντρων τσουρουφλίζει σαν το λίβα,

η ανάσα της μολεύει τους θνητούς, ολάκερους λαούς και πολιτείες.

[…]

[…] στης Άγλαυρος την κάμαρα γλιστρώντας

το χέρι της, βαμμένο με χολή, απίθωσε στης κοπελιάς τον κόρφο,

της γιόμισε με αγκάθια την καρδιά, τα σωθικά να της σουβλίζει ο φθόνος,

το χνότο της, σα μαύρο τοξικό, το πέρασε στην Άγλαυρο φυσώντας

και φύτεψε τη λοίμωξη βαθιά στο αίμα, στα πνευμόνια, στο μεδούλι.

(Οβ., Μετ. 2 765-782, 789-793, 797-801, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η μεταμόρφωση της Αγραύλου

 

Από ζήλια για τον έρωτα του Ερμή για την αδελφή της Έρση, η Άγραυλος θέλησε να σταθεί εμπόδιο στην πραγμάτωση του έρωτα αυτού. Γι' αυτό, αποφασισμένη να μην το κουνήσει από τη θέση της, στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού εμποδίζοντας την είσοδο στον Ερμή:

 

και με το θεϊκό του το ραβδί άνοιξε [ο Ερμής] τα θυρόφυλλα. Εκείνη

έκανε τότε ν' ανασηκωθεί, ωστόσο, όπως κάθονταν, τα μέλη

που ήταν λυγισμένα δεν ακούν· ήταν νωθρά, βαριά σαν το μολύβι.

Έκανε πάλι όρθια να σταθεί τανύζοντας απάνω το κορμί της

μα ένωσε τα γόνατα σκληρά, μια ψύχρα την επέρασε ως τα νύχια

κι οι φλέβες από αίμα αδειανές της έκοψαν ολότελα το χρώμα.

[ …]

[…] του θανάτου παγωνιά τη μάργωνε κι αυτήν αγάλι-αγάλι

εσφράγιζε τους πόρους της ζωής κι έκλεινε της ανάσας το κανάλι.

Δε βγήκε απ' το στόμα της μιλιά, κι αν το 'θελε, ο κόπος της χαμένος -

ήταν κλειστός ο δρόμος της φωνής, και ο λαιμός ήταν μαρμαρωμένος.

Σκληρή και η θωριά της, προτομή και άγαλμα δίχως ζωής ικμάδα -

το μάρμαρο ωστόσο μελανό, της φθονερής ψυχής της μελανάδα.

(Οβ., Μετ. 2. 819-824, 827-832, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Λουκιανού Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως

 

ΧΑΙΡΕΦΩΝ: Ποια φωνή μας ήλθεν, Σωκράτη, μακρυά από τα ακρογιάλια, εις εκείνο το ακρωτήριον; Πόσον ώμορφη είναι να την ακούη κανείς. Ποίον ζώον τάχα να είναι; Διότι είναι άφωνα, καθώς είναι γνωστόν, όσα ζουν εις το νερό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είναι κάποιο θαλασσινό πουλί, Χαιρεφών, που το ονομάζουν αλκυόνα, πολύθρηνον και πολύδακρυ, διά το οποίον κάποιος παλαιός θρυλείται μύθος μεταξύ των ανθρώπων. Λέγουν, πως κάποτε ήτο γυναίκα, κόρη του Αιόλου του Έλληνος, και ότι εθρηνούσεν από πολλήν αγάπην τον νεαρόν της άνδρα, που απέθανε, τον Κήυκα τον Τραχίνον, τον υιόν του Εωσφόρου του αστέρος, ώμορφο παιδί ωραίου πατέρα. Έπειτα δε πως έγεινε πτερωτή από κάποιαν θείαν θέλησιν και ότι παρόμοια με πουλί πετά επάνω από τα πελάγη, αποζητούσα εκείνον, που και αν σε όλην την γην επλανήθη, δεν ημπόρεσε να τον εύρη.

ΧΑΙΡΕΦΩΝ: Αυτό, διά το οποίον μου ομιλείς, είναι η αλκυών; Ποτέ ως τώρα δεν είχα ακούση την φωνήν της· αλλά σαν κάτι ξένον πραγματικά την άκουσα. Αληθινά, πόσον θρηνητικήν αφήνει φωνήν. Τίνος μεγέθους τάχα να είναι, Σωκράτη;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όχι μεγάλου. Μεγάλην όμως διά την αγάπην προς τον άνδρα της έλαβεν από τους θεούς τιμήν, διότι κατά την εποχήν, που κλωσίζουν, συμπίπτουν και αι αλκυονίδες ημέραι, που μέσα εις τον χειμώνα είναι παρόμοιαι με καλοκαιρινάς. Τέτοια ημέρα είναι και η σημερινή περισσότερον από κάθε άλλην. Δεν βλέπεις πόσον καθαρός είναι ο ουρανός, ατάραχη δε και γαλήνιος, ωσάν καθρέπτης, όλη η θάλασσα ;

ΧΑΙΡΕΦΩΝ: Έχεις δίκαιον· φαίνεται αλήθεια, ότι είναι αλκυονίς η σημερινή ημέρα, καθώς και η χθεσινή.

(Μετ. Α. Λιμπερόπουλος) [από http://archive.org/stream/pgcommunitytexts30741gut/30741-0.txt]

 

 

Παρηγόρια η αγάπη

 

Στου Κήυκα το νου μανάχα αυτή, στα χείλη του μονάχα η Αλκυόνη,

την Αλκυόνη μόνο λαχταράει, και στη λαχτάρα παρηγόρια μόνη

που είναι η αγάπη του μακριά - πατρίδα και γιαλός, μόνη του σκέψη.

Πως θέλει τώρα, για στερνή φορά, στο σπίτι του τα μάτια του να στρέψει,

δεν ξέρει ωστόσο πού, σε ποια μεριά. Κοχλάζει ολόγυρα του πόντου

το πηγάδι, σέρνεται γύρω η μαύρη συννεφιά και πίσσα τον τυλίγει το σκοτάδι.

(Οβ., Μετ. 11. 545-550, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ο θρήνος της Αλκυόνης για τον Κήυκα

 

[…] Κύμα το κύμα πάνω στ' ακρογιάλι

τον ξέβρασε ο πόντος - είναι αυτός; Τώρα μπορεί να δει και να γνωρίσει

τον άντρα της - ναι, ήτανε αυτός. Πρώτα κραυγή και σπαραγμός, κατόπι

χαράζει πρόσωπο και ρούχα και μαλλιά και τρέμοντας ολάκερη απλώνει

τα δυο της χέρια πάνω στον νεκρό: «Έτσι, λοιπόν, αγάπη μου γυρίζεις;

Τέτοιος σου μέλλονταν ο μαύρος γυρισμός;»

[…]

[…] τους σπλαχνιστήκαν οι θεοί. Κάναν πουλί το άψυχο κουφάρι,

κι έτσι, πουλιά της θάλασσας οι δυο πετούν και τώρα αντάμα σα ζευγάρι.

Του γάμου τους κακό το ριζικό, μα σαν πουλιά κρατάν την παντρειά τους,

αρσενικό μαζί και θηλυκό, γίναν γονιοί, τρανεύουν τα μικρά τους.

Κάθε που γαληνεύει ο καιρός, μέρες εφτά μες στον βαρύ χειμώνα

μέσα στην πελαγίσια της φωλιά, πάνω στα κύματα κλωσάει η αλκυόνα.

Λουφάζουνε του πόντου τα νερά, ο Αίολος μαντρώνει τους αγέρες

και για των γόνων το χατίρι χορηγεί τις γαληνές αλκυονίδες μέρες.

(Οβ., Μετ. 11. 723-728, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ο πυγμάχος Δάμαρχος

 

Όσο για τον πυγμάχο Δάμαρχο, έναν Αρκάδα από τα Παρράσια, δεν μπορώ να πιστέψω, εκτός φυσικά από την ολυμπιακή του νίκη, τα μυθεύματα που διηγούνταν γι' αυτόν μερικοί τερατολόγοι, ότι δηλαδή μεταμορφώθηκε από άνθρωπος σε λύκο κατά τη θυσία του Λυκαίου Δία και πως πάνω στον δέκατο χρόνο ξαναέγινε άνθρωπος. Νομίζω ότι αυτό δεν το αναφέρουν ούτε οι Αρκάδες γι' αυτόν. (Παυσ. 6.8.2)

 

 

Ο Λυκάονας λύκος και ο τύραννος λύκος

 

- Πώς αρχίζει […] αυτή η μεταβολή από προστάτης του λαού σε τύραννο; Ή είναι φανερό ότι η μεταβολή συντελείται μόλις ο αρχηγός αρχίσει να κάνει αυτό το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, γίνεται και στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία;

- Τι δηλαδή; […]

- Όποιος γευτεί, λένε, το ανθρώπινο σπλάχνο που είναι ανακατεμένο μαζί με άλλα τεμαχισμένα ιερά σφάγια, μοιραία ο άνθρωπος αυτός γίνεται λύκος. Ή μήπως δεν το έχεις ακούσει αυτό;

- Το έχω.

- Έτσι λοιπόν κι εκείνος που θα 'ναι αρχηγός του λαού, άμα -έχοντας πίσω του μια μάζα που τον ακολουθεί τυφλά- δεν κρατηθεί μακριά από αδελφικό αίμα αλλά αρχίσει να σύρει πολίτες στα δικαστήρια, όπως συνήθως γίνεται, με άδικες κατηγορίες, άμα λερώνει τα χέρια του με φόνους, αφανίζοντας ανθρώπινη ζωή, δοκιμάζοντας με τη γλώσσα του και με το ανόσιο στόμα του αίμα συγγενικό, άμα εξορίζει και σκοτώνει και συγκεκαλυμμένα υπόσχεται αποσβέσεις χρεών και αναδιανομή της γης, άραγε, ύστερα απ' όλα αυτά, δεν είναι αναπόφευκτο και μοιραίο ένας τέτοιος άνθρωπος ή να εξολοθρευτεί από τους εχθρούς του ή να γίνει τύραννος και λύκος από άνθρωπος που ήταν πρωτύτερα;

- Εντελώς αναπόφευκτο […] (Πλάτων, Πολιτεία 565.d.4-566.a.7, μετ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος)

 

 

«Πλειάδος»

 

Ἐπὶ τῆς ἀποτομῆς τοῦ Ταύρου τῆς καλουμένης ῥάχεως <ἡ> Πλειάς ἐστιν· συνηγμένης δ' αὐτῆς εἰς ἀστέρας ἑπτά, λέγουσιν εἶναι τῶν Ἂτλαντος θυγατέρων, διὸ καὶ ἑπτάστερος καλεῖται· οὐχ ὁρῶνται δὲ αἱ ἑπτά, ἀλλ' αἱ ἕξ· τὸ δὲ αἴτιον οὕτω πως λέγεται. τὰς μὲν γὰρ <ἕξ> φασι Θεοῖς μιγῆναι, τὴν δὲ μίαν θνητῷ· τρεῖς μὲν οὖν μιγῆναι Διί, Ἠλέκτραν ἐξ ἧς Δάρδανος, Μαῖαν ἐξ ἧς Ἑρμῆς, Ταϋγέτην ἐξ ἧς Λακεδαίμων· Ποσειδῶνι δὲ δύο μιγῆναι, Ἀλκυόνην ἐξ ἧς Ὑριεύς, Κελαινὼ ἐξ ἧς Λύκος· Στερόπη δὲ λέγεται Ἂρει μιγῆναι, ἐξ ἧς Οἰνόμαος ἐγένετο· Μερόπη δὲ Σισύφῳ θνητῷ, διὸ παναφανής ἐστιν. μεγίστην δ' ἔχουσι δόξαν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐπισημαίνουσαι καθ' ὥραν. θέσιν δὲ ἔχουσιν εὖ μάλα κείμεναι κατὰ τὸν Ἵππαρχον τριγωνοειδοῦς σχήματος. (Ερατοσθένους Καταστερισμοί 1.23.2-16)

 

 

Διάλογος Ερμού και Πάνα, πατέρα και γιου

 

ΕΡΜ. Δεν μου λέγεις είσαι πανδρεμένος, ω Παν; Αυτό νομίζω είναι το όνομά σου.

ΠΑΝ. Όχι, πατέρα, διότι είμαι πολύ επιρρεπής εις τας απολαύσεις του έρωτος και δεν μου αρέσει να έχω μόνον μίαν.

ΕΡΜ. Με τας αίγας λοιπόν το κάνεις;

ΠΑΝ. Σκώπτέ με όσον θέλεις, αλλ' εγώ έχω την Ηχώ και την Πίτυν και όλας τα Μαινάδας του Διονύσου και είμαι περιζήτητος δι' αυτάς.

ΕΡΜ. Ξέρεις, παιδί μου, ποία είναι η πρώτη χάρις που θα σου ζητήσω;

ΠΑΝ. Διάταξε, πατέρα, και βλέπομε.

ΕΡΜ. Να με πλησιάζεις και να μου φέρεσαι ως φίλος, αλλά πατέρα πρόσεξε να μη με ονομάσεις επί παρουσία άλλων. (Λου., Θεών διάλ. 22.4, μετ. Ι. Κονδυλάκης)

 

 

Ωρίων Ποσειδώνος

 

[…] μεγάλος ο Ωρίωνας είναι, όταν με τα πόδια προχωράει ανάμεσα από τα απέραντα νερά του Νηρέα ανοίγοντας δρόμο, κι εξέχει από τα κύματα στους ώμους, όταν από τα πανύψηλα βουνά γέρικο κουβαλώντας μέλεγο στο έδαφος βαδίζει κι ανάμεσα στα σύγνεφα το κεφάλι του κρύβει (Βιργ., Αιν. 763 κ.ε., μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)

 

 

Ο Ερατοσθένης για τον Ωρίωνα

 

Τοῦτον Ἡσίοδός φησιν Εὐρυάλης τῆς Μίνωος καὶ Ποσειδῶνος εἶναι, δοθῆναι δὲ αὐτῷ δωρεὰν ὥστε ἐπὶ τῶν κυμάτων πορεύεσθαι καθάπερ ἐπὶ τῆς γῆς. ἐλθόντα δὲ αὐτὸν εἰς Χίον Μερόπην τὴν Οἰνοπίωνος βιάσασθαι οἰνωθέντα, γνόντα δὲ τὸν Οἰνοπίωνα καὶ χαλεπῶς ἐνεγκόντα τὴν ὕβριν ἐκτυφλῶσαι αὐτὸν καὶ ἐκ τῆς χώρας ἐκβαλεῖν· ἐλθόντα δὲ εἰς Λῆμνον ἀλητεύοντα Ἡφαίστῳ συμμῖξαι, ὃς αὐτὸν ἐλεήσας δίδωσιν αὐτῷ Κηδαλίωνα τὸν αὑτοῦ [οἰκεῖον] οἰκέτην, ὅπως ὁδηγῇ [καὶ ἡγῆται αὐτοῦ]· ὃν λαβὼν ἐπὶ τῶν ὤμων ἔφερε σημαίνοντα τὰς ὁδούς· ἐλθὼν δ' ἐπὶ τὰς ἀνατολὰς καὶ ῾Ηλίῳ συμμίξας δοκεῖ ὑγιασθῆναι καὶ οὕτως ἐπὶ τὸν Οἰνοπίωνα ἐλθεῖν πάλιν, τιμωρίαν αὐτῷ ἐπιθήσων· ὁ δὲ ὑπὸ τῶν πολιτῶν ὑπὸ γῆν ἐκέκρυπτο. (Ερατοσθένης, Καταστερ. 7.32)

 

 

Η μεταμόρφωση του Ωρίωνα

 

Ἀπελπίσας δὲ τὴν ἐκείνου ζήτησιν ἀπῆλθεν εἰς Κρήτην καὶ περὶ τὰς θήρας διῆγε κυνηγετῶν τῆς Ἀρτέμιδος παρούσης καὶ τῆς Λητοῦς, καὶ δοκεῖ ἀπειλήσασθαι ὡς πᾶν θηρίον ἀνελεῖν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γιγνομένων· κυμωθεῖσα δὲ αὐτῷ <ἡ> Γῆ ἀνῆκε σκορπίον εὐμεγέθη, ὑφ' οὗ τῷ κέντρῳ πληγεὶς ἀπώλετο· ὅθεν διὰ τὴν αὐτοῦ ἀνδρίαν ἐν τοῖς ἄστροις αὐτὸν ἔθηκεν ὁ Ζεὺς ὑπὸ Ἀρτέμιδος καὶ Λητοῦς ἀξιωθεὶς, ὁμοίως καὶ τὸ θηρίον τοῦ εἶναι μνημόσυνον [καὶ] τῆς πράξεως. ἄλλοι δέ φασιν αὐξηθέντα τοῦτον ἐρασθῆναι τῆς Ἀρτέμιδος, τὴν δὲ τὸν σκορπίον ἀνενεγκεῖν κατ' αὐτοῦ, ὑφ' οὗ κρουσθέντα ἀποθανεῖν, τοὺς δὲ Θεοὺς ἐλεήσαντας αὐτὸν ἐν οὐρανῷ καταστερίσαι καὶ τὸ θηρίον εἰς μνημόσυνον τῆς πράξεως. (Ερατοσθένης, Καταστερ. 7.32)

 

 

Η περιγραφή του αστερισμού του Ωρίωνα

 

Ἔχει δ' ἀστέρας ἐπὶ μὲν τῆς κεφαλῆς γ ἀμαυρούς, ἐφ' ἑκατέρῳ ὤμῳ λαμπρὸν α, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἀγκῶνος <ἀμαυρὸν> α, ἐπ' ἄκρας χειρὸς <ὁμοίως ἀμαυρὸν> α [ἀμαυροὺς β], ἐπὶ τῆς ζώνης γ, ἐπὶ τοῦ ἐγχειριδίου γ λαμπρούς, ἐφ' ἑκατέρῳ γόνατι λαμπρὸν α, ἐφ' ἑκατέρῳ ποδὶ ὁμοίως λαμπρὸν α· <τοὺς πάντας ιζ>. (Ερατοσθένης, Καταστερ. 7.32)

 

 

Κορωνίδες, Ὠρίωνος τοῦ Ὑριέως ἐν Βοιωτίᾳ θυγατέρες

 

Ὠρίωνος τοῦ Ὑριέως ἐν Βοιωτίᾳ θυγατέρες ἐγένοντο Μητιόχη καὶ Μενίππη. αὗται, ὅτε Ὠρίωνα ἠφάνισεν ἐξ ἀνθρώπων Ἄρτεμις, ἐτρέφοντο παρὰ τῇ μητρί. καὶ Ἀθηνᾶ μὲν ἐδίδασκεν αὐτὰς ἱστοὺς ἐξυφαίνειν, Ἀφροδίτη δὲ αὐταῖς ἔδωκε κάλλος. ἐπεὶ δὲ Ἀονίαν ὅλην ἔλαβε λοιμὸς καὶ πολλοὶ ἀπέθνῃσκον, θεωροὺς ἀπέστειλαν παρὰ τὸν Ἀπόλλωνα τὸν Γορτύνιον· καὶ αὐτοῖς εἶπεν ὁ θεὸς ἱλάσσασθαι δύο τοὺς ἐριουνίους θεούς· ἔφη δὲ καταπαύσειν αὐτοὺς τὴν μῆνιν, εἰ δύο δυσὶν ἑκοῦσαι παρθένοι θύματα γένοιντο. πρὸς [δὲ] δὴ τὸ μαντεῖον οὐδεμία τῶν ἐν τῇ πόλει παρθένων ὑπήκουσεν, ἄχρι γυνὴ θῆσσα τὸν χρησμὸν ἐξήνεγκε πρὸς τὰς θυγατέρας τοῦ Ὠρίωνος. αἱ δ᾽ ὡς ἐπύθοντο παρὰ τὸν ἱστὸν ἔχουσαι, τὸν ὑπὲρ ἀστῶν θάνατον ἐδέξαντο πρὶν ἢ τὴν ἐπιδήμιον ἐπιπεσοῦσαν αὐτὰς ἀφανίσαι νόσον· τρὶς δὲ βοησάμεναι χθονίους δαίμονας, ὅτι αὐτοῖς ἑκοῦσαι θύματα γίνονται, ἐπάταξαν ἑαυτὰς τῇ κερκίδι παρὰ τὴν κλεῖδα καὶ ἀνέρρηξαν τὴν σφαγήν. καὶ αὐταὶ μὲν ἀμφότεραι κατέπεσον ἐς τὴν γῆν· Φερσεφόνη δὲ καὶ Ἅιδης οἰκτείραντες τὰ μὲν σώματα τῶν παρθένων ἠφάνισαν, ἀντὶ δ᾽ ἐκείνων ἀστέρας ἀνήνεγκαν ἐκ τῆς γῆς· οἱ δὲ φανέντες ἀνηνέχθησαν εἰς οὐρανόν, καὶ αὐτοὺς ὠνόμασαν ἄνθρωποι κομήτας. ἱδρύσαντο δὲ πάντες Ἄονες ἐν Ὀρχομενῷ τῆς Βοιωτίας ἱερὸν ἐπίσημον τῶν παρθένων τούτων. καὶ αὐταῖς καθ᾽ ἕκαστον ἔτος κόροι τε καὶ κόραι μειλίγματα φέρουσιν. προσαγορεύουσι δ᾽ αὐτὰς ἄχρι νῦν Ἄονες Κορωνίδας παρθένους. (Αντ. Λιβ., Μετ. 25)

 

 

Η Καλλιστώ άρκτος

 

Ταύτην ῾Ησίοδός φησι Λυκάονος θυγατέρα ἐν Ἀρκαδίᾳ οἰκεῖν, ἑλέσθαι δὲ μετὰ Ἀρτέμιδος τὴν περὶ τὰς θήρας ἀγωγὴν ἐν τοῖς ὄρεσι ποιεῖσθαι· φθαρεῖσαν δὲ ὑπὸ Διὸς ἐμμεῖναι λανθάνουσαν τὴν Θεόν· φωραθῆναι δὲ ὕστερον ἐπίτοκον ἤδη οὖσαν ὀφθεῖσαν ὑπ' αὐτῆς λουομένην· ἐφ' ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν Θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτήν· καὶ οὕτως τεκεῖν ἄρκτον γενομένην τὸν κληθέντα Ἀρκάδα· οὖσαν δ' ἐν τῷ ὄρει θηρευθῆναι ὑπὸ αἰπόλων τινῶν καὶ παραδοθῆναι μετὰ τοῦ βρέφους τῷ Λυκάονι· μετὰ χρόνον δέ τινα δόξαι εἰσελθεῖν εἰς τὸ τοῦ Διὸς ἄβατον [ἱερὸν] ἀγνοήσασαν τὸν νόμον· ὑπὸ δὲ τοῦ ἰδίου υἱοῦ διωκομένcν καὶ τῶν Ἀρκάδων, καὶ ἀναιρεῖσθαι μέλλουσαν διὰ τὸν εἰρημένον νόμον, ὁ Ζεὺς διὰ τὴν συγγένειαν αὐτὴν ἐξείλετο καὶ ἐν τοῖς ἄστροις αὐτὴν ἔθηκεν· Ἂρκτον δὲ αὐτὴν ὠνόμασε διὰ τὸ συμβεβηκὸς αὐτῇ σύμπτωμα.

῎Εχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ζ ἀμαυρούς, ἐφ' ἑκατέρων ὠτίων β, <ἐπ'> ὠμοπλατῶν λαμπρὸν α, ἐπὶ τοῦ στήθους <α, ἐπὶ τοῦ ἔμπροσθεν ποδὸς> β, ἐπὶ τῆς ῥάχεως λαμπρὸν α, <ἐπὶ τῆς κοιλίας λαμπρὸν α>, ἐπὶ σκέλεσιν ὀπισθίοις β, ἐπ' ἄκρῳ τῷ ποδὶ β, ἐπὶ τῆς κέρκου γ· τοὺς πάντας κδ. (Ερατοσθένης, Καταστερισμοί 1)

 

 

Άλλες παραδόσεις για τον Άττη

 

Οι κάτοικοι της Δύμης έχουν ένα ναό της Αθηνάς μ' ένα αρχαιότατο άγαλμα. Έχουν επίσης κι ένα ιερό προς τιμή της Δινδυμήνης μητρός και του Άττη. Ποιος ήταν αυτός ο Άττης δεν μπόρεσα να μάθω κανένα μυστικό. Αλλά ο Eρμησιάναξ, ο ελεγει­ακός ποιητής, λέει σ' ένα ποίημά του ότι αυτός ήταν ο γιός του Καλαού του Φρυγός κι ότι ήταν ευνούχος εκ γενετής. Κι όταν μεγάλωσε, μετανάστευσε στη Λυδία, σύμφωνα πάντα με την εκδο­χή του Ερμησιάνακτα, και εκεί τελούσε για τους Λυδούς τα όργια της Μητρός. Και ότι έφτασε σε τέτοιο σημείο τιμής που ο Ζευς ορ­γίστηκε εναντίον της κι έστειλε ένα χοίρο για να καταστρέψει τις καλλιέργειες των Λυδών. Τότε και άλλοι Λυδοί κι ανά­μεσα τους κι ο ίδιος ο Άττης εξοντώθηκαν απ' το χοίρο. Και εί­ναι σχετικό μ' αυτήν την ιστορία το γεγονός ότι οι Γαλάτες, που κατοικούν στον Πεσσινούντα απέχουν απ' τους χοίρους. Η τρέχου­σα άποψη για τον Άττη είναι διαφορετική. (Παυσανίας 7.17.9-10)

 

 

Καταγωγή και βίος του Υάκινθου 1

 

Η Κλειώ ερωτεύτηκε τον Πίερο, τον γιο του Μάγνητα, από την οργή της Αφροδίτης (επειδή την ντρόπιασε για τον έρωτά της προς τον Άδωνη), κοιμήθηκε μαζί του και απέκτησε από αυτόν ένα γιο, τον Υάκινθο, που τον ερωτεύτηκε ο Θάμυρις, γιος του Φιλάμμωνα και της νύφης Αργιόπης, που πρώτος εισήγαγε τον έρωτα ανάμεσα σε άνδρες. Αργότερα, όμως, άθελά του σκότωσε τον Υάκινθο ο Απόλλωνας, που τον είχε ερωμένο, χτυπώντας τον με τον δίσκο. (Απολλόδωρος 1.3)

 

 

Καταγωγή και βίος του Υάκινθου 2

 

Η Ταϋγέτη <απέκτησε> από τον Δία τον Λακεδαίμονα, από τον οποίο ονομάστηκε και η χώρα Λακεδαίμων. Από τον Λακεδαίμονα και τη Σπάρτη, κόρη του Ευρώτα, ο οποίος καταγόταν από τον Λέλεγα, τον αυτόχθονο, και τη ναϊάδα νύμφης Κλεοχάρεια, γεννήθηκαν ο Αμύκλας και η Ευρυδίκη, που την παντρεύτηκε ο Ακρίσιος. Από τον Αμύκλα και την κόρη του Λαπίθη Διομήδη γεννήθηκε ο Κυνόρτης και ο Υάκινθος. Γι' αυτόν τον τελευταίο λένε ότι ήταν ερωμένος του Απόλλωνα, ο οποίος τον σκότωσε άθελά του, την ώρα που έρριχνε τον δίσκο. (Απολλόδωρος 3.3)

 

 

Ρούχα και αρώματα για την Αφροδίτη

 

και στο κορμί της φόρεσε φορέματα που γι' αυτήν οι Χάριτες κι οι Ώρες

έφτιαξαν και βάψανε σε λούλουδα της άνοιξης,

τέτοια που οι Ώρες φορούν, και στον κρόκο και στον υάκινθο

και στη βιολέττα την ολάνθιστη και στο όμορφο του ρόδου τ' άνθος

το γλυκό σαν νέκταρ, και στα θεόμορφα μπουμπούκια,

στα όμορφα του νάρκισσου τα άνθη· τέτοια η Αφροδίτη

για κάθε ώρα ευωδιαστά φορέματα είχε ντυθεί.

(Ἀθήναιος 15, 682d-e)

 

 

Ερμού και Απόλλωνος διάλογος για τον Υάκινθο

 

ΕΡ. Διατί σκυθρωπός, Απόλλων;

ΑΠ. Διότι είμαι ατυχής εις τον έρωτα, ω Ερμή.

ΕΡ. Αυτό είναι τωόντι λυπηρόν· αλλά εις τι δυστυχείς; Ή μήπως το επεισόδιον της Δάφνης σε λυπή ακόμη;

ΑΠ. Όχι, αλλ' έχασα τον Λάκωνα ερμωμένον μου τον υιόν του Οιβάλου.

ΕΡ. Πώς απέθανεν ο Υάκινθος; Ειπέ μου.

ΑΠ. Εφονεύθη.

ΕΡ. Παρά τίνος; Ποίος υπήρξε τόσον αφιλόκαλος ώστε να φονεύση τον ωρείον εκείνον έφηβον;

ΑΠ. Εγώ αυτός τον εφόνευσα.

ΕΡ. Μήπως ετρελλάθης, Απόλλων;

ΑΠ. Όχι, αλλά συνέβη ακούσιον δυστύχημα.

ΕΡ. Πώς; Θέλω να μάθω λεπτομερείας.

ΑΠ. Εγυμνάζετο εις τον δίσκον και εγώ συνεδίσκευα μετ' αυτού· ο δε κατηραμένος ο Ζέφυρος ο οποίος τον ηγάπα προ πολλού, αλλ' επεριφρονείτο και δεν υπέφερε την περιφρόνησιν, παρενέβη δια να εκδικηθή. Όταν δε εγώ έρριψα προς τα επάνω τον δίσκον, αυτός καταπνεύσας από τον Ταΰγετον παρέσυρε τον δίσκον και τον έρριψεν εις την κεφαλήν του νέου, ούτως ώστε από την πληγήν εχύθη αίμα πολύ και ο νέος εντός ολίγου απέθανεν. Εγώ επετέθην αμέσως κατά του Ζεφύρου και τον κατετόξευσα, φεύγοντα δε τον κατεδίωξα μέχρι του όρους· τον δε νέον έθαψα κατασκευάσας τάφον εις τα Αμύκλας, όπου ο δίσκος τον εφόνευσε· και από το αίμα του εφύτρωσε εις την γην άνθος ωραιότατον και χαριέστερον όλων των ανθέων, το οποίον μάλιστα έχει και γράμματα εκφράζοντα την λύπην μου δια τον νεκρόν. Λοιπόν, σου φαίνεται τώρα παράλογος η λύπη μου;

ΕΡ. Ναι, διότι εγνώριζες ότι ερωμένος σου ήτο θνητός και δεν έπρεπε να απορής διότι απέθανε.

(Λουκ., Θεών διάλ. 14, μετ. Ι. Κονδυλάκη)

 

 

Βίος Σμύρνας και Αδώνιδος

 

[Ο Κινύρας] έφτασε στην Κύπρο με πολύ λαό, ίδρυσε την πόλη της Πάφου, παντρεύτηκε εκεί τη Μεθάρμη, κόρη του βασιλιά των Κυπρίων Πυγμαλίωνα, και απέκτησε τον Οξύπορο και τον Άδωνι, καθώς και κόρες, την Ορσεδίκη, τη Λαογόρη και τη Βραισία. Αυτές, εξαιτίας της οργής της Αφροδίτης εναντίον τους, έσμιξαν με ξένους άνδρες και πέθαναν στην Αίγυπτο. Ο Άδωνις, όταν ακόμη ήταν νέος, από την οργή της Άρτεμης εναντίον του, πέθανε στο κυνήγι χτυπημένος από έναν κάπρο. Ο Ησίοδος τον αναφέρει ως γιο του Φοίνικα και της Αλφεσίβοιαας, ενώ ο Πανύασσις τον θέλει γιο του Θείαντα, του βασιλιά των Ασσυρίων, που είχε και μια θυγατέρα, τη Σμύρνα. Η οργή της Αφροδίτης (επειδή δεν την τιμούσε) την παρακίνησε να ερωτευτεί τον πατέρας της, και με συνεργό την τροφό της εξαπάτησε τον πατέρα της και ενώθηκε μαζί του για δώδεκα νύχτες. Όταν εκείνος το κατάλαβε, τράβηξε το σπαθί του και την καταδίωξε· και η κοπέλα, τη στιγμή που ήταν να την πιάσει, προσευχήθηκε στους θεούς να εξαφανιστεί. Και επειδή οι θεοί τη λυπήθηκαν, τη μεταμόρφωσαν σε δέντρο, αυτό που ονομάζουν σμύρνα. Ύστερα από δέκα μήνες, το δέντρο έσκασε και γεννήθηκε το παιδί που πήρε το όνομα Άδωνις και το οποίο η Αφροδίτη, για την ομορφιά του, κρυφά από τους θεούς το έκρυψε σε λάρνακα, την οποία εμπιστεύτηκε στην Περσεφόνη. Εκείνη όμως, μόλις το είδε, αρνήθηκε να το δώσει πίσω. Όταν το ζήτημα τέθηκε στην κρίση του Δία, εκείνος χώρισε το έτος σε τρία μέρη και όρισε το ένα τρίτο του χρόνου ο Άδωνις να μένει μόνος του, το άλλο τρίτο με την Περσεφόνη και το τελευταίο τρίτο με την Αφροδίτη· ο Άδωνις όμως παραχώρησε σε αυτήν και το δικό του μέρος. Αργότερα, ο Άδωνις τραυματίστηκε θανάσιμα από αγριογούρουνο στο κυνήγι και πέθανε. (Απολλόδωρος 3.9.2)

 

 

Ο ποταμός Άδωνις στη Βύβλο: μυθολογία και/ή φυσική αλληγορία

 

Ἔνι δὲ καὶ ἄλλο θωῦμα ἐν τῇ χώρῃ τῇ Βυβλίῃ. ποταμὸς ἐκ τοῦ Λιβάνου τοῦ οὔρεος ἐς τὴν ἅλα ἐκδιδοῖ· οὔνομα τῷ ποταμῷ Ἄδωνις ἐπικέαται. ὁ δὲ ποταμὸς ἑκάστου ἔτεος αἱμάσσεται καὶ τὴν χροιὴν ὀλέσας ἐσπίπτει ἐς τὴν θάλασσαν καὶ φοινίσσει τὸ πολλὸν τοῦ πελάγεος καὶ σημαίνει τοῖς Βυβλίοις τὰ πένθεα. μυθέονται δὲ ὅτι ταύτῃσι τῇσι ἡμέρῃσιν ὁ Ἄδωνις ἀνὰ τὸν Λίβανον τιτρώσκεται, καὶ τὸ αἷμα ἐς τὸ ὕδωρ ἐρχόμενον ἀλλάσσει τὸν ποταμὸν καὶ τῷ ῥόῳ τὴν ἐπωνυμίην διδοῖ. ταῦτα μὲν οἱ πολλοὶ λέγουσιν. ἐμοὶ δέ τις ἀνὴρ Βύβλιος ἀληθέα δοκέων λέγειν ἑτέρην ἀπηγέετο τοῦ πάθεος αἰτίην. ἔλεγεν δὲ ὧδε· "ὁ Ἄδωνις ὁ ποταμός, ὦ ξεῖνε, διὰ τοῦ Λιβάνου ἔρχεται· ὁ δὲ Λίβανος κάρτα ξανθόγεώς ἐστιν. ἄνεμοι ὦν τρηχέες ἐκείνῃσι τῇσι ἡμέρῃσι ἱστάμενοι τὴν γῆν τῷ ποταμῷ ἐπιφέρουσιν ἐοῦσαν ἐς τὰ μάλιστα μιλτώδεα, ἡ δὲ γῆ μιν αἱμώδεα τίθησιν· καὶ τοῦδε τοῦ πάθεος οὐ τὸ αἷμα, τὸ λέγουσιν, ἀλλ᾽ ἡ χώρη αἰτίη." ὁ μέν μοι Βύβλιος τοσάδε ἀπηγέετο· εἰ δὲ ἀτρεκέως ταῦτα ἔλεγεν, ἐμοὶ μὲν δοκέει κάρτα θείη καὶ τοῦ ἀνέμου ἡ συντυχίη. (Λουκιανός, Περί της Συρίης θεού 8)

 

 

Λουκιανός, Νεκρικοί Διάλογοι

 

28. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΕΙΡΕΣΙΟΥ

 

Μένιππος: Εάν στ' αλήθεια είσαι τυφλός, Τειρεσία, δεν είναι εύκολο να το διακρίνει κανείς πλέον, γιατί όλοι εδώ έχουμε άδεια τα μάτια και μόνο τα κοιλώματά τους διατηρούνται. Κατά τ' άλλα, κανείς δεν μπορεί να πει ποιος ήταν ο Φινέας και ποιος ήταν ο Λυγκέας. Γνωρίζω όμως από τους ποιητές ότι ήσουν μάντης και ότι υπήρξες αρσενικός και θηλυκός. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη και πες μου, ποια ζωή σού φάνηκε πιο ευχάριστη, του άνδρα ή της γυναίκας;

Τειρεσίας: Η γυναικεία ζωή ήταν πολύ καλύτερη, Μένιππε, γιατί έχει λιγότερες φροντίδες. Εκτός απ' αυτό, οι γυναίκες διευθύνουν τους άνδρες, και ούτε στον πόλεμο πηγαίνουν, ούτε φρουρούν, ούτε στις συνελεύσεις του λαού συζητούν, ούτε στα δικαστήρια καλούνται.

Μένιππος: Δεν άκουσες, Τειρεσία, τη Μήδεια του Ευριπίδη, τι λέει, μοιρολογώντας για την τύχη των γυναικών, ότι ζουν απαίσια ζωή και πονούν αφόρητα κατά τον τοκετό; Και -αφού οι στίχοι της Μήδειας μου το θύμισαν- δεν μου λες, γέννησες ποτέ όταν ήσουν γυναίκα, ή στείρα και άτεκνη πέρασες τη γυναικεία ζωή;

Τειρεσίας: Γιατί μου κάνεις αυτή την ερώτηση, Μένιππε;

Μένιππος: Όχι για κακό, Τειρεσία. Λοιπόν, πες μου, αν δεν σ' εμποδίζει κάτι.

Τειρεσίας: Δεν ήμουν στείρα, αλλά δεν γέννησα κιόλας.

Μένιππος: Καλά, αλλά ήθελα να μάθω αν είχες και μήτρα.

Τειρεσίας: Είχα, πώς δεν είχα;

Μένιππος: Λοιπόν, με τον καιρό η μήτρα σου εξαφανίστηκε, το γυναικείο όργανο έφραξε, τα στήθη σου αποκολλήθηκαν, φύτρωσε το ανδρικό μόριο και έβγαλες γένια; Ή με τη μία από γυναίκα έγινες άνδρας;

Τειρεσίας: Δεν βλέπω τι σκοπό έχει η ερώτησή σου. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν πιστεύεις ότι έγιναν αυτά, όπως σου τα λέω.

Μένιππος: Ώστε δεν πρέπει κανείς, Τειρεσία, να δυσπιστεί σε τέτοιες διηγήσεις, αλλά χωρίς να εξετάζει αν είναι δυνατά ή μη, να τα παραδέχεται σαν ανόητος;

Τειρεσίας: Εσύ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούς ότι γυναίκες μεταμορφώθηκαν σε πουλιά ή δένδρα ή θηρία; Όπως λ.χ. η Αηδώνα, η Δάφνη, ή του Λυκάονα η κόρη;

Μένιππος: Εάν τις συναντήσω κάπου, θα τις ρωτήσω και θα μάθω τι λένε. Εσύ, όμως, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντης όπως μετά, ή μόνον όταν έγινες άνδρας έγινες και μάντης;

Τειρεσίας: Βλέπω ότι αγνοείς όλη μου την ιστορία, εκτός δε των άλλων ότι διέλυσα μίαν φιλονικία των θεών και η μεν Ήρα με τύφλωσε, ο δε Δίας για να με παρηγορήσει για τη συμφορά που με βρήκε, μου έδωσε την μαντική ικανότητα.

Μένιππος: Ακόμη επιμένεις στα ψέματά σου, Τειρεσία; Αλλ' είσαι κι συ όπως οι άλλοι μάντεις, οι οποίοι ποτέ δεν λένε κάτι σωστό.

 

 

Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 1

 

Κι όταν τον Ωκεανό διαβείς, θα ιδείς ένα ακρογιάλι

μικρό, με γύρω φουντωτά της Περσεφόνης δάση,

όλο από λεύκες λυγερές κι ιτιές καρποτινάχτρες.

Εκεί στον άπατο Ωκεανό ν' αράξεις το καράβι,

και συ στον Άδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο,

που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος

κι ο Κωκυτός, απ' τα νερά της Στύγας ξεκομμένος

κι οι βροντολάλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν.

Εκεί, λοιπόν, πολέμαρχε, κοντά κοντά περνώντας,

άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος

και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,

μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,

τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι.

Και τάξε στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες,

σαν πας στο Θιάκι, στέρφα σου δαμάλα να τους σφάξεις,

την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσεις,

κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο

να σφάξεις το καλύτερο που θα ᾽χεις στο κοπάδι.

Και στα σεβάσμια των νεκρών να δεηθείς τα πλήθη,

σφάξε κριάρι τότε εκεί και μαύρη προβατίνα,

γυρίζοντας στ' αφώτιστο σκοτάδι το λαιμό τους,

και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα.

Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα ᾽ρθουν,

και τους συντρόφους πρόσταξε κατόπι να σηκώσουν

τ' αρνιά που κείτουνται στη γης σφαγμένα με μαχαίρι,

κι αφού τα γδάρουν, στης φωτιάς τη φλόγα να τα κάψουν,

στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.

Και συ τραβώντας το σπαθί κάτσε και μην αφήνεις

τις άζωες κάρες των νεκρών στο αίμα να ζυγώσουν

καθόλου, πριν συμβουλευτής το γερο - Τειρεσία.

Τότε σε λίγο θα φανεί, πολέμαρχε, ο προφήτης

κι ευτύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος,

και στην πατρίδα πώς θα πας τη θάλασσα περνώντας.

(Οδύσσεια κ 508-540, μετ. Ζ. Σίδερης)

 

 

Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 2

 

Κι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις

χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο

πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας,

σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι,

κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε,

κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε

κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια.

Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου:

Σα σε ανταμώσει εκεί στη στράτα σου κανένας πεζολάτης

και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πως κουβαλάς τον ώριο,

στο χώμα τότε το καλάρμοστο να μπήξεις λέω κουπί σου,

κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα,

κριάρι και κάπρι λατάρικο και ταύρο σφάζοντάς του,

γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες

μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν,

σε όλους γραμμή.

(Οδ. λ 119-134, μετ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής)

 

 

Η οργή του Οιδίποδα για τη σιωπή του Τειρεσία

 

ΤΕΙ. Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη

λύῃ φρονοῦντι· ταῦτα γὰρ καλῶς ἐγὼ

εἰδὼς διώλεσ᾽· οὐ γὰρ ἂν δεῦρ᾽ ἱκόμην.

ΟΙ. Τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἄθυμος εἰσελήλυθας.

ΤΕΙ. Ἄφες μ᾽ ἐς οἴκους· ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ

κἀγὼ διοίσω τοὐμόν, ἢν ἐμοὶ πίθῃ.

ΟΙ. Οὔτ᾽ ἔννομ᾽ εἶπας οὔτε προσφιλῆ πόλει

τῇδ᾽ ἥ σ᾽ ἔθρεψε, τήνδ᾽ ἀποστερῶν φάτιν.

ΤΕΙ. Ὁρῶ γὰρ οὐδὲ σοὶ τὸ σὸν φώνημ᾽ ἰὸν

πρὸς καιρόν· ὡς οὖν μηδ᾽ ἐγὼ ταὐτὸν πάθω-

ΟΙ. Μή, πρὸς θεῶν, φρονῶν γ᾽ ἀποστραφῇς ἐπεὶ

πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ᾽ ἱκτήριοι.

ΤΕΙ. Πάντες γὰρ οὐ φρονεῖτ᾽· ἐγὼ δ᾽ οὐ μή ποτε

τἄμ᾽, ὡς ἂν εἴπω μὴ τὰ σ᾽, ἐκφήνω κακά.

ΟΙ. Τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις, ἀλλ᾽ ἐννοεῖς

ἡμᾶς προδοῦναι καὶ καταφθεῖραι πόλιν;

ΤΕΙ. Ἐγὼ οὔτ᾽ ἐμαυτὸν οὔτε σ᾽ ἀλγυνῶ· τί ταῦτ᾽

ἄλλως ἐλέγχεις; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου.

ΟΙ. Οὐκ, ὦ κακῶν κάκιστε, καὶ γὰρ ἂν πέτρου

φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας, ἐξερεῖς ποτε,

ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἄτεγκτος κἀτελεύτητος φανῇ;

ΤΕΙ. Ὀργὴν ἐμέμψω τὴν ἐμήν, τὴν σὴν δ᾽ ὁμοῦ

ναίουσαν οὐ κατεῖδες, ἀλλ᾽ ἐμὲ ψέγεις.1

ΟΙ. Τίς γὰρ τοιαῦτ᾽ ἂν οὐκ ἂν ὀργίζοιτ᾽ ἔπη

κλύων ἃ νῦν σὺ τήνδ᾽ ἀτιμάζεις πόλιν;

ΤΕΙ. ῞Ηξει γὰρ αὐτά, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω.

ΟΙ. Οὐκοῦν ἅ γ᾽ ἥξει καὶ σὲ χρὴ λέγειν ἐμοί.

ΤΕΙ. Οὐκ ἂν πέρα φράσαιμι· πρὸς τάδ᾽, εἰ θέλεις,

θυμοῦ δι᾽ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη.

ΟΙ. Καὶ μὴν παρήσω γ᾽ οὐδέν, ὡς ὀργῆς ἔχω,

ἅπερ ξυνίημ᾽.

 

Μετάφραση

 

ΤΕΙ. Αλίμονο, πόσο φοβερό είναι να γνωρίζει κανείς την αλήθεια,

όταν δεν ωφελεί αυτόν που την κατέχει· αυτά τα ήξερα καλά,

όμως τα ξέχασα· αλλιώς δεν θα ερχόμουν εδώ.

ΟΙ. Τι λες; Πόσο βαρύθυμος έχεις έλθει…

ΤΕΙ. Άσε με να γυρίσω στο σπίτι μου· γιατί πιο εύκολα θα υπομείνεις

τη μοίρα σου και εγώ τη δική μου, αν μ' ακούσεις.

ΟΙ. Ούτε νόμιμα μίλησες ούτε αγαπητά για την πόλη αυτή

που σε ανέθρεψε, στερώντας την από την μαντεία.

ΤΕΙ. Βλέπω πως τα λόγια σου δεν θα σου βγουν

σε καλό· για να μην πάθω κι εγώ το ίδιο…

ΟΙ. Μη, για όνομα των θεών, ενώ ξέρεις, γυρνάς την πλάτη σου σε εμάς, γιατί

όλοι εδώ προσπέφτουμε ικέτες σε σένα.

ΤΕΙ. Γιατί κανένας σας δεν ξέρει την αλήθεια· εγώ όμως ποτέ

δεν θα φανερώσω τις δικές μου συμφορές, για να πω τις δικές σου.

ΟΙ. Τι λες; Ενώ ξέρεις, δεν θα μιλήσεις, αλλά σκέφτεσαι

να μας προδώσεις και να καταστρέψεις την πόλη;

ΤΕΙ. Εγώ δεν θέλω να προκαλέσω πόνο ούτε στον εαυτό μου ούτε σε σένα·

γιατί μάταια ρωτάς; Γιατί τίποτε δεν θα μάθεις από εμένα.

ΟΙ. Άθλιε των αθλίων, γιατί και πέτρα

θα εξόργιζες, δεν θα μιλήσεις ποτέ

αλλά θα στέκεσαι έτσι σκληρός και άκαρδος;

ΤΕΙ. Μέμφθηκες τη δική μου την οργή, αυτή όμως

που κατοικεί μαζί σου δεν την κατάλαβες και εμένα κατηγορείς.

ΟΙ. Γιατί ποιος δεν θα οργιζόταν ν' ακούει τέτοια λόγια

με τα οποία εσύ τώρα ατιμάζεις την πόλη;

ΤΕΙ. Θα αποκαλυφθούν αυτά, ακόμη κι αν εγώ τα καλύψω με τη σιωπή μου

ΟΙ. Αυτά, λοιπόν, που είναι να έρθουν πρέπει και συ να τα πεις σε μένα

ΤΕΙ. Δεν θα πω ούτε λέξη περισσότερο. και συ μπορείς, αν θέλεις,

στον πιο άγριο τον θυμό να ξεσπάσεις.

ΟΙ. Κι εγώ, λοιπόν, έτσι που είμαι οργισμένος, τίποτε δεν θα παραλείψω

απ' αυτά που σκέφτομαι.

 

(Σοφ., Οιδ. Τ., στ. 334-346)

 

 

Η οργή του Κρέοντα για τις προφητείες του Τειρεσία

 

ΤΕΙ. Πόσο είναι η γνώση το πιο πρώτο απ' όλα.

ΚΡ. Όσο, φαντάζομαι, η ανεμυαλιά το πιο χειρότερο είναι.

ΤΕΙ. Κι όμως είσαι

απ' αυτή την αρρώστια εσύ γεμάτος.

ΚΡ. Δε θέλω σ' ένα μάντη ν' απαντήσω κι εγώ μ' άσκημη γλώσσα.

ΤΕΙ. Όμως το κάνεις

όταν μου λες πως ψέματα μαντεύω.

ΚΡ. Γιατ' είναι φιλοχρήματη όλη η φάρα των μάντηδων.

ΤΕΙ. Μα και των βασιλιάδων

τ' αδιάντροπ' αγαπά τα κέρδη.

ΚΡ. Ξέρεις πως όσα λες τα λες σε βασιλιάδες;

ΤΕΙ. Το ξέρω, αφού την πόλη έχεις σώσει

χάρη σε μένα.

ΚΡ. Σοφός μάντης είσαι μα τ' άδικ' αγαπάς.

ΤΕΙ. Θα μ' αναγκάσεις

να βγάλω όσα στο νου φυλάω κλεισμένα.

ΚΡ. Βγάλε τα, φτάνει μην τα λες για κέρδος.

ΤΕΙ. Ώστε εγώ τέτοιος φαίνομαι για σένα;

ΚΡ. Μάθε πως την ιδέα μου δε θ' αλλάξεις.

(Σοφ., Αντ., στ. 1050-1063, μετ. Ι. Γρυπάρης)

 

 

Οι προφητείες του Τειρεσία στον Κρέοντα

 

Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Τειρεσίας περιγράφει την αναποτελεσματική θυσία που τέλεσε, αναπαράσταση, στην ουσία, του διαμελισμού και της σήψης του άταφου σώματος του Πολυνείκη:

 

Καθόμουν

στου ορνιθοσκόπου τον αρχαίο το θρόνο,

που ήταν για μένα κάθε οιωνού λιμάνι,

όταν άξαφν' ακούω παράξενες

κραξιές πουλιών, που σκλήριζαν με μια άγρια

παραφορά κι ακατανόητο τρόπο·

κατάλαβα πως με τα φονικά τους

τ' αρπάγια σπαραζότανε, γιατ' ήταν

όχι κουφός ο φτεροσάλαγός των·

και τρομαγμένος δοκιμάζω αμέσως

πάνω σε ολόφλογους βωμούς να πάρω

μαντεία απ' τη φωτιά, μα ο Ήφαιστος

δεν έλαμπε απ' τα θύματα κι απάνω

στη στάχτη απ' τα μεριά αχνιστό το πάχος

ανάλυωνε και κάπνιζε και σκούσε

και σκόρπιες οι χολές ψηλά πετιόνταν·

μα τα μεριά, μια που έρεψε όλη γύρω

η σκέπη που τα τύλιγε, έξω εμείναν.

Τέτοιο χαμένο τέλος τα σημάδια

της σκοτεινής αυτής θυσίας πως πήραν

απ' το παιδί αυτό μάθαινα, που μου είναι

οδηγός μου, καθώς εγώ των άλλων·

γιατ' οι βωμοί και των θεών οι εστίες

έχουν γιομίσει απ' τα σκυλιά και τα όρνια

με τ' αποφάγια από του σκοτωμένου

άμοιρου γιου του Οιδίποδα τις σάρκες·

και γι' αυτό πια οι θεοί δε δέχουνται

από μας ούτε προσευχές θυσίας,

ούτε τη φλόγα από μεριά κομμένα,

κι ουδέ πουλί κανένα πια δεν κράζει

με καλοσήμαδες φωνές, γιατ' έχουν

γευτή πηγμένο γαίμα πεθαμένου.

(Σοφ., Αντ. 1005-1022, μετ. Ι. Γρυπάρης)

 

 

Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Οι μαστοί του Τειρεσία, 1917

 

Οι μαστοί του Τειρεσία είναι ένα δίπρακτο σουρεαλιστικό δράμα του θεμελιωτή του μοντερνισμού Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Στόχος των Μαστών του Τειρεσία ήταν να διασκεδάσει το κοινό του και να προκαλέσει το ενδιαφέρον του για μια πληθώρα θεμάτων, όπως η καταπίεση που υφίσταται το γυναικείο φύλο (άμεση σχέση με την αλλαγή φύλου του Τειρεσία), ο φεμινισμός, η χειραφέτησή του, ο ενστερνισμός ενός ανοίκειου ρόλου από τα δύο φύλα, η υπογεννητικότητα και οι συνέπειές της, η κοντόφθαλμη εξουσία των αστυνομικών δυνάμεων, ο πόλεμος, η σκανδαλοθηρία της δημοσιογραφίας, η απουσία κοινωνικής μέριμνας, και η άνιση κατανομή του πλούτου. Το έργο αφήνει χώρο για μια αληθινή αισιοδοξία, που παρηγορεί στη στιγμή και αφήνει να ανθίσει η ελπίδα.

 

 

Οι μεταμορφώσεις του Τειρεσία

 

Ο λόγος για τον Δία. Μια φορά, από γλυκό κρασί χαλαρωμένος

δεν έβαζε μαράζι στην καρδιά, και στο ραχάτι απάνω με την Ηρα

καλαμπουρίζαν, όταν ξαφνικά γύρισε κι είπε: "Βέβαια οι γυναίκες

το φχαριστιούνται πάντα πιο πολύ από τους άντρες πάνω στο κρεβάτι".

"Διαφωνώ" επέμενε αυτή. Στον Τειρεσία, τον σοφό, αποταθήκαν

που τα 'χε δοκιμάσει και τα δυο, καθότι υπήρξε και άρρενας και θήλυ.

Αυτός ο Τειρεσίας μια φορά συνάντησε δυο φίδια μες στο δάσος

που ζευγαρώναν, και με το ραβδί τα χτύπησε χαλνώντας τη δουλειά τους.

Το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό: από άντρας που ήταν έγινε γυναίκα,

κι έμεινε θηλυκός χρόνους εφτά· και ύστερα, στον όγδοο χρόνο απάνω

έτυχε να τα δει ξανά· "λοιπόν, αν είναι μαγικό το χτύπημά σας

και δύναται το φυσικό εκεινού που έδωσε το χτύπημα ν' αλλάζει,

θα σας χτυπήσω άλλη μια φορά". Τα έκρουσε και πάλι με τη ράβδο

και γύρισε στην πρώτη του μορφή, την αντρική, ως ήταν γεννημένος.

Γι' αυτό λοιπόν ορίστηκε κριτής, και ως κριτής στη δίκη-καλαμπούρι

πήρε σαφώς το μέρος του Διός. Χολώθηκε βαρύτατα η Ήρα -

ασήμαντος, που λεν, η αφορμή, μα κάκιωσε αυτή υπέρ το δέον.

Βαρύτατη και του κριτή η ποινή: του στέρησε τα μάτια διά βίου.

Σύμφωνα με την τάξη τ' ουρανού, κανείς θεός θεού τα πεπραγμένα

δεν ακυρώνει. Για το λόγο αυτό τον τυφλωμένο Τειρεσία ο Δίας

ευλόγησε με γνώση μαντική - διάκριση που αλάφρυνε τον πόνο.

Απ' τον καιρό εκείνος ξακουστός στης Βοιωτίας γύριζε τα μέρη

και μοίραζε αλάθευτους χρησμούς σε όσους υποβάλλουν ερωτήσεις.

(Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 318-340, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Τειρεσίας και Λειριόπη

 

Τη σιγουριά του στα προγνωστικά δοκίμασε εν πρώτοις η Λειριόπη,

νύμφη αυτή γλαυκή του ποταμού, που ο Κηφισός μια μέρα φουσκωμένος

την πλάκωσε με τα πολλά νερά, και στανικά μες στο βαθύ του ρέμα

την έκανε δικιά του. Στους εννιά τους μήνες η πανώρια εκείνη νύμφη

γέννησε τέκνο σπάνιας ομορφιάς - βρέφος ακόμα και το λαχταρούσες!

Νάρκισσο είπε η μάνα το παιδί· κι όταν γι' αυτό ρωτήθηκε ο μάντης

αν του 'λαχε πολύχρονη ζωή ως τα βαθιά γεράματα φτασμένη,

η απόκριση που δόθηκε ήταν "Ναι, όσο καιρό δε θα νογάει ποιος είναι".

Ο λόγος τούτος για καιρόν πολύ φάνταζε κούφιος, κι όμως βγήκε αλήθεια:

βρήκε ανήκουστη μανία το παιδί κι αλλόκοτος χαμός το καρτερούσε.

(Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 341-350, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ο μύθος του Νάρκισσου ως μίτος για τη ζωγραφική και την τέχνη γενικότερα

 

Ο ιταλός πολυμαθής ουμανιστής Leon Battista Alberti (1404-1472) ονόμαζε τον Νάρκισσο πρώτο ευρετή της ζωγραφικής: «τι άλλο θα μπορούσες να αποκαλέσεις ζωγραφική από το αγκάλιασμα με τη βοήθεια της τέχνης της επιφάνειας του νερού της πηγής;». Παίζει κανείς στη ζωγραφική με τη διπλή εικόνα που υπάρχει μόνο όταν το νερό δεν είναι ταραγμένο. Διαφορετικά, το είδωλο αλλοιώνεται με κάθε ταραχή. Η Πέπη Ρηγοπούλου, στο βιβλίο της Ο Νάρκισσος. Στα ίχνη της εικόνας και του μύθου (Αθήνα: Πλέθρον 1994), σημειώνει ότι ο Νάρκισσος αρνείται να δεχτεί το στιγμιαίο της ωραιότητας της εικόνας του στα νερά της λίμνης και να δεχτεί τη συνεχή απώλεια και εύρεση της ταυτότητας. ότι είναι ο δυστυχισμένος ηδονοβλεψίας μιας ηδονής που οδηγεί στην οδύνη και τον θάνατο. είναι αυτός που φοβάται ότι, αν χάσει το πρόσωπό του, δεν θα το ξαναβρεί. Οι ρίζες μιας τέτοιας δοξασίας είναι παλιές, ο ονειροκρίτης Αρτεμίδωρος (ύστερος 2ος αι. μ.Χ.) έλεγε ότι «το καθρέφτισμα στο νερό σημαίνει θάνατο γι' αυτόν που καθρεφτίζεται ή για κάποιο κοντινό του πρόσωπο»(Ονειροκριτικά 2.7).

Με μίτο τον μύθο του αυτοαναφορικού Νάρκισσου η Ρηγοπούλου δείχνει ότι στην τέχνη κυριαρχούν η μεταμόρφωση, η καθαρή σειρά των φαινομένων, το μη ατομικό, πολλαπλό και ρευστό σώμα, ικανό για όλες τις μεταμορφώσεις, ελευθερωμένο από τον καθρέφτη του εαυτού του και την υποκειμενικότητα, προδότη του είδους του, παραδομένο σε κάθε αποπλάνηση, εκτεθειμένο στον ίλιγγο των άλλων ειδών και στην ερωτική αποπλάνηση, στην ετερότητα του άλλου φύλου και του άλλου είδους, που διασκορπίζεται σε εμφανίσεις, και δεν πεθαίνει· σώμα που δεν γνωρίζει την τάξη αλλά την ιλιγγιώδη μεταβολή, ανοιχτό σε παραπλανήσεις και περιπλανήσεις. Το κυρίαρχο σε μια τέτοια δημιουργία είναι η αντιστρεψιμότητα και η μίμηση-προσποίηση, το παιχνίδι των μορφών και η διείσδυση ή μεταλλαγή της μιας στην άλλη, το συνεχές ανέβασμα στη σκηνή, στον τόπο αυτόν της ψευδαίσθησης αλλά και της ανάδυσης της αλήθειας, ένα συνεχές πηγαινέλα ανάμεσα στον ορατό και το αόρατο, μια πρόκληση για συνάντηση της ζωής με τον θάνατο, ένα ερωτικό ραντεβού, βίωση θρησκευτική, αγωνία για την αλήθεια (α-λήθεια, μη λήθη, συνεχής παρουσία μέσα από τη μνήμη).

 

 

Όψη και ήθος του Νάρκισσου

 

Μεγάλωνε του Κηφισού ο γιος, κι έκλεινε τώρα τα δεκάξι χρόνια-

κορμοστασιά και όψη εφηβική με του άντρα συνταιριάζονταν τη νιότη.

Λεβέντες τον εγύρεψαν πολλοί, πολλές τον λαχταρήσανε κοπέλες.

ήταν ωραίος, ήταν δροσερός, όμως σκληρή κι αγέρωχη η καρδιά του,

ποτέ του δεν τον άγγιξε κανείς, μήτε κοπέλες μήτε άντρα χέρι.

[…]

Του Νάρκισσου τα θύματα πολλά: απρόσιτος και με παρόμοιο τρόπο

αρνιότανε τις νύμφες των δασών, των ποταμών, αρνιόταν και τους άντρες

[…]

(Οβ., Μετ. 3. 351-355, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)

 

 

 

Ηχώ και Νάρκισσος: η ακουστική ψευδαίσθηση

 

Μια μέρα κυνηγούσε το παιδί [ο Νάρκισσος] από τους άλλους είχε

ξεμακρύνει

και φώναξε «παιδιά, είστε εδώ;» -«εδώ», του αντιλάλησε εκείνη [η Ηχώ].

Έστρεψε γύρω έκπληκτος να δει, έφερνε πέρα-δώθε τη ματιά του

και «τότε έλα!» είπε δυνατά - το « έλα» ξαναγύρισε στ' αφτιά του.

Κοιτάει ξανά τριγύρω του. κανείς! Δε φαίνεται ψυχή μέσα στα δάση,

«έλα λοιπόν», φωνάζει - και ξανά ακούει ακριβώς την ίδια φράση.

Τον ξεγελάει τούτη η φωνή, που είναι της φωνής του η ρεπλίκα,

και λέει «έλα, να 'μαστε μαζί!» Αυτός ο λόγος ήταν σκέτη γλύκα

για την Ηχώ που απάντησε «μαζί!»

(Οβ., Μετ. 3. 379-387, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)

 

 

Νάρκισσος και Νάρκισσος: η οπτική ψευδαίσθηση

 

Δίψασε, κι όπως έσκυψε να πιει, εντός του δίψα αλλιώτικη θεριεύει:

μες στο νερό που πίνει μια μορφή, μορφή που μονομιάς τον συνεπαίρνει.

Θωρεί εικόνα και θαρρεί κορμί - ασώματο, που ωστόσο δίνει ελπίδα.

Σαστίζει με τον «άλλον» που είναι αυτός - ακίνητος εκεί, μαρμαρωμένος,

άγαλμα από πέτρα παριανή, κι η όψη του στραμμένη στην εικόνα.

Βλέπει γερμένος πάνω στο νερό τα μάτια του, τα δίδυμα αστέρια,

την κόμη που μπορεί να παραβγεί αντάξια με Απόλλωνα και Βάκχο,

άνηβα μάγουλα και φίλντισι λαιμό, την όψη του την κοντυλογραμμένη,

την πάλλευκη, σαν χιόνι καθαρό βαμμένο με του ρόδου τις εξάψεις.

Του εαυτού του τώρα θαυμαστής, παθαίνεται γι' αυτά που τον θαυμάζουν,

τον εαυτό του ανήξερος ποθεί, παινεύει και παινεύεται συνάμα,

μνηστήρας και λαχτάρα του μαζί, καίγεται μες στις φλόγες που ανάβει.

Πόσες φορές το απατηλό νερό δε φίλησε! Τόσα φιλιά χαμένα:

Πόσες φορές στο γάργαρο νερό δε βύθισε τα χέρια ν' αγκαλιάσει

ό,τι θωρούσε, σώμα και λαιμό - πόσες φορές… κι «αυτός» δεν ήταν μέσα!

Αυτό που βλέπει δεν το εννοεί. Αδιάφορο! Τον καίει αυτό που βλέπει.

η πλάνη μες στα μάτια του βαθιά - τον ξεγελάει μαζί και τον ξανάβει.

(Οβ., Μετ. 3. 351-355, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)

 

 

Πύραμος και Θίσβη

 

[Ο Πύραμος] Το γέμισε [το σάλι] με δάκρυ και φιλί - «αλίμονο, πόσο καλά σε ξέρω!

Ώρα κι από τις φλέβες μου να πιεις το αίμα αυτό που τώρα σου προσφέρω».

Είχε ζωσμένο πάνω του σπαθί. το έμπηξε βαθιά στα σωθικά του,

κι όπως ακόμα έκαιγε η πληγή το τράβηξε την ώρα του θανάτου.

Σωριάστηκε ανάσκελα στη γη, το αίμα του τινάχτηκε ως απάνω,

σαν το νερό που βρίσκει τη ρωγμή καθώς κυλάει σε λούκι μολυβένιο

και στενεμένο μες στην περασιά συρίζοντας απάνω στη σχισμάδα

σαν πίδακας τινάζεται ψηλά - όμοια το αίμα που έτρεχε

στις φλέβες σκορπίζονταν ολόγυρα με ορμή και σιντριβάνι ράντιζε το

δέντρο

κάνοντας τη χροιά του πορφυρή. και ποτισμένη η ρίζα του κι εκείνη

ανέβασε πορφύρα στους καρπούς και πέρασε στα μούρα τη βαφή της.

 

Η Θίσβη, όταν βρήκε το σώμα του αγαπημένου της είπε ανάμεσα στα άλλα και τούτα:

 

Κι αν ήταν μοναχά να μας χωρίσει

ο θάνατος, τώρα μήτε κι αυτός μπορεί να σε κρατήσει μακριά μου.

Και άλλο τίποτε δε θέλω, μόνο αυτό, χάρη που σας ζητώ και για τους δυο

μας:

στο πένθος και τη μαύρη συφορά, γονιοί μου και γονιοί του, μη σκεφτείτε

να μας στερήσετε ταφή. αντάμα ας σκεπάσει η γη εκείνους

που ζώντας αγαπήθηκαν πολύ και στη στερνή τους ώρα δε χωρίσαν.

Κι εσύ της πίκρας και του θανάτου μουριά, με τα κλωνιά που σκέπουν τώρα

έναν,

δέντρο, σκεπή σε λίγο και για τα δυο κορμιά που θα πλαγιάζουν από κάτω,

κράτα σημάδια από το φονικό: πένθιμο κάρπιζε και μαυροφορεμένο,

θύμιζε με το χρώμα του καρπού αίμα διπλό και αδικοχυμένο».

Αυτά τα λόγια που είπε. χαμηλά το ξίφος του στο στήθος της γυρνώντας

στην κοφτερή του έπεσε αιχμή που άχνιζε από το άλλο αίμα.

Άγγιξε η δέησή της τους θεούς, άγγιξε και τους άμοιρους γονιούς τους:

ολόμαυρος του δέντρου ο καρπός σαν έρθει ο καιρός του κι ωριμάζει,

κοινή υδρία τώρα και των δυο τη μαζωμένη τέφρα αγκαλιάζει.

(Οβ., Μετ. 4. 117-127, 152-166, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)

 

 

Σύριγγα και Πάνας

 

Ιδού τι αποκρίθηκε ο Ερμής: «Κάποτε στα βουνά της Αρκαδίας,

στη Νώνακρη με τα πολλά νερά, μια ναϊάδα ζούσε, απ' τις νύμφες

των ρουμανιών η πλέον ζηλευτή. Σύριγγα τη φωνάζανε οι άλλες.

Που λες, λοιπόν, η Σύριγγα αυτή ξεγλίστραγε απ' όλους τους μνηστήρες -

γιατί τη λαχταρήσανε πολλοί, σάτυροι που την παίρναν στο κατόπι

κι άλλα δαιμονικά που σεργιανάν στων ρουμανιών τα σκιερά λημέρια

και μέσα στους πολύκαρπους αγρούς. Αυτή την Άρτεμη είχε μονάχη έγνοια,

κόρη παρθένα, και στη φορεσιά την πέρναγες για της Λητώς την κόρη.

κι αν ήτανε κεράτινο αυτηνής, ολόχρυσο της Άρτεμης το τόξο,

λάθευες τη θνητή για τη θεά. Μια μέρα που γυρνούσε απ' του Λυκαίου

το διάσελο, ο Πάνας τη θωρεί, στεφανωμένος με πευκοβελόνες,

και τέτοιο λόγο λέει της κοπελιάς…» - του Πάνα θα του έλεγε τα λόγια,

το πώς αψήφησε η νύφη το θεό και τρέχοντας στ' απόμερα του δάσους

φτάνει σε ποταμιά αμμουδερή, στου Λάδωνα το κρουσταλλένιο ρέμα.

πώς τότε η βαθιά νεροσυρμή εμπόδιζε το δρόμο της, κι εκείνη

τις αδελφές της, νύμφες του νερού, ικέτεψε ν' αλλάξουν τη μορφή της.

πώς την επήρε ο Πάνας αγκαλιά κι ενώ θαρρούσε πως κρατεί την κόρη

αντίς για κείνη βρέθηκε ο θεός με καλαμιά του βάλτου αγκαλιασμένος,

κι όταν βαθύς του βγήκε στεναγμός κινήθηκε ο αέρας στο καλάμι

κι έβγαλε εκείνο ήχο λιγυρό, ήχο λεπτό και παραπονεμένο.

πώς, τέλος, ο θεός με τη γλυκιά πρωτάκουστη φωνή συγκινημένος

«αλλιώς σε θέλησα», είπε, «δε βολεί· μα έστω κι έτσι θα 'μαστε αντάμα».

Κι απ' τον καιρό εκείνο στη σειρά καλάμια άνισα και με κερί δεμένα

φκιάσανε τ' όργανο που σύριγγα το λεν και κράτησαν το όνομα της νύμφης.

(Οβ., Μετ. 1. 689-712, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)

 

 

Νιόβη: Curriculum vitae

 

Αυτός ο Τάνταλος είχε ένα γιο, τον Πέλοπα, και μια κόρη, τη Νιόβη, που γέννησε επτά γιους και επτά κόρες, ομορφότερη η μία από την άλλη. Για τα πολλά της παιδιά περηφανευόταν και πολλές φορές καυχιόταν και έλεγε ότι ήταν πιο ευλογημένη και από τη Λητώ. Έπειτα, λένε οι μύθοι, η Λητώ οργίστηκε και πρόσταξε τον Απόλλωνα να τοξεύσει τους γιους της Νιόβης και την Άρτεμη τις κόρες. Κι όταν τα παιδιά υπάκουσαν στη μητέρα τους και τόξευσαν ταυτόχρονα τα παιδιά της Νιόβης, την ίδια εκείνη στιγμή συνέβη ώστε η Νιόβη να είναι και εύτεκνη και άτεκνη. (Διόδ. Σ. 4.74.3)

 

 

Ο Αχιλλέας μιλά για τη Νιόβη

 

Ο Αχιλλέας παρακινεί τον Πρίαμο να δειπνήσουν, θυμίζοντας στον γέροντα πατέρα ότι ως και η Νιόβη έφαγε, όταν απόκαμε από τον θρήνο για τον χαμό των παιδιών της. Η λήψη τροφής ήταν σημαντική, γαιτί δήλωνε ότι οι συγγενείς που πενθούσαν τον νεκρό τους επανέρχονταν σταδιακά στη ζωή:

 

Και τώρα να δειπνήσομεν, ω γέρε, ας στοχασθούμε

ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη

τροφήν να πάρ' η δύστυχη σ' εκείνην την ημέραν

που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα

έξι ανδρειωμέν' αγόρια της και έξι θυγατέρες·

τ' αγόρια ο Φοίβος φόνευσε με τ' αργυρό του τόξο,

τες κόρες πάλ' η Άρτεμις από χολήν που επήραν,

ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη,

πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δύο μόνον.

Και όμως οι δύο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα

στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει

δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας.

Κι οι επουράνιοι θεοί τους δέκα τους εθάψαν

αλλά στα δάκρυ' απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη

τροφήν να πάρ' η δύστυχη· και τώρα στου Σιπύλου

τα έρμα όρη τ' άγρια κει που ησυχάζουν νύμφες

από χορούς που έστησαν στες άκρες του Αχελώου,

τον πόνον πόχει απ' τους θεούς και πέτρα ως είναι τρέφει.

Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε.

(Όμ., Ιλ. Ω 601-619, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

 

Οι τιμωρίες του Διόνυσου

 

Οι τιμωρίες που επιβάλλει ο Διόνυσος είναι σκληρές και επιπλέον φαίνονται παράξενες: τις πιο πολλές φορές ο θεός μοιάζει να επιβάλλει ως τιμωρία την εκτέλεση των ίδιων των τελετουργών του. Οι τρεις Καδμείες, οι τρεις Μινυάδες, οι γυναίκες του Άργους διαπράττουν μια παιδοκτονία με σπαραγμό, που θα μπορούσε να ήταν μια διονυσιακή θυσία. Και είναι, τω όντι, στο επίπεδο των λατρευτικών επιθέτων του θεού, «διαμελιστής ανθρώπων» (ανθρωπορραίστης), καταναλωτής ωμής σάρκας (ωμάδιος και ωμηστής), «φονιάς των νεογνών» (βρεφοκτόνος). Είναι επίσης θυσία μερικές φορές στα κείμενα. στις Βάκχες του Ευριπίδη το «έγκλημα» της Αγάβης αποκαλείται «θυσία». Η έννοια της διονυσιακής θυσίας υπάρχει αλλά στο επίπεδο των λέξεων, των λέξεων της λογοτεχνίας και εκείνων της λατρείας. Η τιμωρία συνίσταται στο να γίνεται επιστροφή στην πρακτική.
(Μαρία Δαράκη, O Διόνυσος και η θεά Γη. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος 1997, σ. 316)

 

 

Μορφές του Διόνυσου

 

ΧΟΡΟΣ

Μα ευθύς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,

μες στο μηρό του τ' άνοιξε

φωλιά καινούριας αγκαστριάς

και μέσα εκεί τον έραψε

με τις βελόνες τις χρυσές,

της Ήρας έτσι να κρυφτεί.

Κι όταν οι Μοίρες έφεραν

την ώρα, εκείνος γέννησε

τον ταυροκέρατο θεό

και φίδια τον στεφάνωσε,

π' όμοια η μαινάδα τα φορά

περιπλεχτά μες στα σγουρά.

(Ευρ., Βάκχες 94-104, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………………

 

ΧΟΡΟΣ (ΚΟΡΥΦΑΙΑ)

Ρίχτε στη γη, μαινάδες, ρίχτε χάμω

τα κορμιά σας που τρέμουν, τι χιμάει

ο αφέντης μας, του Δία ο γιος, δω μέσα

και το παλάτι το φέρνει άνω κάτω

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ασιάτισσες, τόσο πολύ σας τάραξεν ο φόβος

που πέσατε ψαθί στη γης; Το Βάκχο έχετε νιώσει,

θαρρώ, που ταρακούνησε το σπίτι του Πενθέα.

Μα θάρρος! Σηκωθείτε ορθές και διώξτε την τρομάρα !

 

ΧΟΡΟΣ

Ω φως υπέρτατο για μας στη χαρωπή βακχεία,

αναγαλλιάζω να σε δω μέσα στην ερημιά μου.

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σας πήρε η βαροκάρδιση σα μ' έσερναν κει μέσα,

στα μαύρα να με ρίξουνε κατώγια του Πενθέα;

 

ΧΟΡΟΣ

Πώς όχι; Αν πάθαινες κακό, που θά 'βρισκα εγώ σκέπη;

Μα από τα χέρια πώς εσύ του άσεβου αντρός λυτρώθης;

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μονάχος λευτερώθηκα, κ' εύκολα, δίχως κόπο.

 

ΧΟΡΟΣ

Μα με σκοινιά τα χέρια σου δεμένα δε σου τά 'χε;

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εδώ τον καταντρόπιασα· θαρρούσε πώς με δένει,

μα μήδε τόσο με άγγιξε, μόν' έβοσκε στην πλάνη.

Βρήκε έναν ταύρο στα παχνιά που πήγε να με κλείσει,

εκείνον πόδια γόνατα με τα σκοινιά τον δένει,

φυσώντας απ' τη μάνητα, σταλάζοντας τον ίδρο,

τα χείλια του δαγκώνοντας· κ' εγώ ήμουν εκεί δίπλα

και τον κοιτούσα, ατάραχα καθώντας.

(Ευρ., Βάκχες 600-624, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………………

 

ΧΟΡΟΣ

Φανερώσου σαν ταύρος, ώ Βάκχε,

ή καθώς πολυκέφαλο φίδι,

ή λιοντάρι περίφλογο!

Έλα με όψη γελούμενη, ώ Βάκχε,

και στο δίχτυ του θανάτου πιάσε

το σκληρό των βακχών κυνηγάρη,

στο κοπάδι τους μέσα όταν πέσει!

(Ευρ., Βάκχες 1018-1023, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………………

 

ΧΟΡΟΣ

Άιντε χορό να σύρουμε

του Βάκχου, ας σύρουμε φωνή

για του Πενθέα τη συφορά

που από το φίδι έχει γενιά!

Πού τα γυναίκεια φόρεσε

κι άρπαξε θύρσον όμορφο,

αρμάτωμα θανατερό,

και πήρε ταύρο για οδηγό.

Βάκχες της Θήβας, τον τρανό

τον ύμνο τον καλλίνικο,

κλάμα και θρήνο εκάματε.

Αγώνας όμορφος, μαθές,

φονικό χέρι να βουτάς

μες στο αίμα του ίδιου σου παιδιού!

(Ευρ., Βάκχες 1153-1165, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

 

Η Βακχεία

 

Ω Θήβα, τη Σεμέλη εσύ

που ανάστησες! Από κισσό

βάλε στεφάνι· με χλωρό,

καλόκαρπο αρκουδόβατο

γιομώσου, ρίχ' το πληθερό,

και βάκχευε με τα κλαδιά

του ελάτου, της βελανιδιάς·

και τα τομάρια του αλαφιού

τα παρδαλά που θα ντυθείς,

με φούντες ζώσε τα σγουρές,

αρνομαλλίσιες και λευκές·

και σείσε τους ψηλάρμενους

τους θύρσους ευλαβητικά·

όπου και νά 'ναι η πάσα γη

χορούς θα στήσει στο βουνό

-βάκχος λογιέσαι αν βακχευτείς-

που λημεριάζει το πυκνό

γυναικομάνι, απ' αργαλειούς

και χτένια που ξεσήκωσε

με το κεντρί του ο Διόνυσος.

 

Ώ των Κουρητών κατοικία,

της Κρήτης θεοτικά βουνά,

σεις που το Δία γεννήσατε!

Μες στις σπηλιές σας τούτο εδώ

το τσέρκι με το τανυστό

τουμπανοπέτσι μια φορά

μου βρήκαν οι Κορύβαντες,

που 'χουν τα κράνη τρίκορφα·

και μπλέξανε το βρόντο του,

μες στη βακχεία τους τη σφοδρή,

με τη γλυκόλαλη πνοή

απ' τους αυλούς τους φρυγικούς,

και μες στα χέρια το 'βαλαν

της Ρέας της μάνας να βαρεί

με των βακχών τα ευάν ευοί·

κ' οι μανιασμένοι οι Σάτυροι

της θεάς μητέρας το άρπαξαν

και το 'σμιξαν με τους χορούς

τους ταχτικούς στα Δίχρονα

που κάνει ο Διόνυσος χαρά.

 

Τί γλύκα πόχει στα βουνά με θιάσους να συντρέχεις,

να πέφτεις πα στη γης,

και το δερμάτι του αλαφιού ιερό ντύμα να το έχεις,

και να ποθείς να πιεις

αίμα τραγιού που σκότωσαν, τη σάρκα να γυρεύεις

να τη γευτείς ωμή,

στα Φρυγικά, στα Λυδικά τα όρη ν' αναδεύεις

και να γρικάς τα ευοί

Χορό να σέρνει ο Βροντερός,

να τρέχει γάλα ποταμός,

στη γη να τρέχει του κρασιού

το νέκταρ και του μελισσιού!

Σαν τον καπνό του λιβανιού

ψηλά σηκώνει ο βακχευτής

πεύκινη φλόγα φουντωτή

πάνω στου θύρσου την κορφή·

και στην πιλάλα, στο χορό,

τις βουνοπλάνητες κεντά,

τινάζοντας τα χουγιαχτά,

και κατ' ανέμου τρυφερά

πλεξούδια ρίχνοντας χυτά.

Και μέσα στην αλαλαχή

κάνει η φωνή του ν' αντηχεί:

"Βάκχες, εμπρός! Βάκχες, εμπρός!

Μέσα στου χρυσορέματου

του Τμώλου εσείς την μπολικιά.

δοξάζετε το Διόνυσο

με τύμπανα βαρύβροντα

και κάντε στο θεό χαρά

με φρυγικά αναφωνητά,

όταν το καλοκέλαδο

ιερό καλάμι τα ιερά

λαλήματα θα τραγουδά,

τις βάκχες να τις προβοδά

για τα βουνά, για τα βουνά!"

Κ' η βάκχη τότε αναγαλλιά,

και σαν πουλάρι που σκιρτά

πλάι στη φοράδα μάνα του,

παίζει τα πόδια της γοργά.

(Ευρ., Βάκχες 105-169, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

 

Ήρεμος και βίαιος μαιναδισμός. Φόνοι και σπαραγμοί

 

Ο μαιναδισμός έχει δύο εκφάνσεις, μία ήρεμη και την άλλη βίαιη. Η βιαιότητα εκδηλώνεται σαν τιμωρία του Διόνυσου προς όσους απιστούν απέναντί του. Οι δύο μορφές του μαιναδισμού, η ήρεμη επαφή με τη φύση αλλά και οι υπερφυσικές δυνάμεις που αποκτούν όσοι βακχεύουν, και το παράλληλο του φόνου/θυσίας του νεαρού Ίππασου από τη μητέρα του και τις αδελφές της με τον φόνο/θυσία του Πενθέα από τη μητέρα του και τις αδελφές της (τρεις και αυτές συνολικά) περιγράφονται από τον Ευριπίδη στη τελευταία τραγωδία της ζωής του, τις Βάκχες:

 

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

Το κοπάδι τα βόδια σαλαγούσα

ψηλά για τις βοσκές, τότε που ο ήλιος

πρωτοβαρεί τη γης και τη ζεσταίνει.

Τρεις βλέπω ξάφνου συντροφιές γυναίκες,

της μιας αρχηγός ήταν η Αυτονόη,

της άλλης η μητέρα σου η Αγαύη,

και της τρίτης η Ινώ. Αποκαμωμένες

κοιμόνταν όλες· τούτες ξαπλωμένες

σε κλάρες ολοφούντωτες ελάτου,

κι άλλες με το κεφάλι απά σε φύλλα

βελανιδιάς σεμνόπρεπα γυρμένο,

κι όχι, καθώς τις λέγεις, μεθυσμένες

απ' το κρασί κι από του αυλού το λάλο

να κυνηγούν τον έρωτα στα δάση.

Κι ως άκουσε η μητέρα σου τα βόδια

να μουκανιώνται, ανάμεσα στις βάκχες

στάθηκε ολόρθη και φωνή τους βάνει

να σηκωθούν στο πόδι από τον ύπνο.

Και διώχνοντας εκείνες απ' τα μάτια

τη γλύκα του ύπνου, πετάχτηκαν πάνω

εκεί να δεις σεμνότητα από νέες,

μεστωμένες κι ανύπαντρα κοράσια!

Και πρώτα ρίξαν τα μαλλιά στους ώμους,

τα παρδαλά τους λαφοτόμαρα -όσες

τους είχανε λυθεί- τα ξαναδέσαν

και τα ζώσαν με φίδια που γλείφονταν.

Κι άλλες, στον κόρφο τους κρατώντας άγρια

λυκόπουλα ή ζαρκάδια, λευκό γάλα

τους δίναν, όσες νιόγεννες βρέθηκαν

με φουσκωμένα τα βυζιά τους κι είχαν

στα σπίτια τους μωρά παρατημένα·

κι από κισσό φορέσανε στεφάνια

κι από δρυ κι αρκουδόβατο ανθισμένο.

Κάποια απ' αυτές το θύρσο της φουχτώνει,

χτυπά ένα βράχο και νερό αναβρύζει

δροσόπαγο· και μια άλλη το δικό της

στη γη τον μπήγει, κι ο θεός ξεχύνει

βρύση κρασί· κι όσες ποθούσαν το άσπρο

πιοτό, σκαλίζανε το χώμα λίγο

με τ' ακροδάχτυλά τους, κ' ευθύς είχαν

ποτάμια γάλα· κ' έπεφτε απ' τους θύρσους

τους κισσόδετους στάλες γλυκό μέλι.

Ώστε, κι εσύ αν βρισκόσουν εκεί πέρα

και τα 'βλεπες αυτά, θα τον τιμούσες,

με προσευκές το θεό που τώρα βρίζεις.

Συναχτήκαμε τότες οι βουκόλοι

κι οι τσοπάνοι και πήραμε να λέμε

τα τρομερά και θαμαστά που κάναν·

κι ένας πολύξερος λογάς, της χώρας

τριγυριστής, πετάει το λόγο σε όλους:

"Ε σεις που τα σεβάσμια βουνοκάμπια

τα 'χετε για λημέρια σας, τι λέτε

ν' αρπάζαμε τη μάνα του Πενθέα

την Αγαύη δω μέσα απ' τις βακχείες,

το βασιλιά να φχαριστήσουμε έτσι;"

Ο λόγος του μας άρεσε· στα θάμνα

κρυφτήκαμε και στήσαμε καρτέρι.

Κι αυτές, σαν ήρθε η ώρα τους, κίνησαν

τη βακχεία, ανεμίζοντας τους θύρσους

και κράζοντας τον Ίακχο μ' ένα στόμα,

το γιο του Δία το Βροντερό· κι αντάμα

με κείνες το βουνό κι όλα τ' αγρίμια

βακχεύονταν και σάλευαν τα πάντα.

Έτυχε μπρος μου να διαβεί η Αγαύη·

πετάγουμαι απ' τα θάμνα που κρυβόμουν

να την αρπάξω, μα χουγιάζει εκείνη:

"Σκύλες μου γοργοπόδαρες, μας πήραν

οι άντρες του κυνηγού, μόν' ελάτε

κοντά μου, ακολουθάτε μου, τους θύρσους

κρατώντας αντί γι' άρματα στα χέρια!"

Εμείς, αν δε μας ξέσκισαν οι βάκχες,

είναι που γίναμε καπνός· και κείνες,

χωρίς μαχαίρι να κρατούν, χίμησαν

στα γελάδια που βόσκαν το χορτάρι.

Να 'βλεπες τότε με τα χέρια η μια τους

να παλεύει καλόμαστη δαμάλα

που μουγκαλιόταν, και πιο πέρα οι άλλες

γελάδια να τα κάνουνε κομμάτια.

Παγίδια τότε να 'βλεπες και πόδια

διπλόνυχα να ρίχνουνται άνω κάτω,

κι απ' των ελάτων τα κλαδιά πιασμένα

να σταλάζουνε, στο αίμα τυλιμένα.

Και γαυριασμένοι ταύροι, που πριν ώρας

είχαν θυμό στα κέρατα, στο χώμα

γονάτιζαν, καθώς μυριάδες χέρια

κοριτσιών τους τραβούσανε. Κι οι σάρκες

λιανίζουνταν γοργότερα παρ' όσο

τα ρηγικά σου βλέφαρα σφαλίζεις.

Ξεχύθηκαν κατόπι, καθώς σμάρι

πετούμενα που η φόρα τους τα παίρνει,

στα ριζοβούνια κάτω, πλάι στο ρέμα

του Ασωπού, κει που βγαίνει το σιτάρι

το πλούσιο των Θηβαίων και πάτησαν

σαν εχτροί τα χωριά που 'ναι χτισμένα

στου Κιθαιρώνα τις ποδιές -Υσιές

κι Ερυθρές-και διαγούμισαν τα πάντα.

Άρπαζαν τα παιδιά μέσ' απ' τα σπίτια,

κι ό,τι παίρναν στους ώμους δεν το δέναν,

κι αυτό δεν έπεφτε στη γης, κι ας ήταν

χαλκός ή σίδερο· και φλόγες είχαν

απάνω στα μαλλιά, μα δεν τις καίγαν.

Όσοι απ' τις βάκχες έπαθαν στο κουρσός

άρπαξαν αγριεμένοι τ' άρματά τους,

κι ήταν φριχτό να βλέπεις τότε, ω ρήγα!

Οι λόγχες των άντρων δεν τις ματώναν,

μα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους λάβωναν,

κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν

στις πλάτες, ναι! τους άντρες οι γυναίκες·

κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι!

Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν,

στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει.

Νίφτηκαν από το αίμα, και τις στάλες

στα μαγουλά τους γλείφανε τα φίδια.

(Ευρ., Βάκχες 664-768, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………….

 

ΑΓΓΕΛΟΣ

Αφού τα γυροχώρια της Θηβαίας

γης τ' αφήκαμε πίσω και το ρέμα

του Ασωπού το διαβήκαμε, τη ρίζα

του Κιθαιρώνα πιάσαμε, ο Πενθέας

κι εγώ που τον αφέντη μου ακλουθούσα

κι ο ξένος, ο οδηγός μας στο γιορτάσι.

Και πρώτα εμείς σε κλαδερό λακκούδι

καθίσαμε, λαγάζοντας, βαστώντας

τη μιλιά μας, να βλέπουμε μα δίχως

να μας βλέπουν. Παρέκει ένα λαγκάδι

με γκρέμνα δώθε κείθε, μουσκεμένο

στα νερά και βαθίσκιωτο στα πεύκα·

εκεί 'ταν καθισμένες οι μαινάδες

και σε δουλειές τερπνές ήταν δοσμένες.

Τούτες τους θύρσους, που ο κισσός τους είχε

φύγει, ξανά τους τύλιγαν εκείνες,

σαν τις φοραδοπούλες που γλίτωσαν

από τον πλουμιστά ζυγό, τραγούδια

βακχικά η μιά στην άλλη αντιφωνούσαν.

Μα το γυναικομάζωμα ο Πενθέας

ο δόλιος μη θωρώντας, λέγει τότε:

"Ω ξένε, εδώ που στέκουμε, δε σώνω

να δω τις ψεύτικες μαινάδες· όμως,

εκεί στη ράχη, αν σκαρφαλώσω πάνω

σε ψηλόφουντον έλατο, τις πράξες

τις αισχρές των μαινάδων θα ξεκρίνω".

Ετότε πια του ξένου είδα το θάμα·

αρπάζοντας ακρόκλωνο του ελάτου

εφτάψηλο, το σούρνει ίσαμε κάτω

κι ως χάμω εκεί στη μαύρη γης το φέρνει·

λυγούσε αυτό σαν τόξο ή σαν τη ρόδα

που ο διαβήτης το γύρο της χαράζει·

έτσι κι ο ξένος το βουνίσιο κλώνο,

με τα δυο του συγκλίνοντας τα χέρια,

τον λυγούσε στη γη, υπεράνθρωπο έργο.

Και βάνοντας κει πάνω τον Πενθέα,

απ' τα χέρια του αφήνει το κλωνάρι

να ξαναπάει ψηλά, απαλά, με τρόπο

που να μην τον τινάξει η δύναμή του·

και στον αγέρα ο κλώνος ορθός στάθη

και στην κορφή του ο αφέντης μου καβάλα·

μα πιότερο τον είδαν οι μαινάδες

παρά που αυτός τις είδε. Κι ότι που 'χε

φανερωθεί κει πάνω κλαρωμένος,

ο ξένος έγινε άφαντος, εκείνος·

και μια φωνή χουγιάζει απ' τον αιθέρα,

που σίγουρα του Διόνυσου θε να 'ταν:

"Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και μένα

και τη δικιά μου αναγελάει λατρεία·

εσείς παιδέψετε τον!" Καθώς το 'πε,

ιερής φωτιάς εσήκωσε κολόνα

από τη γη να πάει ψηλά στα ουράνια.

Σίγησε ο αιθέρας, και βουβά τα φύλλα

το δασωμένο κράτησε λαγκάδι,

φωνή αγριμιού δεν άκουες· οι μαινάδες,

που τον αχό το αυτί τους δεν τον πήρε

καθαρά, πετάχτηκαν ορθές πάνω

κι ένα γύρο τα μάτια τους τα φέραν.

Τότε ξαναπροστάζει εκείνος· κι όταν

του Κάδμου οι θυγατέρες τη γνώρισαν

την προσταγή τη λαγαρή του Βάκχου,

χιμίσανε γοργές σαν περιστέρια,

η μητέρα του αφέντη μου η Αγαύη,

οι αδερφές της οι ομόσπαρτες κι οι βάκχες

όλες· κι απ' του θεού ξεφρενιασμένες

την εμπνοή, πηδούσαν τους ξεριάδες

της λαγκαδιάς και τους γκρεμούς. Κι ως είδαν

στο έλατο καθισμένο τον αφέντη,

πρώτα με ορμή τον πήραν με τις πέτρες,

πατώντας πα σε βράχο όπως σε πύργο,

και μ' ελάτου κλαριά τον κονταρίζαν.

Κι άλλες θύρσους πετούσαν στον Πενθέα,

σε στόχο ελεεινό· μα δεν τον βρίσκαν.

Απ' το θυμό τους πιο ψηλά καθόταν

ο δύστυχος, τρελός απ' την αγκούσα.

Τέλος, βελανιδιά τετρακλαδιάσαν

και με τους ξύλινους λοστούς ξεχώναν

τις ρίζες του έλατου· χαμένος όμως

πήγε κι αυτός ο κόπος. Τότε η Αγαύη

τους λέγει: "Εμπρός, μαινάδες, κάντε κύκλο

κι απ' τα κλαριά πιαστείτε, αυτό το αγρίμι

το σβέλτο να τσακώσουμε, μη βγάλει

τους μυστικούς χορούς του θεού στα φόρα".

Με μύρια χέρια εκείνες τότε αρπάξαν

το ελάτι κι απ' το χώμα το ανασπάσαν·

κι από τα ύψη που καθόταν, χάμω

γκρεμίζεται ο Πενθέας με πολύ σκούσμα,

τι ένιωσε δα τη συφορά κοντά του.

Πρώτη η μάνα του βάνει αρχή στο φόνο

και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει

απ' τα μαλλιά του το ανάδεμα, μήπως

η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει

και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει,

πιάνοντάς της το μάγουλο: "Μητέρα,

εγώ 'μαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας,

που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι·

λυπήσου με, μητέρα, για δικό μου

αμάρτημα το γιο σου μη σκοτώσεις!"

Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει

τ' αλλοπαρμένα μάτια της, τη γνώση

ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει,

και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα!

Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει

τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του,

του αρμοχωρίζει τον ώμο, του δόλιου,

όχι απ' τη δύναμή της· μες στα χέρια

της έβανε ο θεός τη γεροσύνη.

Απ' την άλλη, η Ινώ χερομαχούσε

να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάμα

η Αυτονόη και το λεφούσι οι βάκχες·

κι ήταν μια ανάκατη βοή: να βογκεί

ο μαύρος με όση ανάσα αποκρατούσε,

και κείνες ν' αλαλάζουν! Μια βαστούσε

το καλαμόχερό του, μια το πόδι,

με το σαντάλι ακόμα· κι απόμεναν

ξέσαρκα, σπαραγμένα τα πλευρά του·

κι όλες μαζί, με ματωμένα χέρια,

κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα.

Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω

από βράχους τραχιούς κι άλλα στου λόγκου

τα χαμόδεντρα μέσα σκορπισμένα,

όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο

κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε

η μάνα του, σε θύρσου το 'μπήξε άκρη

σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει

μέσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας

τις αδερφές της σε χορούς μαινάδων.

Για το φριχτό γαυριάζοντας κυνήγι,

ζυγώνει εδώ στο κάστρο, και το Βάκχο

ανακαλεί και συνεργό τον κράζει,

συγκυνηγό και καλλίνικο· ναι, δάκρυα

της χάρισεν αυτός αντί για νίκη.

Εγώ τώρα πηγαίνω, κι από τούτη

τη συφορά αλαργεύω, προτού φτάσει

η Αγαύη στο παλάτι. Η σωφροσύνη

και το σέβας των θεών το πιο όμορφό 'ναι·

αυτό για τους θνητούς το λογαριάζω

για το σοφότερο αγαθό που μπορεί να 'χουν.

(Ευρ., Βάκχες 1043-1152, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

 

Ο άνθρωπος ον πολιτικό

 

Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια· συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο. Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικὸν ζῷον)· ο δίχως πόλη άνθρωπος (θέλω να πω: ο εκ φύσεως δίχως πόλη άνθρωπος, όχι ο δίχως πόλη από κάποια τυχαία συγκυρία) ή είναι άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή είναι ένα ον ανώτερο από τον άνθρωπο· είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος τον στόλισε με τους χαρακτηρισμούς «άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό»· αυτός ο άνθρωπος, ο δίχως πόλη από τη φύση του, είναι -την ίδια στιγμή- και άνθρωπος που παθιάζεται με τον πόλεμο: είναι σαν ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών. (Αριστ. Πολιτικά Α 2, 5-6)

 

 

Ο Άττης στον Οβίδιο

 

Σύμφωνα με τον Οβίδιο (Fasti 4) ο πολύ όμορφος Άττης, που ζούσε στα δάση της Φρυγίας, αγαπήθηκε από τη θεά Κυβέλη με τρόπο αγνό. Γι' αυτό αποφάσισε να τον κρατήσει ιερέα στον ναό της με τον όρο να κρατήσει την αγνότητά του. Όμως τον έρωτα δεν τον σταματά κανένας όρκος, και ο Άττης δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη νύμφη Σαγγαρίτιδα. Οργισμένη η Κυβέλη, έκοψε το δέντρο που ήταν δεμένο με τη ζωή της Νύμφης και ενέβαλε μανία στον Άττη. Στην κρίση επάνω ο νέος απέκοψε τα γεννητικά του όργανα, όμως μετά από αυτή του την πράξη ξαναέγινε δεκτός στην υπηρεσία της θεάς. Ενίοτε παριστάνεται πάνω σε άρμα μαζί με τη θεά να διασχίζουν τα όρη της Φρυγίας.

 

 

Ο θάνατος του Φαέθοντα, ο θρήνος των Ηλιάδων

 

Γκρεμίζεται ο Φαέθων στο κενό, οι φλόγες διαγουμίζουν τα μαλλιά του,

κατάκορφο το βάρος τον τραβά, γράφει στον ουρανό τροχιά θανάτου,

καθώς τις νύχτες με αστροφεγγιά κάποιος κοιτάει -ψηλά το πεφταστέρι

που μοιάζει να γλιστράει προς τη γη, μα αν έπεσε στ' αλήθεια δεν το ξέρει.

Τον δέχεται νεκρό ο Ηριδανός, αλαργινός, στην πέρα οικουμένη -

και στου νερού τη δίνη ο ποταμός την καπνισμένη όψη του ξεπλένει.

Τον μάζεψαν οι νύμφες σπλαχνικές, τον κήδεψαν, μαζί κορμί και τέφρα,

σε τάφο τον απίθωσαν κι αυτά τα λίγα λόγια σκάλισαν στην πέτρα:

ΕΔΩ Ο ΦΑΕΘΩΝ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΝΕΚΡΟΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΜΑ ΝΑ

ΔΑΜΑΣΕΙ

ΟΜΩΣ ΠΡΟΤΟΥ ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΧΑΜΗΛΑ ΕΤΟΛΜΗΣΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΝΑ

ΦΤΑΣΕΙ.

 

[…]

Πήρε η Κλυμένη να μοιρολογά, η μάνα του, λόγια πολλά θλιμμένα

σαν πού ήταν ταιριαστά στη συμφορά· τα λογικά απ' τον πόνο της χαμένα

να σέρνεται με κλάμα γοερό, μες στο χαμό της να στηθοκοπιέται,

μέλη και κόκαλα γυρεύοντας παντού γυρόφερνε ολάκερο τον κόσμο.

 

Σε τόπο άγνωρο, σιμά στου ποταμού τον όχτο βρήκε, τέλος, μιαν ημέρα

παραχωμένα κόκαλα· εκεί γονάτισε στο μνήμα, και στην πέτρα

σαν διάβασε το όνομα σφιχτά αγκάλιαζε το λείψανο θρηνώντας.

Από κοντά κι οι κόρες της θρηνούν, οι Ηλιάδες - οδυρμός και θρήνος, ανώφελη για κείνον προσφορά. Στηθοκοπιούνται μάνα κι αδερφάδες,

πιάνουν μαζί παράπονο πικρό και στα χαμένα κράζουν τ' όνομά του·

μέρα και νύχτα κράζουν τον νεκρό κι απάνω στο μνημούρι του κυ­λιούνται.

 

Τα κέρατά της τέσσερις φορές τα είχε σμίξει ολόγιομη ησελήνη,

κι εκείνες μέρα-νύχτα στον καημό (γιατί χωρίς το κλάμα δεν μπορούσαν)

πενθούσαν τον χαμένο αδερφό. Φαέθουσα την πιο τρανή τη λέγαν,

κι αυτή μια μέρα κλίνοντας στη γη να γονατίσει ένιωσε τα πόδια

να γίνονται βαριά· κι ή Λαμπέτη, ωραία με την πάλλευκη θωριά της,

που κίνησε να της παρασταθεί ερίζωσε στον τόπο που στεκόταν. Μοιρολογούσε η τρίτη αδερφή κι έκανε να τραβήξει τα μαλλιά της - αντί για κείνα πιάνει φυλλωσιά. Της αλληνής κορμός τα πόδια ζώνει, βαρυγγομάει η τέταρτη γιατί τα χέρια της γίναν μακριά κλωνάρια.

Κι όπως σάστισαν με την αλλαγή, η φλούδα αγκαλιάζοντας τις κόρες αγάλι ανέβαινε και σκέπαζε σφιχτά μέση και στήθια, ώμους και τα χέρια·

μόνα τα χείλη άσκεπα, κι αυτά όλα μαζί τη μάνα τους καλούσαν.

Η δόλια η μάνα, τι να κάνει, τι; Σε παραζάλη εδώ κι εκεί ορμούσε

κι όσο περίσσευε καιρός για το φιλί τις έδινε φιλιά πάνω στο στόμα.

Λίγο της φάνηκε να δίνει τα φιλιά- μες στους κορμούς γυρεύει τα κορμιά

τους,

τραβολογάει τα τρυφερά κλαριά, κι όπως απ' τον κορμό τα ξεριζώνει

σαν αίμα από βαριά λαβωματιά πάνω στα δέντρα φάνηκαν σταγόνες.

Καθώς τον πόνο νιώθει η καθεμιά «μανούλα μου, λυπήσου με», φω­νάζει,

«λαβώνεις δέντρο, μάνα, και μαζί ένα κορμί που μέσα του φωλιάζει».

«Χαίρε», της είπαν τέλος, κι η φωνή ήρθε απ' της φλούδας την απά­νω άκρη.

Δακρύζουνε ακόμα οι κορμοί, στεγνώνει ο ήλιος πάνω τους το δάκρυ,

που κεχριμπάρι γίνεται λαμπρό, το παίρνουνε του ποταμού οι δίνες,

γιορντάνι από χάντρες να γενεί να το φοράν μια μέρα οι Λατίνες.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 1. 319-366, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η μεταμόρφωση του Φιλήμονα και της Βαυκίδας

 

κι όταν μαζί φτασμένους στα στερνά τους βάραιναν των γηρατειών οι χρόνοι,

μια μέρα όπου κάθονταν μπροστά στα σκαλοπάτια, στου ναού τη θύρα

και πιάσαν να μιλάν για τα παλιά, για τη ζωή και την κοινή τους μοίρα,

ολόγυρα στου γέρου το κορμί τυλίγονταν τα φύλλα και οι κλώνοι,

και στη Βαυκίδα ολόγυρα κι αυτός τη φυλλωσιά θωρούσε να φουντώνει.

Ανέβαινε στα μάτια η φυλλωσιά, και θέριευε κι απλώνονταν το θάμα,

το «χαίρε» μόνο πρόκαναν να πουν, κι αυτό το «χαίρε» το 'πανε αντάμα.

Ο θρύλος τους ακόμη ζωντανός, κι ως σήμερα στης λαγκαδιά το κέντρο

οι ντόπιοι δείχνουν δίδυμο κορμό και δίδυμο στη μνήμη τους το δέντρο.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 8. 712-720, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Παύλος - Δίας, Βαρνάβας - Ερμής

 

Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει. Οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι, εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. Καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει. Οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς· ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου. Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν. Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς·ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.Καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς. (Πράξεις των Αποστόλων 14.11-18)

 

 

Περὶ Μήστρας

 

Περὶ Μήστρας τῆς Ἐρυσίχθονος φασὶν ὡς, ὁπότε βούλοιτο, ἀλλάσσειν τὴν ἰδέαν. ὃ μύθου καταγελάστου. πῶς γὰρ εἰκὸς ἐκ κόρης γενέσθαι βοῦν καὶ αὖθις κύνα ἢ ὄρνεον; τὸ δὲ ἀληθὲς ἔχει ὧδε. Ἐρυσίχθων ἦν ἀνὴρ Θετταλός, διαφθείρας δὲ τὰ χρήματα πένης ἐγένετο. ἦν δὲ θυγάτηρ αὐτῷ καλὴ καὶ ὡραία Μήστρα ὀνόματι· ὅστις δὲ εἶδεν αὐτήν, ἐπιθυμητικῶς διέκειτο. ἀργυρίῳ μὲν οὖν οἱ τότε ἄνθρωποι οὐκ ἐμνηστεύοντο, ἐδίδοσαν δὲ οἱ μὲν ἵππους, οἱ δὲ βοῦς, τινὲς δὲ πρόβατα ἢ ὅ τι ἂν ἐθέλῃ ἡ Μήστρα. ἔλεγον δὲ οἱ Θετταλοί, ὁρῶντες ἀθροιζόμενον τῷ Ἐρυσίχθονι τὸν βίον, "ἐγένετο ἐκ Μήστρας αὐτῷ καὶ ἵππος καὶ βοῦς καὶ τἄλλα." ὅθεν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη. (Παλαίφατος, De incredibilibus 23)

 

 

Ερυσίχθων ο υλοτόμος

 

Ο Ερυσίχθων αψηφούσε τους θεούς, ποτέ τους δεν τους έκαιγε λιβάνι.

Λένε, λοιπόν, γι' αυτόν τον ασεβή πως κάποτε της Δήμητρας το άλσος

με το τσεκούρι μόλεψε, βαριά ζημιώνοντας χιλιόχρονο ρουμάνι

κι ανάμεσά τους μια βελανιδιά θεόρατη, χίλιω χρονώ ο κορμός της,

που έφκιανε ένα δάσος μοναχή. Την έζωναν μαντίλια και στεφάνια,

τάματα, προσφορές από πιστούς που ευχήθηκαν και έπιασε η ευχή τους.

Πολλές φορές τον γιορτινό χορό στον ίσκιο της εσέρναν οι νεράιδες,

και πλέκοντας τα χέρια στη σειρά έκαναν κύκλο γύρω από το πρέμνο.

Στο μέτρημα ολόγυρα ο κορμός έφτανε πλέριες δεκαπέντε πήχες,

και μέσα στ' άλλα δέντρα πιο ψηλός εσήκωνε το μπόι όσο κι εκείνα

σηκώναν τις κορφές τους πιο ψηλά απ' τα χορτάρια που φυτρώναν χάμω.

Απτόητος του Τρίοπα ο γιος, δε φύλαξε το δέντρο απ' το τσεκούρι,

και να το κόψουν έδωκε εντολή στους δούλους του. Εδίσταζαν εκείνοι,

κι όπως εβράδυναν ο άθλιος αυτός άρπαξε από κάποιον το πελέκι,

αγριεμένος έβαλε φωνή κι αυτός ήταν ο λόγος που τους είπε:

«Το αγαπημένο δέντρο της θεάς; Καλά λοιπόν! Ακόμη κι αν το δέντρο

είναι η ίδια η θεά, αδιαφορώ - κορμός και φυλλωσιά θα πέσουν κάτω!»

(Οβ., Μετ. 8. 740-756, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Η «θεά» Πείνα

 

[…] η Πείνα ήταν εκεί, σ' έναν αγρό τραχύ, όλο λιθάρια

με νύχια και με δόντια για τροφή τα λιγοστά εμάζωνε χορτάρια.

Λερά και λγδιασμένα τα μαλλιά, βαθουλωτά τα μάτια και χλομάδα,

τα χείλη πανιασμένα, βρομερά, ο λάρυγγας στεγνός χωρίς ικμάδα,

ξερό και κατσιασμένο το πετσί, άφηναν να φανούν τα σωθικά της,

και στους γοφούς κατάξερα κι αυτά πετάγονταν κυρτά τα κόκαλά της·

κενό κοιλιάς αντίς για την κοιλιά, τα στήθια της κρεμιόταν μαραμένα,

δεν τα κρατούσε σάρκα στα πλευρά, και τα πλευρά μετριόνταν ένα-ένα.

Πρησμένες οι αρθρώσεις, το χτικιό της έπρηζε ολόγυρα το γόνυ,

τα πόδια της δυο στέκες μοναχές, και κάθε κότσι αφύσικα φουσκώνει.

(Οβ., Μετ. 8. 799-808, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Οι μεταμορφώσεις της Μήστρας

 

Ολάκερο το βιος σε μια κοιλιά, και τίποτε δεν του 'χε απομείνει,

μια θυγατέρα μόνο, κι αυτηνής της άξιζε καλύτερος πατέρας.

Απένταρος, την πούλησε κι αυτήν· μα είχε περηφάνια το κορίτσι,

κι αφέντη δεν ανέχτηκε, γι' αυτό προς τον γιαλό απλώνοντας τα χέρια

«απάλλαξέ με», λέει, «απ' τη σκλαβιά, εσύ που τον ανθό της παρθενιάς μου

τον έκλεψες!» - αναφερόταν δε στον Ποσειδώνα, που ήταν ο κλέψας.

Την προσευχή εισάκουσε ο θεός. Μπροστά αυτή, ξοπίσω της ο αφέντης,

και ξαφνικά απούσα η κοπελιά. Ο Ποσειδών την είχε μεταλλάξει -

πήρε αντρός σουλούπι και θωριά και ρούχα που φοράνε οι ψαράδες.

Κοίταξε ο αφέντης τον ψαρά, «φίλε», του λέει, «που έχεις δολωμένο

το αγκίστρι σου, και τεχνικά κρατείς στα δυνατά σου χέρια το καλάμι,

[…]

για πες μου, να χαρείς: μια κοπελιά, ρακένδυτη και αναμαλλιασμένη,

στέκονταν τώρα δα στην αμμουδιά, την έβλεπα, την είχα από κοντά μου,

αλλά τα χνάρια κόβονται εδώ - την έπιασε το μάτι σου πού είναι;»

«Ωραία τα κανόνισε ο θεός», σκέφτηκε η κοπέλα. Το χαιρόταν

που ρώταγαν την ίδια αν είναι εκεί, κι απάντησε ευθύς μ' αυτά τα λόγια:

«Όποιος κι αν είσαι να με συμπαθάς· έχω δοσμένη εδώ την προσοχή μου·

Πεσμένος με τα μούτρα στη δουλειά απ' το νερό δε σήκωσα τα μάτια.

Αυτό σ' το λέω με πάσα σιγουριά. Μη δώσει ο θεός να πιάσω ψάρι

αν φάνηκε ψυχή εδώ κοντά κι αν σίμωσε κανένας στ' ακρογιάλι,

εχτός απ' τη δικιά μου αφεντιά - κι ούτε υπάρχει εδώ καμιά κοπέλα».

Ήταν τα λόγια τούτα πειστικά. Την άκουσε αυτός, άλλαξε ρότα

και γελασμένος τράβηξε γι' αλλού, Η κοπελιά ξανάγινε σαν πρώτα,

μπορούσε ωστόσο κι άλλαζε μορφή. Το πήρε ο πατέρας της χαμπάρι

και για να την πουλάει στ' αφεντικά την έβγαζε συνέχεια στο παζάρι.

(Οβ., Μετ. 8. 846-872, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

 

Δεχτήκαν την ευχή της οι θεοί: δυο σώματα και γίναν ένα σώμα,

παιδί και νύμφη είχανε κοινά την κεφαλή, την όψη και το στόμα·

κι ήτανε σα να μπόλιαζες κλαρί σε δέντρο που 'ναι κιόλας τρανεμένο,

προκόβει με τα άλλα τα κλαριά κι αντάμα μεγαλώνει χωνεμένο.

Έτσι κι αυτοί με αγκάλιασμα σφιχτό ενώθηκαν και γίναν σάρκα μία,

δεν ήτανε, να πεις, κάτι διπλό, να ξεχωρίσεις μέλη γυναικεία

απ' του αγοριού τα μέλη - αρσενικό και θηλυκό δε χώριζαν στη μείξη,

και νιώθοντας ευθύς πως το νερό που ως άντρας είχε μέσα του βουτήξει

τον έκανε μισό αρσενικό στερώντας την αντρίκεια δύναμή του […]

(Οβ., Μετ. 4. 373-381, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ύλας και Ηρακλής

 

Τότε πιάνοντας με τα χέρια τα μπροστινά σχοινιά, μάζεψαν τα πανιά, δένοντάς τα σφιχτά με λουριά, και ρίχνοντας σκάλα στη στεριά, βγήκαν κι αυτοί, γιατί είχαν πεθυμήσει το φαγητό και το πιοτό. Γύρω φαίνονταν οι πλαγιές του Αργάνθου και τα υψώματα με τα βαθιά φαράγγια. Κι ο Ηρακλής έτρεξε αμέσως στις δασωμένες χαράδρες κρατώντας τόξο στις παλάμες και τρίγλωσσα βέλη, για να κυνηγήσει και να φέρει στους εταίρους θηράματα, αγριόχοιρους, ή δαμάλι κερασφόρο ή κι αγριοκάτσικα. Καθώς αυτός αργοπορούσε, ο Ύλας βγήκε απ' το καράβι και τον ακολούθησε κρυφά. Όμως χάθηκε εκεί στα μονοπάτια τα στριφτά και περιπλανώμενος στο δάσος, έφθασε στο άντρο των Λειμακίδων νυμφών. Κι εκείνες, καθώς είδαν να έρχεται αυτός ο νέος παρθένος, τον κράτησαν για να μένει αθάνατος μαζί τους κι αγέραστος να ζει για πάντα. Σύντομα τα άτια τα γρήγορα του Ηλίου έφεραν κιόλας την Ηώ στη μέση της κι ο γρήγορος βουνίσιος άνεμος έπνεε και φούσκωνε τα λευκά πανιά. Φώναξε τότε ο Τίφυς να μπουν γρήγορα στο πλοίο και να λύσουν απ' τον όρμο τα χοντρά σχοινιά, κι εκείνοι πρόθυμα υπάκουαν στις εντολές του κυβερνήτη. Ο Ειλατίδης τότε, ο Πολύφημος, ανέβηκε γοργά στου βουνού την κορυφή για χάρη του Ηρακλή, καλώντας τον να γυρίσει ευθύς στο πλοίο. Μα δεν τον βρήκε […] (Ορφικά Αργοναυτικά 634-657)

 

 

Ροδιά και γεράκι

 

εἶδεν εἰς τὴν κόρην αἰσχρῶς, ὥστε τοῦ πατρὸς τὴν μίξιν ἐκείνην ἐκκλίνουσαν τῷ τῆς μητρὸς ἑαυτὴν ἐπισφάξαι τάφῳ· εἶτα τῶν θεῶν, φασί, τὸ πάθος ἐλεησάντων, ἀνῆκεν ἐκ τοῦ αἵματος <τῆς ῥοιᾶς> τὸ δένδρον ἡ γῆ· τὸν δὲ πατέρα γεγονότα ἴκτινον φεύγειν ἄποθεν τὰς τῆς συμφορᾶς ὑπομνήσεις, καὶ οὐκ ἐθέλειν ἐπικαθῆσθαι τῷ δένδρῳ. (Διονύσιος, Ἱξευτικά 1.7)

 

 

Οι Σειρήνες στον δρόμο του Οδυσσέα

 

«[…]

Μου 'λεγε [η Κίρκη] πρώτα των γλυκόλαλων Σειρήνων το τραγούδι

και το ανθισμένο να ξεφύγουμε λιβάδι· τη φωνή τους

ν' ακούσω μόνο εγώ, μα δέστε με γερά που να πονέσω

ορθά με το σκοινί, απ' τη θέση μου να μη μετασαλεύω,

πα στο κατάρτι, να 'ναι πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου.

Κι αν σας φωνάζω να με λύσετε και σας παρακαλιέμαι,

αρπάχτε τα σκοινιά και σφίχτε τα πιο ακόμα στο κορμί μου.»

Την ώρα που όλα αυτά ξεδιάλυνα μιλώντας στους συντρόφους,

καθώς αγέρας πρίμος έσπρωχνε το καλοσκαρωμένο

καράβι, το νησί αντικρίσαμε σε λίγο των Σειρήνων.

Μεμιάς ο αγέρας καταλάγιασε και χύθηκε γαλήνη

τρογύρα απάνεμη, και κοίμισε κάποιος θεός το κύμα.

Τότε πετάχτηκαν οι σύντροφοι και τα πανιά μαϊνάραν,

κι ως στο βαθύ το πλοίο τ' απίθωσαν, στα τορνευτά

κάθισαν ελάτινα κουπιά και γέμιζαν αφρούς το κύμα γύρα.

Κι εγώ από μια τρανή κερόπιτα με κοφτερό μαχαίρι

μικρά κομμάτια κόβω κι άρχισα μες στα γερά μου χέρια

να τα μαλάζω, ως που ζεστάθηκαν, καθώς κι η δύναμή μου

και του Ήλιου η πύρα τ' ουρανόδρομου τα δάμαζε από πάνω.

Κι ως όλων των συντρόφων βούλωσα τ' αφτιά με τούτο, εκείνοι

σφιχτά με δέσαν χεροπόδαρα μες στο καράβι ολόρθο

πα στο κατάρτι, κι ήταν πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου·

μετά καθίσαν και τη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.

Μα ως το άρμενο το γοργοθάλασσο, στη φόρα που 'χε πάρει,

πια είχε ζυγώσει τόσο, που η φωνή ν' ακούγεται του ανθρώπου,

το 'δαν αυτές που ερχόταν κι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε:

«Έλα κοντά, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα!

Το πλοίο σου στο νησί μας άραξε, ν' ακούσεις τη φωνή μας·

κανείς ως τώρα δεν προσπέρασε με μελανό καράβι,

τη μελοστάλαχτη απ' τα χείλη μας φωνή πριχού γρικήσει·

κι ως φράθη πια κι ο νους του επλούτυνε, κινάει και φεύγει πάλε.

Από βουλή θεών τα που 'συραν οι Τρώες κι οι Αργίτες πάθη

στης Τροίας τον κάμπο τα κατέχουμε μιαν άκρη ως άλλη, ακόμα

κι όσα στη γης ακέρια γίνουνται την πολυθρόφα απάνω.»

Έτσι μιλούσαν με αηδονόλαλη φωνή, και λαχταρούσε

μένα η καρδιά ν' ακούει, και γύρευα να λύσουν τα σκοινιά μου,

στους άλλους με τα φρύδια γνέφοντας· μα αυτοί λαμνοκοπούσαν

σκυμμένοι, και πετάχτη ο Ευρύλοχος μεμιάς κι ο Περιμήδης

και με σκοινιά με δέναν πιότερα και πιο γερά με σφίγγαν.

Κι ως τέλος το νησί προσπέρασαν γοργά, και των Σειρήνων

μηδέ η φωνή στ' αφτιά μας έφτανε μηδέ και το τραγούδι,

οι γκαρδιακοί σύντροφοι μου έβγαλαν το που τους είχα βάλει

κερί στ' αφτιά και πήραν κι έλυσαν και μένα απ' τα δεσμά μου.

(Όμ, Οδ. μ 158-200, μετ. Ν. Καζαντζάκης -Ι.Θ. Κακριδής)

 

 

Οι Σειρήνες στον δρόμο των Αργοναυτών

 

Το επεισόδιο των Σειρήνων τοποθετείται μετά τη διάσωση των Αργοναυτών από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη:

 

Πλέοντας, σταματήσαμε όχι μακριά τότε

σε σκόπελο που πρόβαλλε· κει απόκρημνος βράχος

αναπηδώντας με ρωγμές τη θάλασσα πιέζει

και μ' αδύναμο θόρυβο κροτεί γαλάζιο κύμα.

Εδώ μέσα κάθονταν και ηχηρή φωνή βγάζουν

κόρες που θέλγουν τους θνητούς και δε γυρνούν στη γη τους.

Οι Μινύες ήθελαν ν' ακούσουν το τραγούδι

των Σειρήνων, ν' αποφύγουν δεν ήταν τη φωνή τους

που θα 'ταν αφανισμός τους· άφησαν τα κουπιά τους.

Ο Αγκαίος θα πήγαινε το πλοίο προς τον βράχο,

αν τεντώνοντας στα χέρια τη φόρμιγγά μου τότε

δεν κερνούσα της μάνας μου το χαρωπό τραγούδι.

Έναν ύμνο θεόπνευστο δυνατά τραγουδούσα,

πώς κάποτε για άλογα γοργά φιλονικούσαν

ο Δίας ο ψηλόβροντος κι ο θεός ο Κοσμοσείστης.

Ο Μαυρόμαλλος θύμωσε με τον πατέρα Δία,

τη Δυκαονία με τη χρυσή τρίαινα σειώντας,

στην απέραντη θάλασσα τη σκόρπισε ραγδαία,

για να σχηματισθούν νησιά· τα ονόμασαν τότε

Σαρδώ και Εύβοια και ανεμόδαρτη Κύπρο.

Καθώς έπαιζα φόρμιγγα, απ' ένα ψηλό βράχο

οι Σειρήνες θαμπώθηκαν, έκοψαν το τραγούδι.

Η μια πέταξε αυλό, η άλλη λύρα απ' τα χέρια

κι αναστέναξαν φοβερά· τους είχε 'ρθει η μοίρα

του θλιβερού θανάτου τους· απ' του γκρεμού την άκρη

στην ταραγμένη θάλασσα γκρεμίστηκαν σαν δίσκοι,

σε βράχους μεταβλήθηκαν, άλλαξαν τη μορφή τους.

(Ορφέως Αργοναυτικά, 1264-129)

 

 

Καρυάτιδες

 

Ο Λακτάντιος στα σχόλιά του στη Θηβαΐδα του Στάτιου (ρωμαίος ποιητής του 1ου αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι τα κορίτσια που χόρευαν στις Καρύες για την Άρτεμη, αυτοκτόνησαν κάποια στιγμή από φόβο μήπως τους συμβεί κάτι -κρεμάστηκαν από κλαδί παρακείμενης καρυδιάς. Η αφήγηση του Λακτάντιου αφορμάται ίσως από ένα περιστατικό που αναφέρει ο Παυσανίας και το οποίο διαδραματίστηκε κατά τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (685-668 π.Χ.). Στις Καρυές, στον δρόμο από τη Σπάρτη στην Τεγέα, υπήρχε υπαίθριο ιερό αφιερωμένο στην Άρτεμη και τις Νύμφες. Εκεί τελούνταν θυσία ή γιορτή με χορούς από τα κορίτσια της Λακωνίας. Ο Αριστομένης (μορφή των αρχών του 5ου αι. π.Χ.), πρωταγωνιστής της εξέγερσης των Μεσσηνίων εναντίον των Σπαρτιατών εισβολέων έστησε ενέδρα στο ιερό και απήγαγε τις Καρυάτιδες, τις οποίες οι στρατιώτες του προσπάθησαν να βιάσουν προφανώς κάτω από την επίδραση κρασιού:

 

[…] στην πρόθεσή του [του Αριστομένη] να εισβάλει νύχτα στη Σπάρτη εμποδίστηκε από τα φαντάσματα της Ελένης και των Διοσκούρων. Όμως, μια μέρα μετά έστησε ενέδρα και συνέλαβε από τις παρθένες που χόρευαν στις Καρυές προς τιμή της Άρτεμης εκείνες που οι πατεράδες τους υπερείχαν στον πλούτο και τα αξιώματα. Τις κουβάλησε σε μια μεσσηνιακή πολίχνη και έπειτα ξεκουραζόταν, αφού εμπιστεύτηκε τη φύλαξή τους σε άνδρες του λόχου του. Τότε, οι νεότεροί τους, μεθυσμένοι, όπως πιστεύω, και απερίσκεπτοι οπωσδήποτε, προσπάθησαν να βιάσουν τις παρθένες και δεν έδιναν καμιά σημασία στον Αριστομένη που προσπαθούσε να τους εμποδίσει, γιατί επιχειρούσαν πράξη εντελώς ασυνήθιστη στους Έλληνες. Έτσι, αναγκάστηκε να σκοτώσει ο ίδιος τους πιο μεθυσμένους από αυτούς. Τις αιχμάλωτες τις ανέλαβε προσωπικά και τις απελευθέρωσε παρθένες, όπως ήταν πριν τις αιχμαλωτίσει. (Παυσ. 4.16.9).

 

Δεν αποκλείεται στη διήγηση του ιστορικού γεγονότος να παρεισέφρησαν στοιχεία που ανήκουν στον ιδρυτικό μύθο της λατρείας. Επεισόδια που συγκροτούν τους ιδρυτικούς μύθους εφηβικών τελετουργιών, η αρπαγή και ο βιασμός, μπορούν να ενταχθούν σε μια παραϊστορική διήγηση, που σκοπός της είναι η ιδεολογική υπεράσπιση μιας πολιτικής ενέργειας. Ιστορικά γεγονότα συμπλέκονται με μυθικά συμβάντα και τελετουργίες μύησης των εφήβων σε μια ιδεολογική αποτίμηση. Όσο για τη συσχέτιση των Καρυάτιδων με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία στήριξης του θριγκού ενός οικοδομήματος μπορεί να οφείλεται στη φήμη που είχαν οι νεαρές Σπαρτιάτισσες.

 

 

Καρυᾶτις και καρυατίζω

 

Η λέξη καρυᾶτις, πέρα από το να είναι ένα επίθετο για την Άρτεμη (Παυσ. 3.10.7), δηλώνει και το λακωνικό όρχημα προς τιμή της Άρτεμης (Πολυδ. 4. 104). Αντίστοιχα, το ρήμα καρυατίζω σημαίνει ορχούμαι το συγκεκριμένο όρχημα:

 

10. Οι Λακεδαιμόνιοι, οίτινες θεωρούνται ως οι ανδρειότεροι των Ελλήνων, εδιδάχθησαν παρά του Πολυδεύκους και Κάστορος να καρυατίζουν - είνε δε τούτο είδος ορχήσεως, το οποίον χορεύεται εις τας Καρύας της Λακωνικής - και πράττουν τα πάντα ρυθμικώς· και εις αυτόν ακόμη τον πόλεμον πορεύονται με ρυθμόν και κανονίζουν το βήμα των κατά τον ήχον του αυλού, ο οποίος δίδει και το πρώτον σύνθημα προς την μάχην. Κατώρθωναν δε να νικούν πάντοτε, οδηγούμενοι υπό της μουσικής και της ευρυθμίας.Αλλά και τώρα ακόμη δύνασαι να ίδης τους εφήβους των να εξασκούνται περισσότερον εις τον χορόν παρά εις την οπλομαχητικήν. Όταν παύσουν αγωνιζόμενοι εις το παγκράτιον και αλληλοκτυπούμενοι, αι ασκήσεις των τελειώνουν εις χορόν. Ο αυλητής κάθηται εις το μέσον αυτών και αυλεί και κροτεί με τον πόδα, οι δε νέοι ακολουθούν αλλήλους εις γραμμήν και χορεύοντες λαμβάνουν διαφόρους στάσεις κινούμενοι ρυθμικώς, άλλοτε μεν πολεμικάς, άλλοτε δε ερωτικάς και βακχικάς. 11. Και το άσμα, με το οποίον συνοδεύουν την όρχησιν, είνε επίκλησις προς την Αφροδίτην και τους Έρωτας, τους οποίους καλούν να λάβουν μέρος εις το άσμα και την όρχησιν αυτών, το δε άλλο άσμα - διότι δύο άσματα τραγουδούν - διδάσκει και πώς πρέπει να χορεύουν· εμπρός παιδιά το πόδι, λέγει το τραγούδι, κι' ας βράση ο χορός. Λουκιανός, περί Ορχήσεως 10-11, μετ. Ιωάννης Κονδυλάκης)

 

 

Λερναία Ύδρα και Ηρακλής

 

Δεύτερο άθλο του όρισε [ο Ευρυσθέας στον Ηρακλή] να σκοτώσει τη Λερναία ύδρα· αυτή μεγάλωνε στο έλος της Λέρνας, εξορμούσε στην πεδιάδα και ρήμαζε τόσο τα κοπάδια όσο και τα χωράφια. Η νεροφίδα ήταν τεράστια, με εννιά κεφάλια, τα οκτώ ήταν θνητά, το ένα, το μεσαίο, ήταν αθάνατο. Ανέβηκε, λοιπόν, σε άρμα που το οδηγούσε ο Ιόλαος και έφτασε στη Λέρνα. Ύστερα, σταμάτησε τα άλογα και βρήκε τη νεροφίδα σε ένα λόφο κοντά στις πηγές της Αμυμώνης, όπου ήταν η φωλιά της, και, χτυπώντας την με πυρωμένα βέλη, την ανάγκασε να βγει από εκεί· και την ώρα που αυτή βγήκε, την έπιασε και την κρατούσε σφιχτά. Εκείνη, όμως, τυλίχτηκε γύρω από το ένα του πόδι και τον ακινητοποίησε. Και εκείνος, αν και της έκοβε τα κεφάλια με το ρόπαλο, δεν μπορούσε να την εξοντώσει· γιατί, όταν έκοβε ένα κεφάλι, φύτρωναν δύο. Βοηθούσε τη νεροφίδα και ένας τεράστιος κάβουρας που του δάγκωνε το πόδι. Πρώτα, λοιπόν, σκότωσε αυτόν και ύστερα ζήτησε τη βοήθεια του Ιόλαου, που έκαψε τμήμα του κοντινού δάσους και, καυτηριάζοντας με τους δαυλούς τα σημεία απ' όπου ξεφύτρωναν τα κεφάλια, δεν άφηνε να βγουν άλλα. Με αυτόν τον τρόπο, αφού γλίτωσε από τα κεφάλια που φύτρωναν συνέχεια, στη συνέχεια έκοψε και το αθάνατο και το πλάκωσε με βράχο πελώριο στον δρόμο που περνούσε μέσα από τη Λέρνα προς την Ελαιούντα.[59] Ύστερα, έσκισε το σώμα της νεροφίδας και βούτηξε τα βέλη του στη χολή της. Ο Ευρυσθέας, όμως, είπε ότι δεν πρέπει να προσμετρηθεί αυτός ο άθλος στους δέκα, γιατί δεν νίκησε μόνος του την ύδρα αλλά μαζί με τον Ιόλαο. (Απολλόδ. 2.5.2)

 

Σημείωση

59. Στη Λέρνα έθαψαν οι Δαναΐδες τα κεφάλια των συζύγων τους και ο Ποσειδώνας, αφού ενώθηκε με την Αμυμώνη, τις έδειξε τις πηγές της. Αναρωτιέται κανείς μήπως η Λέρνα ήταν ένα σπουδαίο λατρευτικό κέντρο της Αργολίδας. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί το γεγονός ότι εκεί έδειχναν εισόδους για τον Άδη –από μια τέτοια είσοδο ο Διόνυσος είχε επαναφέρει τη μητέρα του Σεμέλη–, και ότι αναφέρεται ως τόπος καθαρμών από φόνο και εξαγνισμού γενικότερα (Στράβ. 8.6.8. Σχόλια στον Λουκιανό, Ενάλιοι Διάλογοι 8.2). Οι πληροφορίες αυτές κατατείνουν σε μια ερμηνεία του μύθου σχετική με τον θάνατο και την υπερνίκησή του. Ωστόσο, και σε άλλες περιπτώσεις φίδια εμποδίζουν τους ανθρώπους να πλησιάσουν σε υδάτινους πόρους (πρβ. τον μύθο του Κάδμου στη Βοιωτία), κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερο ορθολογιστικές σκέψεις για φύλαξη των πολύτιμων υδάτινων πόρων.

 

 

Η φιλντισένια κόρη. Σώμα και ήθος

 

Γυρνώντας σπίτι [ο Πυγμαλίων από τη γιορτή της Αφροδίτης] γύρεψε μεμιάς

το φιλντισένιο άγαλμα της κόρης·

έσκυψε και της έδωσε φιλί - σαν να 'χε πάρει θέρμη το κορμί της.

Τη φίλησε και δεύτερη φορά, ψαύοντας με τα χέρια του το στέρνο.

Στην ψαύση ήταν τώρα μαλακό το φίλντισι, δεν είχε πια σκληράδα

και δέχτηκε τα δάχτυλά του εντός, σαν Υμηττού κερί που μαλακώνει

όταν το βρει του ήλιου η ζεστασιά, και δουλεμένο με το χέρι παίρνει

κάθε μορφή και σχήμα χτηστικό που του 'δωσαν τα δάχτυλα του πλάστη.

«Μην είναι ό,τι νιώθω απατηλό;» κατάπληκτος χαίρεται [ο Πυγμαλίων] κι αμφιβάλλει,

και με τα δυο του χέρια ερωτικά θωπεύει τη γλυπτή - πάλι και πάλι.

Ναι, ήτανε κορμί αληθινό, ναι, νιώθει στην αφή του χτύπο φλέβας,

κι ο λογισμός του τρέχει στη θεά [Αφροδίτη] ευγνωμοσύνη δείχνοντας και σέβας.

Ναι, νιώθει το φιλί αληθινό, γυναίκας από σάρκα κι από αίμα,

ζεστά γυναίκας χείλη, όχι πια της τέχνης του το φιλντισένιο ψέμα.

Κοκκίνισε η κόρη στο φιλί και σήκωσε δειλά την κεφαλή της -

βλέπει ψηλά το φως του ουρανού κι αντάμα με το φως τον εραστή της.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 10. 280-294, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Πυγμαλίων και Αφροδίτη

 

Ὁ Κύπριος ὁ Πυγμαλίων ἐκεῖνος ἐλεφαντίνου ἠράσθη ἀγάλματος … Τὸ ἄγαλμα Ἀφροδίτης ἦν καὶ γυμνὴ ἦν … Νικᾶται ὁ Κύπριος Πυγμαλίων τῷ σχήματι καὶ συνέρχεται τῷ ἀγάλματι, καὶ τοῦτο Φιλοστέφανος ἱστορεῖ … ἐν τῷ Περὶ Κύπρῳ. (Φιλοστέφανος, Fragmenta 13.1-6)

 

Οὕτως ὁ Κύπριος ὁ Πυγμαλίων ἐκεῖνος ἐλεφαντίνου ἠράσθη ἀγάλματος· τὸ ἄγαλμα Ἀφροδίτης ἦν καὶ γυμνὴ ἦν· νικᾶται ὁ Κύπριος τῷ σχήματι καὶ συνέρχεται τῷ ἀγάλματι, καὶ τοῦτο Φιλοστέφανος ἱστορεῖ· Ἀφροδίτη δὲ ἄλλη ἐν Κνίδῳ λίθος ἦν καὶ καλὴ ἦν, ἕτερος ἠράσθη ταύτης καὶ μίγνυται τῇ λίθῳ· Ποσίδιππος ἱστορεῖ, ὁ μὲν πρότερος ἐν τῷ περὶ Κύπρου, ὁ δὲ ἕτερος ἐν τῷ περὶ Κνίδου. Κλήμ. Αλεξ. Προτρ. 4.57.3.1)

 

Ο μύθος της λαγνείας του κύπριου βασιλιά ίσως αποτελεί αφήγηση της λατρευτικής πρακτικής της «ιεράς πορνείας» που εφαρμοζόταν σε περιοχές της Συρίας, της Κύπρου, της Μικράς Ασίας· ιερές δούλες κάποιας θεάς της γονιμότητας της Ανατολής έρχονταν σε τελετουργική επαφή με τους πιστούς.

 

 

Πυγμαλίων: Η απάτη της τέχνης

 

Τοσοῦτον ἴσχυσεν ἀπατῆσαι τέχνη προαγωγὸς ἀνθρώποις ἐρωτικοῖς εἰς βάραθρον γενομένη. Δραστήριος μὲν ἡ δημιουργική, ἀλλ᾽ οὐχ οἵα τε ἀπατῆσαι λογικὸν οὐδὲ μὴν τοὺς κατὰ λόγον βεβιωκότας· ζωγραφίας μὲν γὰρ, δι᾽ ὁμοιότητα σκιαγραφίας περιστερᾶς, προσέπτησαν πελειάδες καὶ ἵπποις καλῶς γεγραμμέναις προσεχρεμέτισαν ἵπποι. Ἐρασθῆναι κόρην εἰκόνος λέγουσιν καὶ νέον καλὸν Κνιδίου ἀγάλματος, ἀλλ᾽ ἦσαν τῶν θεατῶν αἱ ὄψεις ἠπατημέναι ὑπὸ τῆς τέχνης. Οὐδὲ γὰρ ἂν θεᾷ τις συνεπλάκη, οὐδ᾽ ἂν νεκρᾷ τις συνετάφη, οὐδ᾽ ἂν ἠράσθη δαίμονος καὶ λίθου ἄνθρωπος σωφρονῶν. Ὑμᾶς δὲ ἄλλῃ γοητείᾳ ἀπατᾷ ἡ τέχνη, εἰ καὶ μὴ ἐπὶ τὸ ἐρᾶν προσάγουσα, ἀλλ᾽ ἐπὶ τὸ τιμᾶν καὶ προσκυνεῖν τά τε ἀγάλματα καὶ τὰς γραφάς. Ὁμοία γε ἡ ραφή· ἐπαινείσθω μὲν ἡ τέχνη, μὴ ἀπατάτω δὲ τὸν ἄνθρωπον ὡς ἀλήθεια. Ἕστηκεν ὁ ἵππος ἡσυχῇ, ἡ πελειὰς ἀτρεμής, ἀργὸν τὸ πτερόν, ἡ δὲ βοῦς ἡ Δαιδάλου ἡ ἐκ τοῦ ξύλου πεποιημένη ταῦρον εἷλεν ἄγριον καὶ κατηνάγκασεν τὸ θηρίον ἡ τέχνη πλανήσασα ἐρώσης ἐπιβῆναι γυναικός. Τοσοῦτον οἶστρον αἱ τέχναι κακοτεχνοῦσαι τοῖς ἀνοήτοις ἐνεποίησαν. (Κλήμ. Αλεξ. Προτρ. 4.57.3.1-2)

 

 

Σιληνός

 

Οι παραδόσεις για την καταγωγή του Σιληνού ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης· άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, μια και γεννήθηκε από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε από τον Κρόνο. Άσχημος, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά,[60] συχνά μεθυσμένος, τόσο που με δυσκολία κρατιόταν πάνω στο γαϊδουράκι του. Ωστόσο, θεωρούνταν σοφός και δάσκαλος-παιδαγωγός, όπως ο Κένταυρος Χείρων, μάλιστα ανέθρεψε τον Διόνυσο. Συχνές είναι οι συλλήψεις του από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά.[61]

Σημειώσεις

60. Ο Σωκράτης περιγράφεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παρομοιαζόταν μάλιστα με σάτυρο και σαλάχι. Η μύτη του ήταν πλατιά, πλακουτσωτή, γυριστή, τα μάτια του ήταν γουρλωτά, τα χείλη του χοντρά και σαρκώδη, η κοιλιά του «ανοικονόμητη». «Έριχνε γρήγορες ματιές με χαμηλωμένο κεφάλι σαν ταύρος», «κοιτούσε λοξά» (Πλ., Συμπ. 215b).

61. Στον κρατήρα του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας «κυνηγός».

 

 

Από πηγή του Μίδα σε Μαρσύα ποταμό

 

Μαρσύας ποταμός ἐστι τῆς Φρυγίας κατὰ πόλιν Κελαινὰς κείμενος· προσηγορεύετο δὲ πρότερον πηγὴ Μίδα δι᾽ αἰτίαν τοιαύτην. Μίδας βασιλεὺς Φρυγῶν [περι]ερχόμενος τὰ ἐρημότερα τῆς χώρας καὶ ἀνυδρίᾳ συνεχόμενος, ἤψατο τῆς γῆς καὶ χρυσῆν ἀνέδωκε πηγὴν, τοῦ ὕδατος χρυσοῦ γενομένου· καὶ ὑπόδιψος ὢν καὶ τῶν ὑποτεταγμένων θλιβομένων, ἀνεκαλέσατο τὸν Διόνυσον. Γενόμενος δ᾽ ἐπήκοος ὁ θεὸς, δαψιλὲς ὕδωρ ἀνέτειλε. Κορεσθέντων δὲ τῶν Φρυγῶν, Μίδας τὸν ἐκ τῆς κρήνης καταρρέοντα ποταμὸν Μίδα πηγὴν ἐκάλεσε. Μετωνομάσθη δὲ Μαρσύας διὰ τοιαύτην αἰτίαν. Νικηθέντος ὑπ᾽ Ἀπόλλωνος Μαρσύου καὶ ἐκδαρέντος, ἐκ τοῦ ῥεύσαντος αἵματος ἐγεννήθησαν Σάτυροί τε καὶ ποταμὸς ὁμώνυμος, Μαρσύας καλούμενος, καθὼς ἱστορεῖ Ἀλέξανδρος Κορνήλιος ἐν γ' Φρυγιακῶν. (Ψευδο-Πλούταρχος, περί ποταμών 10.1.1-10.1.16)

 

 

Η σοφία του Σιληνού

 

τοῦτο μὲν ἐκείνῳ τῷ Μίδᾳ λέγουσι δήπου μετὰ τὴν θήραν ὡς ἔλαβε τὸν Σειληνὸν διερωτῶντι καὶ πυνθανομένῳ τί ποτ᾽ ἐστὶ τὸ βέλτιστον τοῖς ἀνθρώποις καὶ τί τὸ πάντων αἱρετώτατον, τὸ μὲν πρῶτον οὐδὲν ἐθέλειν εἰπεῖν ἀλλὰ σιωπᾶν ἀρρήτως· ἐπειδὴ δέ ποτε μόγις πᾶσαν μηχανὴν μηχανώμενος προσηγάγετο φθέγξασθαί τι πρὸς αὐτόν, οὕτως ἀναγκαζόμενον εἰπεῖν, "δαίμονος ἐπιπόνου καὶ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; μετ᾽ ἀγνοίας γὰρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δὲ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τὸ πάντων ἄριστον οὐδὲ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως (ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι)· τὸ μέντοι μετὰ τοῦτο καὶ πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα." δῆλον οὖν ὡς οὔσης κρείττονος τῆς ἐν τῷ τεθνάναι διαγωγῆς ἢ τῆς ἐν τῷ ζῆν, οὕτως ἀπεφήνατο. (Πλούτ., Παραμυθητικός προς Απολλώνιον 115d2-e9)

 

 

Ο Μίδας στον Πακτωλό ποταμό

 

«[…] σύρε ευθύς στις Σάρδεις τις τρανές, εκεί σιμά που ρέει το ποτάμι,

την ανηφόρα πάρε στην πλαγιά, στο ρέμα βάλε κόντρα το ποδάρι,

κρατήσου σε πορεία σταθερή και βρες του ποταμού το κεφαλάρι,

κι όπου νερού βαρύς αναβρασμός κι αφρίζει ορμητικό το μένα νάμα

ανόμημα, κορμί και κεφαλή μες στη ροή του ξέπλυνε αντάμα».

Στον ορισμένο τόπο πήγε αυτός. Του χρυσαφιού που ξέπλυνε το δώρο

πέρασε απ' το σώμα στο νερό κι έκανε το ποτάμι χρυσοφόρο.

Ακόμα, ίσαμε σήμερα κρατεί τη φλέβα την παλιά με το χρυσάφι,

οι νοτισμένοι σβώλοι είναι σκληροί κι από χρυσό χλομιάζει το χωράφι.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 11. 137-145, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Ο ποταμός Μαρσύας και το δέρμα του Μαρσύα

 

ἔστι δὲ καὶ μεγάλου βασιλέως βασίλεια ἐν Κελαιναῖς ἐρυμνὰ ἐπὶ ταῖς πηγαῖς τοῦ Μαρσύου ποταμοῦ ὑπὸ τῇ ἀκροπόλει· ῥεῖ δὲ καὶ οὗτος διὰ τῆς πόλεως καὶ ἐμβάλλει εἰς τὸν Μαίανδρον· τοῦ δὲ Μαρσύου τὸ εὖρός ἐστιν εἴκοσι καὶ πέντε ποδῶν. ἐνταῦθα λέγεται Ἀπόλλων ἐκδεῖραι Μαρσύαν νικήσας ἐρίζοντά οἱ περὶ σοφίας, καὶ τὸ δέρμα κρεμάσαι ἐν τῷ ἄντρῳ ὅθεν αἱ πηγαί· διὰ δὲ τοῦτο ὁ ποταμὸς καλεῖται Μαρσύας. (Ξεν. Κύρου Ανάβ. 1.2.8)

 

 

Κυβέλη και Μαρσύας

 

Υπάρχει η παράδοση ότι η θεά αυτή [η Κυβέλη] γεννήθηκε στη Φρυγία. Οι ντόπιοι διασώζουν τον μύθο ότι τα παλιά χρόνια βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας ήταν ο Μήων που παντρεύτηκε τη Διδύμη και γέννησε μια κόρη, κι επειδή δεν ήθελε να την αναθρέψει, την παραπέταξε στο βουνό που ονομαζόταν Κύβελος. Εκεί, από κάποια θεία πρόνοια, οι λεοπαρδάλεις και μερικά από τα αγριότερα θηρία πρόσφεραν τη θηλή του μαστού τους και έτρεφαν το παιδί, ενώ κάποιες απλοϊκές γυναίκες που έβοσκαν το κοπάδι τους σε εκείνα τα μέρη είδαν τι γινόταν και έκπληκτες περιμάζεψαν το βρέφος και το ονόμασαν Κυβέλη από το βουνό. Και καθώς μεγάλωνε το κορίτσι, ξεχώριζε στην ομορφιά και την αρετή, και ακόμη το θαύμαζαν για την εξυπνάδα του. Γιατί αυτή επινόησε πρώτη τον πολυκάλαμο αυλό και εφεύρε τα κύμβαλα και τα τύμπανα, με τα οποία συνόδευε τους χορούς και τα παιγνίδια. Εισηγήθηκε και τρόπους θεραπείας των ζώων και των νηπίων με τη μέθοδο των καθαρμών. Και καθώς τα βρέφη σώζονταν από τον θάνατο με τα μαγικά της και τα περισσότερα τα έπαιρνε στην αγκαλιά της[62], για την αφοσίωσή της σε αυτά ονομάστηκε από όλους «μητέρα του βουνού». Λένε ότι τη συναναστρεφόταν και την αγαπούσε περισσότερο από όλους ο Μαρσύας ο Φρύγας, θαυμαστός για την ευφυΐα και τη φρονιμάδα του. Και απόδειξη της ευφυΐας του θεωρούνταν το γεγονός ότι μιμήθηκε ήχους του πολυκάλαμου αυλού και μετέφερε όλη την αρμονία του στον απλό αυλό, ενώ σημείο της εγκράτειάς του είναι, λένε, το γεγονός ότι μέχρι τον θάνατό του δεν γεύτηκε τις ηδονές της Αφροδίτης. (Διόδωρος Σ. 5.58.1-3)

Σημειώσεις

62. Στη Ρώμη οι μητέρες καχεκτικών παιδιών τα άφηναν στην αγκαλιά του αγάλματος της Κυβέλης και ζητούσαν την προστασία της.

 

 

Η λύρα του Ορφέα και ο αστερισμός της Λύρας

 

Αὕτη ἐνάτη κεῖται ἐν τοῖς ἄστροις, ἔστι δὲ Μουσῶν· κατεσκευάσθη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὑπὸ Ἑρμοῦ ἐκ τῆς χελώνης καὶ τῶν Ἀπόλλωνος βοῶν, ἔσχε δὲ χορδὰς ἑπτὰ ἀπὸ τῶν Ἀτλαντίδων. μετέλαβε δὲ αὐτὴν Ἀπόλλων καὶ συναρμοσάμενος ᾠδὴν Ὀρφεῖ ἔδωκεν, ὃς Καλλιόπης υἱὸς ὤν, μιᾶς τῶν Μουσῶν, ἐποίησε τὰς χορδὰς ἐννέα ἀπὸ τοῦ τῶν Μουσῶν ἀριθμοῦ καὶ προήγαγεν ἐπὶ πλέον ἐν τοῖς ἀνθρώποις δοξαζόμενος οὕτως ὥστε καὶ ὑπόληψιν ἔχειν περὶ αὐτοῦ τοιαύτην ὅτι τὰ δένδρα καὶ τὰς πέτρας καὶ τὰ θηρία ἐκήλει διὰ τῆς ᾠδῆς· ὃς τὸν μὲν Διόνυσον οὐκ ἐτίμα, τὸν δὲ Ἥλιον μέγιστον τῶν θεῶν ἐνόμιζεν εἶναι, ὃν καὶ Ἀπόλλωνα προσηγόρευσεν· ἐπεγειρόμενός τε τῆς νυκτὸς κατὰ τὴν ἑωθινὴν ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Πάγγαιον ἀνιὼν προσέμενε τὰς ἀνατολάς, ἵνα ἴδῃ τὸν Ἥλιον πρῶτον· ὅθεν ὁ Διόνυσος ὀργισθεὶς αὐτῷ ἔπεμψε τὰς Βασσαρίδας, ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής· αἵτινες αὐτὸν διέσπασαν καὶ τὰ μέλη διέρριψαν χωρὶς ἕκαστον· αἱ δὲ Μοῦσαι συναγαγοῦσαι ἔθαψαν ἐπὶ τοῖς λεγομένοις Λειβήθροις. τὴν δὲ λύραν οὐκ ἔχουσαι ὅτῳ δώσειν τὸν Δία ἠξίωσαν καταστερίσαι, ὅπως ἐκείνου τε καὶ αὐτῶν μνημόσυνον τεθῇ ἐν τοῖς ἄστροις· τοῦ δὲ ἐπινεύσαντος οὕτως ἐτέθη· ἐπισημασίαν δὲ ἔχει ἐπὶ τῷ ἐκείνου συμπτώματι δυομένη καθ' ὥραν. Ἔχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τῶν κτενῶν ἑκατέρων α, ἐφ' ἑκατέρου πήχεως ἀκρωτῆρι ὁμοίως α, ἐφ' ἑκατέρων ὤμων α, ἐπὶ ζυγοῦ α, ἐπὶ τοῦ πυθμένος α, λευκὸν καὶ λαμπρόν· τοὺς πάντας η (Ερατοσθένης, Καταστερισμοί 1.24R[12].2)

 

 

Ὁ ἐν γόνασι Ηρακλῆς

 

Οὗτος, φασίν, Ἡρακλῆς ἐστιν ὁ ἐπὶ τοῦ Ὄφεως βεβηκώς· ἐναργῶς δὲ ἕστηκε τό τε ῥόπαλον ἀνατετακὼς καὶ τὴν λεοντῆν περιειλημένος· λέγεται δέ, ὅτε ἐπὶ τὰ χρύσεα μῆλα ἐπορεύθη, τὸν ὄφιν τὸν τεταγμένον φύλακα ἀνελεῖν· ἦν δὲ ὑπὸ ῞Ηρας δι᾽ αὐτὸ τοῦτο τεταγμένος ὅπως ἀνταγωνίσηται τῷ Ἡρακλεῖ· ὅθεν ἐπιτελεσθέντος τοῦ ἔργου μετὰ <μεγίστου> κινδύνου ἄξιον ὁ Ζεὺς κρίνας τὸν ἆθλον μνήμης ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκε τὸ εἴδωλον· ἔστι δὲ ὁ μὲν ὄφις μετέωρον ἔχων τὴν κεφαλήν, ὁ δ᾽ ἐπιβεβηκὼς αὐτῷ καθεικὼς τὸ ἓν γόνυ, τῷ δ᾽ ἑτέρῳ ποδὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἐπιβαίνων, τὴν δὲ δεξιὰν χεῖρα ἐκτείνων, ἐν ᾗ τὸ ῥόπαλον, ὡς παίσων, τῇ δ᾽ εὐωνύμῳ χειρὶ τὴν λεοντῆν περιβεβλημένος. (Ερατοσθένης, Καταστερισμοί 1.4)

 

 

Η απαγωγή του Γανυμήδη από τον Μίνωα

 

Την κρητική καταγωγή του μύθου μαρτυρούν ανάμεσα σε άλλους ο Πλάτωνας (Νόμοι 636 C) και ο Αθήναιος (Δειπν. 13.77.7), ενώ η αυτοκτονία του νέου στην Κρήτη από νοσταλγία για τους δικούς του και τον τόπο του διασώζεται στο λεξικό Σούδα, στον δε περίλυπο πατέρα του άφησαν να εννοηθεί ότι τον είχε αρπάξει ανεμοστρόβιλος. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο μύθος αποτελεί δικαιολογία για την απόλαυση των ηδονών από τους Κρήτες (ό.π. και Φαίδρος 255C). Στα ιστορικά χρόνια η μυητική ομοφυλοφιλία, με παιδευτικό περιεχόμενο και απώτερο σκοπό την κοινωνική ένταξη του νέου στους θεσμούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς, θρησκευτικούς, θεωρούνταν κρητικό εφεύρημα του Μίνωα.

 

 

Ο Γανυμήδης οινοχόος στον γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας

 

Ω, πόσον ήτο γλυκύς ο γαμήλιος παιάν του λιβυκού αυλού,

της χορευτικής κιθάρας και των καλαμίνων συρίγγων,

ο διαχυθείς ανά το δασώδες Πήλιον, ότε αι καλλιπλόκαμοι

Πιερίδες Μούσαι, ελθούσαι εις τους γάμους του Πηλέως

και εξυμνούσαι διά μολπών μελωδικών την Θέτιδα και τον Αιακίδην

επί του όρους των Κενταύρων, εχόρευον κατά το συμπόσιον των θεών

κτυπώσαι το έδαφος διά των χρυσών αυτώνσανδάλων,

ενώ ο γόνος του Δαρδάνου, ο εκ Φρυγίας Γανυμήδης,

του οποίου το κάλλος ήτο εις τον Δία τόσον προσφιλές,

ήντλει εκ των χρυσών κρατήρων το νέκταρ!

Τότε και αι πεντήκοντα κόραι του Νηρέως εχόρευον εις τους γάμους

εκείνους ελισσόμεναι εν κύκλω παρά την λευκήν άμμον του αιγιαλού.

(Ευρ. Ιφ. εν Αυλ. 1036-1060, μετ. Ιωαν. Φραγκιάς)

 

 

Η Εκάβη για τον Γανυμήδη

 

Ώστε ανωφέλευτα,

του Λαομέδοντα γιε,

απαλοπάτητος

απ' τα χρυσά εσύ κερνάς τα κροντήρια το Δία.

Τέτοια τιμή!

Κι όμως η Τροία που σε γέννησε

καίγεται· γύρω οι αχτές της βουίζουν,

λες και πουλιά τα μικρούλια τους κλαιν·

άλλες θρηνούν για τους άντρες τους οι άμοιρες,

άλλες θρηνούν τα παιδιά τους

κι άλλες τις μάνες τους.

Τα γυμναστήρια, που εσύ γυμναζόσουν

κι έτρεχες, τώρα χαθήκαν,

κι όσα λουτρά το κορμί σου

δρόσιζαν πάνε κι εκείνα·

πλάι στον αφέντη σου,

δίπλα στη λάμψη των θρόνων του,

γνοιάζεσ᾽ εσύ το σελάγισμα

της νεανικής σου ομορφιάς· και τη χώρα του Πρίαμου

τώρα κοντάρι την έχει χαλάσει

ελληνικό.

(Ευρ., Τρ. 820-839, μετ. Θ. Σταύρου)

 

 

Η Ίππη στον ουρανό

 

Εὐριπίδης δέ φησιν ἐν Μελανίππῃ Ἵππην εἶναι τὴν τοῦ Χείρωνος θυγατέρα, ὑπ᾽ Αἰόλου δὲ ἀπατηθεῖσαν φθαρῆναι καὶ διὰ τὸν ὄγκον τῆς γαστρὸς φυγεῖν εἰς τὰ ὄρη, κἀκεῖ ὠδινούσης αὐτῆς τὸν πατέρα ἐλθεῖν κατὰ ζήτησιν, τὴν δ᾽ εὔξασθαι καταλαμβανομένην πρὸς τὸ μὴ γνωσθῆναι μεταμορφωθῆναι καὶ γενέσθαι ἵππον. διὰ γοῦν τὴν εὐσέβειαν αὐτῆς τε καὶ τοῦ πατρὸς ὑπ᾽ Ἀρτέμιδος εἰς τὰ ἄστρα τεθῆναι, ὅθεν τῷ Κενταύρῳ οὐχ ὁρατή ἐστιν· Χείρων γὰρ λέγεται εἶναι ἐκεῖνος. τὰ δὲ ὀπίσθια μέρη αὐτῆς ἀφανῆ ἐστι πρὸς τὸ μὴ γινώσκεσθαι θήλειαν οὖσαν. (Ερατ., Κατ. 1.18.8-1.18.19)

 

 

Φαέθων και Ηλιάδες Νύμφες

 

ἀρθείην δ᾽ ἐπὶ πόντιον

κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς

ἀκτᾶς Ἠριδανοῦ θ᾽ ὕδωρ

ἔνθα πορφύρεον σταλάσ-

σουσ᾽ ἐς οἶδμα τάλαιναι

κόραι Φαέθοντος οἴκτωι δακρύων

τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς

(Ευρ., Ιππόλυτος 735-741)

 

 

Ωκεάνη, Αετός, Αίγυπτος, Νείλος

 

Ενώ, λοιπόν, ο Όσιρις και ο στρατός του ασχολούνταν με αυτούς [τους Αιθίοπες], λένε ότι ο Νείλος ποταμός, την εποχή που ανέτειλε ο Σείριος, τότε δηλαδή που συνήθιζε να φουσκώνει, ξεχύθηκε έξω από τις όχθες του και πλημμύρισε μεγάλο μέρος της Αιγύπτου, και μάλιστα χτύπησε εκείνη την περιοχή που διοικούσε ο Προμηθέας. Και καθώς χάθηκαν τα πάντα στην περιοχή αυτή, ο Προμηθέας από τη λύπη του παραλίγο να αυτοκτονήσει. Και το ρεύμα κατέβαινε με τόση ταχύτητα και ορμή που ο ποταμός ονομάστηκε Αετός, ενώ ο Ηρακλής που επιχειρούσε μεγάλα έργα και ζήλευε τη δόξα της παληκαριάς, έφραξε αμέσως το ρήγμα και επανέφερε το ποτάμι στην παλιά του κοίτη. Γι' αυτό και μερικοί Έλληνες ποιητές μυθοποίησαν το γεγονός και είπαν ότι τάχα ο Ηρακλής σκότωσε τον αετό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα. Το αρχαιότερο όνομα που είχε ο ποταμός ήταν Ωκεάνη που στα ελληνικά είναι Ωκεανός. Έπειτα, εξαιτίας της πλημμύρας λένε ότι ονομάστηκε Αετός, έπειτα τον είπαν Αίγυπτο από το όνομα του βασιλιά της χώρας. Το επιβεβαιώνει και ο ποιητής εκεί που λέει «Κι έστησα στον Αίγυπτο ποταμό τα πλοία τα κυρτά» [Όμ., Οδ. ξ 258]. Γιατί κοντά στη λεγόμενη Θώνη το ποτάμι χύνεται στη θάλασσα και το μέρος αυτό στα παλιά χρόνια ήταν εμπορικό λιμάνι της Αιγύπτου. Το τελευταίο όνομα του ποταμού, αυτό που έχει μέχρι σήμερα, το πήρε από τον βασιλιά Νειλέα. (Διόδ. Σ. 1.19)

 

 

Το πρώτο μεγάλο καράβι

 

[…] ναυπήγησε [ο Ιάσονας] στην περιοχή του Πηλίου ένα σκάφος ασυνήθιστο στο μέγεθος και τον εξοπλισμό του, γιατί τότε οι άνθρωποι έπλεαν στη θάλασσα με σχεδίες και γενικά μικρές βαρκούλες. Γι' αυτό, όσοι το είδαν τότε έμειναν κατάπληκτοι, και όπως διαδόθηκε η φήμη σε όλη την Ελλάδα και για τον άθλο και για τη ναυπήγηση ενός τέτοιου πλοίου, αρκετοί νέοι διαλεχτοί επιθύμησαν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία. Ο Ιάσων έσυρε το σκάφος στη θάλασσα και αφού το στόλισε με λαμπρότητα με καθετί που θα προκαλούσε θαυμασμό, διάλεξε τα πιο ονομαστά παλληκάρια από όσους είχαν την επιθυμία να συμμερισθούν την περιπέτειά του. (Διόδωρος 41.1-2)

 

 

Ο καταστερισμός της Αργώς

 

Αὕτη διὰ τὴν Ἀθηνᾶν ἐν τοῖς ἄστροις ἐτάχθη, πρώτη γὰρ αὕτη ναῦς κατεσκευάσθη [καὶ ἀρχῆθεν ἐτεκτονήθη], φωνήεσσα δὲ γενομένη πρώτη τὸ πέλαγος διεῖλεν ἄβατον ὄν, ἵν᾽ ᾖ τοῖς ἐπιγινομένοις παράδειγμα σαφέστατον. εἰς δὲ τὰ ἄστρα ἀνετέθη τὸ εἴδωλον οὐχ ὅλον αὐτῆς, οἱ δ᾽ οἴακές εἰσιν ἕως τοῦ ἱστοῦ σὺν τοῖς πηδαλίοις, ὅπως ὁρῶντες οἱ τῇ ναυτιλίᾳ χρώμενοι θαρρῶσιν ἐπὶ τῇ ἐργασίᾳ, αὐτῆς τε ἡ δόξα ἀγήρατος διαμείνῃ οὔσης ἐν τοῖς θεοῖς. (Ερατ., Κατ. 1.35)

 

 

Οι Νηρηίδες

 

Κι απ' τον Νηρέα και την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της. Αυτές απ' τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. (Ησ. Θεογονία 240-264)

 

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (1.2.2) τα ονόματα των Νηρηίδων είναι: Αμφιτρίτη, Κυμοθόη, Σπειώ, Γλαυκονόμη, Ναυσιθόη, Αλίη, Ερατώ, Σαώ, Ευνίκη, Θέτις, Ευλιμένη, Αγαυή, Ευδώρη, Δωτώ, Φέρουσα, Γαλάτεια, Ακταίη, Ποντομέδουσα, Ιπποθόη, Λυσιάνασσα, Κυμώ, Ηιόνη, Αλιμήδη, Πληξαύρη, Ευκράντη, Πρωτώ, Καλυψώ, Πανόπη, Κραντώ, Νεόμηρις, Ιππονόη, Ιάνειρα, Πολυνόμη, Αυτονόη, Μελίτη, Διώνη, Νησαίη, Δηρώ, Ευαγόρη, Ψαμάθη, Ευμόλπη, Ιόνη, Δυναμένη, Κητώ, Λιμνώρεια.

 

 

Οι θνητοί Διόσκουροι

 

Η Ελένη, περπατώντας στα τείχη της Τροίας και αναγνωρίζοντας τους Αχαιούς πολέμαρχους, αναρωτιέται γιατί δεν διακρίνει ανάμεσά τους και τα αδέλφια της και κάνει διάφορες υποθέσεις για την απουσία τους:

 

κι όλους τους άλλους Αχαιούς και βλέπω και γνωρίζω

και θα ημπορούσ΄ αλάθευτα να ειπώ τα ονόματά τους,

και δύο μόνον βασιλείς να ιδώ δεν κατορθώνω

τον Κάστορα ιπποδαμαστήν, τον πύκτην Πολυδεύκην·

κι είναι αδελφοί μου, από μια μητέρα γεννημένοι·

μήπως στην Λακεδαίμονα την ποθητήν εμείναν,

ή με τους άλλους έφθασαν κι εκείνοι στην Τρωάδα,

αλλά δεν θέλουν να φανούν στες μάχες των ανδρείων,

μην πάρουν από τ΄ όνειδος και από την εντροπή μου »;

Αυτά 'λεγε και από καιρόν τους είχε η γη σκεπάσει

εκεί στην Λακεδαίμονα, στην ποθητήν πατρίδα.

(Όμ., Ιλ. Γ 234-244, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

 

Η λατρεία των Διοσκούρων στην Αρκαδία

 

Κλειτορίοις δὲ καὶ Διοσκούρων, καλουμένων δὲ θεῶν Μεγάλων ἐστὶν ἱερὸν ὅσον τέσσαρα ἀπέχον στάδια ἀπὸ τῆς πόλεως· καὶ ἀγάλματά ἐστιν αὐτοῖς χαλκᾶ.

Οι Κλειτόριοι [στην Αρκαδία] έχουν και ιερό αφιερωμένο στους Διόσκουρους, που αποκαλούνται και Μεγάλοι Θεοί, σε απόσταση τεσσάρων περίπου σταδίων από την πόλη· μέσα σε αυτό υπάρχουν και χάλκινα αγάλματά τους. (Παυσανίας, 8, 21, 4)

 

 

Η λατρεία των Διοσκούρων στην Άμφισσα

 

ἄγουσι δὲ καὶ τελετὴν οἱ Ἀμφισσεῖς Ἀνάκτων καλουμένων παίδων· οἵτινες δὲ θεῶν εἰσιν οἱ Ἄνακτες παῖδες, οὐ κατὰ ταὐτά ἐστιν εἰρημένον, ἀλλ᾽ οἱ μὲν εἶναι Διοσκούρους, οἱ δὲ Κούρητας, οἱ δὲ πλέον τι ἐπίστασθαι νομίζοντες Καβείρους λέγουσι.

Οι Αμφισσείς τελούν και μυστήρια προς τιμή των Βασιλόπαιδων, όπως αποκαλούνται. Οι υποθέσεις ποιοι από τους θεούς είναι οι Βασιλόπαιδες δεν συμφωνούν μεταξύ τους· μερικοί λένε ότι είναι οι Διόσκουροι, άλλοι οι Κουρήτες και άλλοι, που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλύτερα, θεωρούν ότι είναι οι Κάβειροι. (Παυσανίας, 10, 38, 7)

 

 

Ο αστερισμός των Διδύμων

 

Οὗτοι λέγονται Διόσκουροι εἶναι· ἐν δὲ τῇ Λακωνικῇ τραφέντες ἐπιφάνειαν ἔσχον, φιλαδελφίᾳ δὲ ὑπερήνεγκαν πάντας· οὔτε γὰρ περὶ ἀρχῆς οὔτε περὶ ἄλλου τινὸς ἤρισαν· μνήμην δὲ αὐτῶν Ζεὺς θέσθαι βουλόμενος τῆς κοινότητος, Διδύμους ὀνομάσας εἰς τὸ αὐτὸ ἀμφοτέρους ἔστησεν ἐν τοῖς ἄστροις.

(Ερατ., Καταστερισμοί 1.10)

 

 

Ονοσφαγίες Υπερβορείων

 

Τους τρεις μήνες του χειμώνα ο Απόλλωνας περνούσε τις μέρες του όχι στους Δελφούς αλλά στον Όλυμπο ή στους Υπερβόρειους. Εκεί υπήρχε συνήθεια να γίνονται εκατόμβες όνων προς τιμή του θεού. Και ο θεός χαιρόταν να τα βλέπει πεισματωμένα να τα σέρνουν στον βωμό, να αντιστέκονται στηριγμένα στα πίσω πόδια και σε ιθυφαλλική κατάσταση. (Καλλίμαχος απ. 186,8)

 

Ἀπολλόδωρός φησι καὶ Καλλίμαχος, Φοῖβος Ὑπερβορέοισιν ὄνων ἐπιτέλλεται ἱροῖς. Ὁ αὐτὸς δὲ ἀλλαχοῦ τέρπουσιν λιπαραὶ Φοῖβον ὀνοσφαγίαι. (Κλ. Αλ., Προτρ. 2.29.4)

 

 

Κύκλωπες

 

Οι πρώτοι Κύκλωπες, αν και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους Κύκλωπες του Ομήρου, δεν ταυτίζονται με αυτούς. Είναι γιοι της Γαίας και έχουν στο μέτωπο ένα μόνο μάτι. Τα ονόματά τους -Βρόντης, Στερόπης, Άργης- μαρτυρούν ότι είναι μάλλον θεότητες της φύσης: το όνομα του πρώτου Κύκλωπα παραπέμπει στη βροντή, του δεύτερου προέρχεται από τη λέξη στεροπὴ (ἀστεροπὴ, άστραπὴ), ενώ του τρίτου σημαίνει λευκός (<ἀργὸς, ἀργήεις, ἀργὴς, ἀργινόεις) και υποδηλώνει τον κεραυνό από τη λευκή του λάμψη. Οι Κύκλωπες χάρισαν στον Δία τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, στον Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα άλλα όπλα -δερμάτινη περικεφαλαία στον πρώτο, τρίαινα στον δεύτερο· με αυτά τα όπλα οι γιοι του Κρόνου νίκησαν τον πατέρα τους και τους Τιτάνες.

 

 

Ο Τειρεσίας για τον θάνατο του Οδυσσέα

 

θάνατος δέ τοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ

ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ σε πέφνῃ

γήραι ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον· ἀμφὶ δὲ λαοὶ

ὄλβιοι ἔσσονται.

Κι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα 'ρθει

να σε 'βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να σου κλείσει

μες σε βαθιά καλά γεράματα· κι ολόγυρα οι λαοί σου

θα ζουν χαιράμενοι.

(Οδ. λ 134-137, μετ. Ν.Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής)

 

 

Περί τριχών

 

Μερικές ενδεικτικές αναφορές αποκοπής και προσφοράς τριχών σε τελετουργικά νεκρικά, γάμου, ενηλικίωσης, ευχών και προσευχών για σωτηρία από κάθε μορφή κινδύνου (ναυάγιο, χρέη…):

 

· Ο Πηλέας είχε υποσχέθηκε τα μαλλιά του Αχιλλέα στον Σπερχειό, αν ο γιος του γυρνούσε σώος από τον πόλεμο:

Κι είπε [ο Αχιλλέας] με πόνον της καρδιάς κοιτώντας τα πελάγη:

«Άλλα σου ευχήθη, ω Σπερχειέ, το στόμα του πατρός μου,

όταν εκεί θα εγύριζα στην γην την πατρικήν μου,

να δώσει εσέ την κόμην μου και αγίαν εκατόμβην […]

(Ιλιάδα, Ψ, 143-146, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

· Όταν ετοιμάστηκε η κηδεία του Πατρόκλου, οι σύντροφοί του έκοψαν τα μαλλιά τους «και τον εσκέπασαν» (Ψ 134-135) -τα μαλλιά, σε αντίθεση με όσους τα προσφέρουν, έμεναν για πάντα με τον νεκρό.

 

· Ο Θάνατος έκοψε τα μαλλιά της Άλκηστης, αφιερώνοντάς τα στους θεούς του Κάτω Κόσμου (Ευρ., Άλκ. 73-5).

 

· Ο Θησέας, όταν πήγε στους Δελφούς, πρόσφερε τα μαλλιά του στον θεό. Αντί όμως να τα κόψει τελείως, ξύρισε μόνο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του, όπως οι Άβαντες, λαός πολεμικός που μνημονεύεται στην Ιλιάδα. Η ανώδυνη προσφορά μέρους του σώματος ήταν δηλωτική της ολικής προσφοράς του εαυτού στον θεό.

 

· Στην Τροιζήνα οι μελλόνυμφες έκλαιγαν τον Ιππόλυτο κι έκοβαν τα μαλλιά τους για να του τα προσφέρουν (Ευρ., Ιππόλ. 1424-6· Παυσ. 2.32.1), προφανώς επειδή ο γάμος συνιστούσε μια διαβατήρια τελετή, επειδή οι κοπέλες βίωναν την εμπειρία του γάμου σαν εμπειρία θανάτου -αποχωρισμός από τους οικείους και αποχαιρετισμός μιας ηλικίας και ενός τρόπου ζωής που τελείωνε αμετάκλητα.

 

· Φτωχοί και ταλαιπωρημένοι ναυτικοί αφιέρωναν στους Μεγάλους Θεούς της Σαμοθράκης στο νησί λίγες τρίχες από τα μαλλιά τους σαν θυσία:

· Γλαύκῳ καὶ Νηρῆι καὶ Ἰνοῖ καὶ Μελικέρτῃ καὶ βυθίῳ Κρονίδῃ καὶ Σαμόθρᾳξι θεοῖς σωθεὶς ἐκ πελάγους Λουκίλλιος ὧδε κέκαρμαι τὰς τρίχας ἐκ κεφαλῆς· ἄλλο γὰρ οὐδὲν ἔχω.

Στον Γλαύκο και τον Νηρέα, στην Ινώ και τον Μελικέρτη, στον γιο του Κρόνου των βυθών και στους θεούς της Σαμοθράκης, εγώ ο Λουκύλλιος, αφού σώθηκα από το πέλαγος, έκοψα με αυτόν τον τρόπο τις τρίχες από το κεφάλι μου, γιατί δεν έχω τίποτε άλλο. (AG 6.164)

 

 

Ο θάνατος του Ασκληπιού και η εκδίκηση του Απόλλωνα

 

Ο Δίας επειδή φοβήθηκε μήπως οι άνθρωποι μάθουν από αυτόν την τέχνη της θεραπείας και βοηθούν ο ένας τον άλλον, τον κατακεραύνωσε. Οργισμένος ο Απόλλωνας από το γεγονός, σκότωσε τους Κύκλωπες που κατασκεύασαν τον κεραυνό για χάρη του Δία. Και ο Δίας σχεδίαζε να τον ρίξει στα Τάρταρα, όμως ύστερα από τη θερμή ικεσία της Λητώς τον διατάζει να μπει στη δουλική υπηρεσία κάποιου ανθρώπου για ένα χρόνο. Και αυτός έφτασε στις Φερές, στον Άδμητο, τον γιο του Φέρητα, έγινε υπηρέτης του, βοσκός στα κοπάδια του, και έκανε τις αγελάδες να γεννούν δίδυμα. (Απολλόδωρος 3.10.4)

 

 

Βίος Ασκληπιού κατά Πίνδαρο

 

Ο Χίρωνας θα ήθελα, το τέκνο της Φιλύρας

-αν πρέπει να πουν τα χείλη μου την ευχή που όλος ο κόσμος λέει-

να ζούσε, του Κρόνου του Ουρανίδη ο πανίσχυρος γόνος

που έχει αποδημήσει,

και να βασίλευε στου Πηλίου τα λαγκάδια το άγριο θεριό

που 'χε για τους θνητούς καρδιά γεμάτη αγάπη.

Αυτός κάποτε ανάθρεψε τον ευγενικό Ασκληπιό,

που 'φερνε απ' τους πόνους ανακούφιση

και δύναμη στο σώμα,

τον ήρωα που γιάτρευε κάθε λογής αρρώστια.

Αυτόν, λοιπόν, η κόρη του Φλεγύα, του άξιου καβαλάρη,

προτού τον φέρει στη ζωή με τη βοήθεια της Ειλείθυιας

που τις μητέρες σκέπει,

από τα χρυσά της Άρτεμης τα βέλη χτυπημένη

από τον κοιτώνα της στου Άδη κατέβη τα παλάτια,

γιατί τέτοιο στάθηκε του Απόλλωνα το σχέδιο·

η οργή των τέκνων του Διός δεν πάει ποτέ χαμένη.

Αυτή τον περιφρόνησε πάνω στην αμυαλιά της

και μ' άλλον άντρα ενώθηκε, κρυφά από τον γονιό της,

αφού πρωτύτερα με τον μακρύμαλλο Φοίβο είχε σμίξει.

Και φέρνοντας στα σπλάχνα της του θεού το αμόλυντο σπέρμα,

δεν εκαρτέρεψε να 'ρθει στο νυφικό τραπέζι

ούτε των υμεναίων την πολύφωνη ιαχή ν' ακούσει

που οι συνομήλικες οι φίλες της παρθένες

προς το βραδάκι, κατά το έθιμο, τους γλυκοτραγουδούνε.

Αλλά κάποιον που μακριά της ήταν ερωτεύθη-

αυτό το παθαίνουνε πολλοί.

Μες στων ανθρώπων τις γενιές οι πιο ανέμυαλοι είναι

όσοι περιφρονούν τα κοντινά και ρίχνουν τη ματιά τους

στα μακρινά, και μ' ελπίδες κούφιες τ' άπιαστα κυνηγούνε.

Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα.

Ήρθ' ένας ξένος από την Αρκαδία,

κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.

Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνα

την πλούσια σε θυσίες το 'νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,

τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,

στον παντογνώστη νου του·

από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,

μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ' έργα.

Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ' έναν ξένο, τον γιο του Έλατου,

τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή του

που 'βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια

(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτες

ζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη

και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλος

και χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνά

μια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτεί

κι ολόκληρο το δάσος ν' αφανίσει.

Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω

στον ξύλινο σωρό

και λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,

τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μου

με τέτοιο θάνατο φριχτό ν' αφήσω γόνο να χαθεί δικό μου

μαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».

Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,

άρπαξε το παιδί απ' τη νεκρή, δρόμο ανοίγοντας

ανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.

Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγε

και το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθει

να γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.

Κι όσοι έρχονταν κι είχαν πληγές που 'βγαζε το κορμί τους

ή κι απ' αστραφτερό χαλκό τραυματισμένοι

ή από λιθάρι από μακριά ριγμένο

ή με το δέρμα από το θερινό λιοπύρι ρημαγμένο

ή από το ψύχος του χειμώνα, λύτρωνε τον καθένα από τα βάσανά του,

άλλους με ξόρκια μαλακά φροντίζοντάς τους

και σ' άλλους δίνοντας να πιουν πραϋντικά ελιξήρια

ή αλείφοντας με φάρμακα τα μέλη τους ολούθε

κι άλλους με μια τομή τούς έστηνε ορθούς.

Αλλά κι η γνώση ακόμα παρασύρεται από του κέρδους το κυνήγι.

Έτσι κι εκείνον τον ετράβηξε ο γενναίος μισθός,

χρυσάφι που γυαλίζει στην παλάμη,

να φέρει πίσω έναν θνητό απ' τον θάνατο αρπαγμένον.

Τότε ο Κρονίδης σήκωσε το χέρι του ενάντια και στους δύο

κι ακαριαία έκοψε στα στήθια στην πνοή τους,

κι ο φλογισμένος κεραυνός τούς σφράγισε το τέλος.

Ό,τι ταιριάζει στων θνητών τη φύση

πρέπει απ' τους θεούς ν' αποζητούμε,

το τι 'ναι μπρος στα πόδια μας γνωρίζοντας,

τη μοίρα μας ποια είναι μην ξεχνώντας.

Ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή·

ό,τι περνά απ' το χέρι σου εξάντλησέ το.

(Πίνδ. Πυθιονίκαις III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ, στ. 1-62, μτφ. Γ. Οικονομίδης)

 

 

Η φιλανθρωπία του Χείρωνα

 

Ο Χίρωνας θα ήθελα, το τέκνο της Φιλύρας

-αν πρέπει να πουν τα χείλη μου την ευχή που όλος ο κόσμος λέει-

να ζούσε, του Κρόνου του Ουρανίδη ο πανίσχυρος γόνος

που έχει αποδημήσει,

και να βασίλευε στου Πηλίου τα λαγκάδια το άγριο θεριό

που 'χε για τους θνητούς καρδιά γεμάτη αγάπη.

(Πίνδ. Πυθιονίκαις III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ, στ. 1-6, μτφ. Γ. Οικονομίδης)

 

 

Οι πρώτοι βασιλείς της Αθήνας

 

Αυτός ο Αμφικτύωνας έγινε βασιλιάς με τον εξής τρόπο: Λένε πως πρώτος βασιλιάς της λεγόμενης σήμερα Αττικής ήταν ο Ακταίος. Όταν ο Ακταίος πέθανε, τον διαδέχτηκε στον θρόνο ο Κέκροπας, επειδή ήταν ο σύζυγος της κόρης του. Απέκτησε τρεις κόρες, την Έρση, την Άγλαυρο και την Πάνδροσο, κι ένα γιο, τον Ερυσίχθονα, που δεν έγινε ποτέ βασιλιάς των Αθηναίων, γιατί πέθανε όσο ακόμα βασίλευε ο πατέρας του. Στη συνέχεια, ο Κραναός διαδέχτηκε τον Κέκροπα, ο πιο ισχυρός άνδρας της Αθήνας. Ο Κραναός απέκτησε, ανάμεσα σε άλλες κόρες, και την Ατθίδα, από την οποία ονομάζουν Αττική τη χώρα που μέχρι τότε αποκαλούσαν Ακταία. Κάνοντας επανάσταση ενάντια στον Κραναό ο Αμφικτύωνας, σύζυγος της κόρης του, τον ανέτρεψε από την εξουσία. Κι αυτός, όμως, αργότερα ανατράπηκε από τον Εριχθόνιο και τους άλλους που επαναστάτησαν μαζί του. Λένε πως ο Εριχθόνιος δεν είχε πατέρα θνητό· ο Ήφαιστος και η Γη ήταν γονείς του. (Παυσ. 1.2.6, μετ. ομάδα Κάκτου)

 

 

Το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη

 

Το άγαλμα της Αθηνάς είναι όρθιο με χιτώνα μέχρι τις άκρες των ποδιών και στο στέρνο της είναι κατασκευασμένη από ελεφαντόδοντο η κεφαλή της Μέδουσας. Κρατά Νίκη τεσσάρων πήχεων, στο άλλο χέρι δόρυ, κοντά στα πόδια της βρίσκεται ασπίδα, και δίπλα στο δόρυ φίδι, που ίσως είναι ο Εριχθόνιος. (Παυσ. 1.24.7, μετ. ομάδα Κάκτου)

 

 

Τα αποτροπαϊκά μωρά - φίδια

 

[Στο όρος Κρόνιο στην Ολυμπία] είναι ένα ιερό της Ειλείθυιας, στο οποίο λατρεύεται ο Σωσίπολις, ένας ντόπιος θεός των Ηλείων. […] Η γερόντισσα που υπηρετεί τον Σωσίπολι, σύμφωνα με παλιό έθιμο των Ηλείων, ζει στην αγνότητα, φέρνει νερό για το λουτρό του θεού και του παραθέτει πλακούντα ζυμωμένο με μέλι. […] Στο εσωτερικό [του ναού] λατρεύεται ο Σωσίπολις και δεν μπορεί να μπει κανείς εκτός από την ιέρεια του θεού, και αυτή με καλυμμένη την κεφαλή και το πρόσωπο με λευκό πέπλο. […] Και συνηθίζουν να ορκίζονται στον Σωσίπολι για πολύ σοβαρές υποθέσεις. Όταν, λένε, οι Αρκάδες εισέβαλαν στην Ηλεία με στρατό και οι Ηλείοι αντιπαρατάχθηκαν για μάχη, μια γυναίκα παρουσιάστηκε στους στρατηγούς των Ηλείων, θηλάζοντας ένα μωρό στην αγκαλιά της, κι έλεγε ότι αυτή γέννησε το παιδί, αλλά είδε όνειρο και το προσφέρει στους Ηλείους να πολεμήσει μαζί τους. Οι άρχονες των Ηλείων πίστεψαν ότι η γυναίκα λέει την αλήθεια και τοποθέτησαν το παιδί γυμνό μπροστά στο στράτευμα. Όταν οι Αρκάδες επιτέθηκαν, το παιδί αμέσως μεταμορφώθηκε σε φίδι. Τρομαγμένοι μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Αρκάδες το έβαλαν στα πόδια, ενώ οι Ηλείοι τους επιτέθηκαν και πέτυχαν λαμπρή νίκη. Έτσι ονόμασαν τον θεό Σωσίπολι. Στη θέση που τους φάνηκε ότι είχε χωθεί το φίδι μετά τη μάχη, εκεί ακριβώς έχτισαν το ιερό. Και μαζί με αυτόν οι Ηλείοι αποφάσισαν να τιμούν και την Ειλείθυια, γιατί αυτή η θεά έφερε το παιδί της στους ανθρώπους για να τους βοηθήσει. (Παυσ. 6.20.2-5).

 

 

Σειρήνες

 

Τα πουλιά με ανθρώπινο κεφάλι ήταν πολύ γνωστά στην αιγυπτιακή και ανατολίτικη τέχνη, και εμφανίστηκαν από νωρίς και στην ελληνική ανατολίζουσα τέχνη, χωρίς να περιλαμβάνονται σε κάποιο αφηγηματικό πλαίσιο. Τα ποτάμια […] και οι λίμνες είναι πάντοτε γεμάτα θηλυκά στοιχειά με μουσικές ιδιότητες, άλλοτε αγαθοποιά και άλλοτε έτοιμα να παρασύρουν τους ναυτικούς πάνω στα βράχια. Αν αυτό το καταφέρνουν με το τραγούδι τους, τότε είναι ταιριαστό να έχουν ανθρώπινα κεφάλια, και, αν είναι δυνατόν, ανθρώπινα χέρια, ώστε να παίζουν και κάποιο μουσικό όργανο. Ήταν μάλλον θέμα γούστου αν θα τις έπαιρναν για θαλάσσια όντα, όπως οι γοργόνες, ή για πτηνά, και ο Όμηρος δεν περιέγραψε τις ελληνικές εκδοχές, αλλά τις τοποθέτησε απλώς σε ένα νησί. Οι Έλληνες επέλεξαν τη φτερωτή τους εκδοχή κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα, όταν χρειάστηκε να δώσουν μορφή στις Σειρήνες που προσπάθησαν να ρίξουν το πλοίο του Οδυσσέα στα βράχια. Το τραγούδι τους αποτελούσε σημαντικό και διακριτικό γνώρισμά τους, και τις βλέπουμε στην τέχνη να κάνουν και τις μοιρολογίστρες.
John Boardman, Η αρχαιολογία της νοσταλγίας. Πώς οι αρχαίοι Έλληνες αναπαρέστησαν το μυθικό παρελθόν τους. Mετ. Βάσω Δημητρίου, επιμ. Μιχάλης Κοκολάκης. Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ. 137.

 

 

Προποιτίδες και Πυγμαλίων

 

Όλη η ζωή τους αίσχος και ντροπή· τις έβλεπε αυτές ο Πυγμαλίων

κι ένιωθε στην ψυχή του σιχαμό για τα μεγάλα βίτσια που απ' τη φύση

βαραίνουν τη γυναίκα, και γι' αυτό απάντρευτη περνούσε τη ζωή του,

κι ήτανε τώρα κάμποσος καιρός που ξάπλωνε ασυντρόφευτος στην κλίνη.

(Οβ., Μετ. 10. 243-247, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Αστερία και Λητώ

 

Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και από έρωτα θεάς με θεό έμεινε έγκυος και γέννησε τη Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκιά, γλυκιά απ' την πρώτη μέρα, που είναι η πιο καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή στους ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς. Γέννησε και την Αστερία με το ωραίο όνομα που κάποτε ο Πέρσης την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι του να γίνει η αγαπημένη του σύντροφος. Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ' όλους τίμησε ο Ζευς… (Ησ. Θεογ. 414 κ.ε., μετ. Π. Λεκατσάς)

 

 

Η Δήμητρα ως Νικίππη κρατάει παπαρούνες

 

Μα όταν η ευπρέπεια χάθηκεν από τους Τριοπίδες,

τότες ο Ερυσίχθονας βουλήθη τα χειρότερα.

Είκοσι παίρνοντας βοηθούς και όλους στην ακμή τους,

όλους τους γιγαντόκορμους, να ξεπατώσουν αρκετούς ακέρια πόλη,

μ' αυτά τα δυο τούς όπλισε: πελέκια και αξίνες,

και δράμανε μ' αναίδεια στης Δήμητρας το άλσος.

Ήταν εκεί και κάποια λεύκα δέντρο μέγα που άγγιζε τα αιθέρια

όπου και τέρπονταν τα μεσημέρια οι νύμφες.

Κι όπως πρωτοπληγώθηκεν αυτή, πόνου κραυγήν αφήνει και στις άλλες.

Η Δήμητρα αιστάνθηκε ότι πονάει το ιερό το δέντρο

κι είπε οργισμένη: «Ποιός μου κόβει τα καλά δέντρα;»

Έλαβε αμέσως της Νικίππης τη μορφή, που ιέρεια οι πολίτες

δημόσια την ορίσανε, κι αφού πήρε στα χέρια

στεφάνια, παπαρούνες και στον ώμο κρέμασε κλειδί,

είπε, να μαλακώσει τον κακό κι αναίσχυντο άντρα:

«Παιδί μου, που τα δέντρα κόβεις τ' αφιερωμένα στους θεούς,

παιδί μου ησύχασε, αγαπημένο τέκνο στους γονείς σου,

πάψε, και τους βοηθούς σου απότρεψε μην κι οργιστεί

η Δήμητρα η Σεβάσμια, τον ιερό της τόπο που ξεκάνεις».

(Καλλίμ., Ύμν. Στη Δήμητρα 6.31-49, Μετ. Θ. Παπαθανασόπουλος)

 

 

Κόμβη και Χαλκίδα

 

"Χαλκὶς πόλις ἐστίν, ἣ πρότερον Εὔβοια προσηγορεύετο". ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Κόμβης τῆς Χαλκίδος καλουμένης, θυγατρὸς Ἀσωποῦ. τινὲς δὲ Χαλκιδεῖς φασι κληθῆναι διὰ τὸ χαλκουργεῖα πρῶτον παρ᾽ αὐτοῖς ὀφθῆναι. (Εκαταίος, Fr. 1a,1,F.129.1-4)

Χαλκὶς πόλις ἐστίν, ἣ πρότερον Εὔβοια προσηγορεύετο. ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Κόμβης τῆς Χαλκίδος καλουμένης, θυγατρὸς Ἀσωποῦ (Αίλιος Ηρωδιανός, περί καθολικής προσωδίας 3.1.88.13-15)

Χαλκίδα τῆς Εὐβοίας πόλιν φασὶ ποτὲ ἀνθῆσαι δόρασί τε καὶ πλήθει τετρώρων ἁρμάτων. Οἱ δὲ φασὶν οὐ τὴν πόλιν, ἀλλὰ τὴν ἡρωΐδα Χαλκίδα εἰρῆσθαι. Κόμβην γὰρ φασὶ, τὴν ἐπικληθεῖσαν Χαλκίδα, ἐπειδὴ ὅπλα χαλκᾶ ἐποιήσατο, πρώτην συνοικήσασαν ἀνδρὶ ἑκατὸν παίδων γενέσθαι μητέρα, ὡς ἱστοροῦσιν οἱ τὰ Εὐβοϊκὰ συγγράψαντες καὶ Ἄριστος ὁ Σαλαμίνιος. (Ζηνόβιος, Επιτομή παροιμιών Λουκίου του Ταρρέως και Διδύμου του Αλεξανδρέως E 6.50.3-10)

 

 

Αστερισμός του ίππου

 

Τούτου μόνον τὰ ἔμπροσθεν φαίνεται ἕως ὀμφαλοῦ. Ἂρατος μὲν οὖν φησι τὸν ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος εἶναι ποιήσαντα κρήνην τῇ ὁπλῇ, ἀφ' οὗ καλεῖσθαι Ἳππου κρήνην· ἄλλοι δὲ τὸν Πήγασον εἶναί φασι τὸν εἰς τὰ ἄστρα ἀναπτάντα ὕστερον τῆς Βελλεροφόντου πτώσεως· διὰ δὲ τὸ μὴ ἔχειν πτέρυγας ἀπίθανον δοκεῖ τισι ποιεῖν τὸν λόγον. Εὐριπίδης δέ φησιν ἐν Μελανίππῃ Ἳππην εἶναι τὴν τοῦ Χείρωνος θυγατέρα, ὑπ' Αἰόλου δὲ ἀπατηθεῖσαν φθαρῆναι καὶ διὰ τὸν ὄγκον τῆς γαστρὸς φυγεῖν εἰς τὰ ὄρη, κἀκεῖ ὠδινούσης αὐτῆς τὸν πατέρα ἐλθεῖν κατὰ ζήτησιν, τὴν δ' εὔξασθαι καταλαμβανομένην πρὸς τὸ μὴ γνωσθῆναι μεταμορφωθῆναι καὶ γενέσθαι ἵππον. διὰ γοῦν τὴν εὐσέβειαν αὐτῆς τε καὶ τοῦ πατρὸς ὑπ' Ἀρτέμιδος εἰς τὰ ἄστρα τεθῆναι, ὅθεν τῷ Κενταύρῳ οὐχ ὁρατή ἐστιν· Χείρων γὰρ λέγεται εἶναι ἐκεῖνος. τὰ δὲ ὀπίσθια μέρη αὐτῆς ἀφανῆ ἐστι πρὸς τὸ μὴ γινώσκεσθαι θήλειαν οὖσαν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,18

 

 

Αστερισμός του Σκορπιού

 

Οὗτος διὰ τὸ μέγεθος εἰς δύο δωδεκατημόρια διαιρεῖται· καὶ τὸ μὲν ἐπέχουσιν αἱ χηλαί, θάτερον δὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ κέντρον. τοῦτον, φασίν, ἐποίησεν Ἂρτεμις ἀναδοθῆναι <ἐκ> τῆς κολώνης τῆς Χίου νήσου, καὶ τὸν Ὠρίωνα πλῆξαι, καὶ οὕτως ἀποθανεῖν, ἐπειδὴ ἐν κυνηγεσίῳ ἀκόσμως αὐτὴν ἐβιάσατο· ὃν Ζεὺς ἐν τοῖς λαμπροῖς ἔθηκε τῶν ἄστρων, ἵν' εἰδῶσιν οἱ ἐπιγινόμενοι ἄνθρωποι τὴν ἰσχύν τε αὐτοῦ καὶ τὴν δύναμιν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,7

 

 

Αστερισμός του Ταύρου

 

Οὗτος λέγεται ἐν τοῖς ἄστροις τεθῆναι διὰ τὸ Εὐρώπην ἀγαγεῖν ἐκ Φοινίκης εἰς Κρήτην διὰ τοῦ πελάγους, ὡς Εὐριπίδης φησὶν ἐν τῷ Φρίξῳ· χάριν δὲ τούτου ἐν τοῖς ἐπιφανεστάτοις ἐστὶν ὑπὸ Διὸς τιμηθεὶς. ἕτεροι δέ φασι βοῦν εἶναι τῆς Ἰοῦς μίμημα· χάριν δὲ ἐκείνης ὑπὸ Διὸς ἐτιμήθη [τὸ ἄστρον].

Τοῦ δὲ Ταύρου τὸ μέτωπον σὺν τῷ προσώπῳ αἱ Ὑάδες καλούμεναι περιέχουσιν· πρὸς δὲ τῇ ἀποτομῇ τῆς ῥάχεως ἡ Πλειάς ἐστιν ἀστέρας ἔχουσα ἑπτά, διὸ καὶ ἑπτάστερος καλεῖται· οὐχ ὁρῶνται δὲ εἰ μὴ ἕξ, ὁ δὲ ἕβδομος ἀμαυρός ἐστι σφόδρα.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,14

 

 

Αστερισμός του Κένταυρου

 

Οὗτος δοκεῖ Χείρων εἶναι ὁ ἐν τῷ Πηλίῳ οἰκήσαι, δικαιοσύνῃ δὲ ὑπερενέγκας πάντας ἀνθρώπους καὶ παιδεύσας Ἀσκληπιόν τε καὶ Ἀχιλλέα· ἐφ' ὃν Ἡρακλῆς δοκεῖ ἐλθεῖν δι' ἔρωτα, ᾧ καὶ συνεῖναι ἐν τῷ ἄντρῳ τιμῶν τὸν Πᾶνα. μόνον δὲ τῶν Κενταύρων οὐκ ἀνεῖλεν, ἀλλ' ἤκουεν αὐτοῦ, καθάπερ Ἀντισθένης φησὶν ὁ Σωκρατικὸς ἐν τῷ Ἡρακλεῖ. χρόνον δὲ ἱκανὸν ὁμιλούντων αὐτῶν ἐκ τῆς φαρέτρας αὐτοῦ βέλος ἐξέπεσεν εἰς τὸν πόδα τοῦ Χείρωνος καὶ οὕτως ἀποθανόντος αὐτοῦ ὁ Ζεὺς διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸ σύμπτωμα ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκεν αὐτόν. ἔστι δὲ τὸ Θηρίον ἐν ταῖς χερσὶ πλησίον τοῦ Θυτηρίου· ὃ δοκεῖ προσφέρειν θύσων, ὅ ἐστι μέγιστον σημεῖον τῆς εὐσεβείας αὐτοῦ.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,40

 

 

Αστερισμός του Τοξότη

 

Οὗτός ἐστιν ὁ Τοξότης, ὃν οἱ πλεῖστοι λέγουσι Κένταυρον εἶναι, ἕτεροι δ' οὔ φασι διὰ τὸ μὴ τετρασκελῆ αὐτὸν ὁρᾶσθαι, ἀλλ' ἑστηκότα καὶ τοξεύοντα· Κενταύρων δὲ οὐδεὶς τόξῳ κέχρηται· οὗτος δ' ἀνὴρ ὢν σκέλη ἔχει ἵππου καὶ κέρκον καθάπερ οἱ Σάτυροι· διόπερ αὐτοῖς ἀπίθανον ἐδόκει εἶναι, ἀλλὰ μᾶλλον Κρότον τὸν Εὐφήμης τῆς τῶν Μουσῶν τροφοῦ υἱόν· οἰκεῖν δ' αὐτὸν καὶ διαιτᾶσθαι ἐν τῷ ῾Ελικῶνι· ὃν καὶ αἱ Μοῦσαι τὴν τοξείαν εὑράμενον τὴν τροφὴν ἀπὸ τῶν ἀγρίων ἔχειν ἐποίησαν, καθάπερ φησὶ Σωσίθεος· συμμίσγοντα δὲ ταῖς Μούσαις καὶ ἀκούοντα αὐτῶν ἐπισημασίαις ἐπαινέσαι κρότον ποιοῦντα· τὸ γὰρ τῆς φωνῆς ἀσαφὲς ἦν ὑπὸ ἑνὸς κρότου σημαινόμενον, ὅθεν ὁρῶντες τοῦτον καὶ οἱ ἄλλοι ἔπραττον τὸ αὐτό· διόπερ αἱ Μοῦσαι δόξης χάριν τυχοῦσαι τῇ τούτου βουλήσει ἠξίωσαν τὸν Δία ἐπιφανῆ αὐτὸν ποιῆσαι ὅσιον ὄντα, καὶ οὕτως ἐν τοῖς ἄστροις ἐτέθη τῇ τῶν χειρῶν χρήσει, τὴν τοξείαν προσλαβὼν σύσσημον· ἐν δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἔμεινεν ἡ ἐκείνου πρᾶξις· ὅ ἐστι καὶ <τὸ> πλοῖον αὐτοῦ μαρτύριον ὅτι ἔσται σαφὴς οὐ μόνον τοῖς ἐν χέρσῳ ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐν πελάγει. διόπερ οἱ γράφοντες αὐτὸν Κένταυρον διαμαρτάνουσιν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,28

 

 

Αστερισμός του Αετού

 

Οὗτός ἐστιν ὁ Γανυμήδην ἀνακομίσας εἰς οὐρανὸν τῷ Διί, ὅπως ἔχῃ οἰνοχόον. ἔστι δὲ ἐν τοῖς ἄστροις, δι' ὅσον καὶ πρότερον, ὅτε οἱ Θεοὶ τὰ πτηνὰ διεμερίζοντο, τοῦτον ἔλαχεν ὁ Ζεύς. μόνον δὲ τῶν ζῴων ἀνθήλιον ἵπταται ταῖς ἀκτῖσιν οὐ ταπεινούμενον· ἔχει δὲ τὴν ἡγεμονίαν ἁπάντων· ἐσχημάτισται δὲ διαπεπταμένος τὰς πτέρυγας ὡς ἂν καθιπτάμενος. Ἀγλαοσθένης δέ φησιν ἐν τοῖς Ναξικοῖς γενόμενον τὸν Δία ἐν Κρήτῃ καὶ κατὰ κράτος ζητούμενον, δὶς ἐκκλαπέντα, ἐκεῖθεν ἐκκλαπῆναι καὶ ἀχθῆναι εἰς Νάξον, ἐκτραφέντα δὲ καὶ γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ τὴν τῶν Θεῶν βασιλείαν κατασχεῖν· ἐξορμῶντος δὲ ἐκ τῆς Νάξου ἐπὶ τοὺς Τιτᾶνας καὶ ἀετὸν αὐτῷ φανῆναι συνιόντα, τὸν δὲ οἰωνισάμενον ἱερὸν αὑτοῦ ποιήσασθαι [κατηστερισμένον] καὶ διὰ τοῦτο τῆς ἐν οὐρανῷ τιμῆς ἀξιωθῆναι.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,30

 

 

Αστερισμός του Ηνιόχου

 

Τοῦτον λέγουσιν ὅτι ὁ Ζεὺς ἰδὼν πρῶτον ἐν ἀνθρώποις ἅρμα ζεύξαντα [ἵππων], ὅς ἐστιν Ἐριχθόνιος ἐξ Ἡφαίστου καὶ Γῆς γενόμενος, καὶ θαυμάσας ὅτι τῇ τοῦ Ἡλίου ἀντίμιμον ἐποιήσατο διφρείαν ὑποζεύξας ἵππους λευκοὺς <ἀνήγαγεν εἰς τὰ ἄστρα>· πρῶτόν τε ᾿Αθηνᾷ πομπὴν ἤγαγεν ἐν ἀκροπόλει καὶ ἐποιήσατο πρὸς τούτοις ἐπιφανῆ τὴν θυσίαν αὐτῆς <τὸ ξόανον> σεμνύνων. λέγει δὲ καὶ Εὐριπίδης περὶ τῆς γενέσεως αὐτοῦ τὸν τρόπον τοῦτον· Ἣφαιστον ἐρασθέντα Ἀθηνᾶς βούλεσθαι αὐτῇ μιγῆναι, τῆς δὲ ἀποστρεφομένης καὶ τὴν παρθενίαν μᾶλλον αἱρουμένης ἔν τινι τόπῳ τῆς Ἀττικῆς κρύπτεσθαι, ὃν λέγουσι καὶ ἀπ' ἐκείνου προσαγορευθῆναι Ἡφαιστεῖον· ὃς δόξας αὐτὴν κρατήσειν καὶ ἐπιθέμενος πληγεὶς ὑπ' αὐτῆς τῷ δόρατι ἀφῆκε τὴν ἐπιθυμίαν, φερομένης εἰς τὴν γῆν τῆς σπορᾶς· ἐξ ἧς γεγενῆσθαι λέγουσι παῖδα, ὃς ἐκ τούτου Ἐριχθόνιος ἐκλήθη, καὶ αὐξηθεὶς τοῦθ' εὗρε καὶ ἐθαυμάσθη ἀγωνιστὴς γενόμενος· ἤγαγε δ' ἐπιμελῶς τὰ Παναθήναια καὶ ἅρμα ἡνιόχει ἔχων παραβάτην ἀσπίδιον ἔχοντα καὶ τριλοφίαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· ἀπ' ἐκείνου δὲ κατὰ μίμησιν ὁ καλούμενος ἀποβάτης.

 

Ἐσχημάτισται δ' ἐν τούτῳ ἡ Αἲξ καὶ οἱ Ἒριφοι. Μουσαῖος γάρ φησι Δία γεννώμενον ἐγχειρισθῆναι ὑπὸ Ῥέας Θέμιδι, Θέμιν δὲ Ἀμαλθείᾳ δοῦναι τὸ βρέφος, τὴν δὲ ἔχουσαν αἶγα ὑποθεῖναι, τὴν δ' ἐκθρέψαι Δία· τὴν δὲ Αἶγα εἶναι Ἡλίου θυγατέρα φοβερὰν οὕτως ὥστε τοὺς κατὰ Κρόνον Θεούς, βδελυττομένους τὴν μορφὴν τῆς παιδός, ἀξιῶσαι <τὴν> Γῆν κρύψαι αὐτὴν ἔν τινι τῶν κατὰ Κρήτην ἄντρων· καὶ ἀποκρυψαμένην ἐπιμέλειαν αὐτῆς τῇ Ἀμαλθείᾳ ἐγχειρίσαι, τὴν δὲ τῷ ἐκείνης γάλακτι τὸν Δία ἐκθρέψαι· ἐλθόντος δὲ τοῦ παιδὸς εἰς ἡλικίαν καὶ μέλλοντος Τιτᾶσι πολεμεῖν, οὐκ ἔχοντος δὲ ὅπλα, θεσπισθῆναι αὐτῷ τῆς αἰγὸς τῇ δορᾷ ὅπλῳ χρήσασθαι διά τε τὸ ἄτρωτον αὐτῆς καὶ φοβερὸν καὶ διὰ τὸ εἰς μέσην τὴν ῥάχιν Γοργόνος πρόσωπον ἔχειν· ποιήσαντος δὲ ταῦτα τοῦ Διὸς καὶ τῇ τέχνῃ φανέντος διπλασίονος, τὰ ὀστᾶ δὲ τῆς αἰγὸς καλύψαντος ἄλλῃ δορᾷ καὶ ἔμψυχον αὐτὴν καὶ ἀθάνατον κατασκευάσαντος, αὐτὴν μέν φασιν ἄστρον οὐράνιον [κατασκευάσαι]

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,13

 

 

Αστερισμός του Βοώτη

 

<Π>ερὶ τούτου λέγεται ὅτι Ἀρκάς ἐστιν ὁ Καλλιστοῦς καὶ Διὸς γεγονώς, ᾤκησε δὲ περὶ τὸ Λύκαιον φθείραντος αὐτὴν Διός· οὗ προσποιησάμενος ὁ Λυκάων τὸν Δία ἐξένιζεν, ὥς φησιν Ἡσίοδος, καὶ τὸ βρέφος κατακόψας, παρέθηκεν ἐπὶ τὴν τράπεζαν· ὅθεν ἐκείνην μὲν ἀνατρέπει, ἀφ' οὗ ἡ Τραπεζοῦς καλεῖται πόλις, τὴν δὲ οἰκίαν ἐκεραύνωσε, τὸν δὲ Λυκάονα ἀπεθηρίωσε καὶ αὐτὸν λύκον ἐποίησε· τὸν δὲ Ἀρκάδα πάλιν ἀναπλάσας ἔθηκεν ἄρτιον· καὶ ἐτράφη παρ' αἰπόλῳ· νεανίσκος δ' ὢν ἤδη δοκεῖ καταδραμεῖν εἰς τὸ Λύκαιον καὶ ἀγνοήσας τὴν μητέρα γῆμαι· οἱ δὲ κατοικοῦντες τὸν τόπον ἀμφοτέρους κατὰ νόμον θύειν ἔμελλον· ὁ δὲ Ζεὺς ἐξελόμενος αὐτοὺς διὰ τὴν συγγένειαν εἰς τὰ ἄστρα ἀνήγαγεν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1, 8

 

 

Αστερισμός του Οφιούχου

 

Οὗτός ἐστιν ὁ ἐπὶ Σκορπίου ἑστηκώς, ἔχων ἐν ἀμφοτέραις χερσὶν [τὸν] ὄφιν· λέγεται δὲ εἶναι Ἀσκληπιός, ὃν Ζεὺς χαριζόμενος Ἀπόλλωνι εἰς τὰ ἄστρα ἀνήγαγεν· τούτου τέχνῃ ἰατρικῇ χρωμένου, ὡς καὶ τοὺς ἤδη τεθνηκότας ἐγείρειν, ἐν οἷς καὶ ἔσχατον Ἱππόλυτον τὸν Θησέως, καὶ τῶν Θεῶν δυσχερῶς τοῦτο φερόντων, εἰ αἱ τιμαὶ καταλυθήσονται αὐτῶν τηλικαῦτα ἔργα Ἀσκληπιοῦ ἐπιτελοῦντος, λέγεται τὸν Δία ὀργισθέντα κεραυνοβολῆσαι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, εἶτα διὰ τὸν Ἀπόλλωνα τοῦτον εἰς τὰ ἄστρα ἀναγαγεῖν· ἔχει δὲ ἐπιφάνειαν ἱκανὴν ἐπὶ τοῦ μεγίστου ἄστρου ὤν, λέγω δὴ τοῦ Σκορπίου, εὐσήμῳ τῷ τύπῳ φαινόμενος.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1, 6

 

 

Αστερισμός της Ανδρομέδας

 

Αὕτη κεῖται ἐν τοῖς ἄστροις διὰ τὴν Ἀθηνᾶν, τῶν Περσέως ἄθλων ὑπόμνημα, διατεταμένη τὰς χεῖρας, ὡς καὶ προετέθη τῷ κήτει· ἀνθ' ὧν σωθεῖσα ὑπὸ τοῦ Περσέως οὐχ εἵλετο τῷ πατρὶ συμμένειν οὐδὲ τῇ μητρί, ἀλλ' αὐθαίρετος εἰς τὸ Ἂργος ἀπῆλθε μετ' ἐκείνου, εὐγενές τι φρονήσασα. λέγει δὲ καὶ Εὐριπίδης σαφῶς ἐν τῷ περὶ αὐτῆς γεγραμμένῳ δράματι.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1, 17

 

 

Αστερισμός της Παρθένου

 

Ταύτην Ἡσίοδος ἐν Θεογονίᾳ εἴρηκε θυγατέρα Διὸς καὶ Θέμιδος, καλεῖσθαι δὲ αὐτὴν Δίκην· λέγει δὲ καὶ Ἂρατος παρὰ τούτου λαβὼν τὴν ἱστορίαν ὡς οὖσα πρότερον ἀθάνατος καὶ ἐπὶ τῆς γῆς σὺν τοῖς ἀνθρώποις ἦν καὶ ὅτι Δίκην αὐτὴν ἐκάλουν· μεταστάντων δὲ αὐτῶν καὶ μηκέτι τὸ δίκαιον συντηρούντων, οὐκέτι σὺν αὐτοῖς ἦν, ἀλλ' εἰς τὰ ὄρη ὑπεχώρει· εἶτα στάσεων καὶ πολέμων αὐτοῖς ὄντων [διὰ] τὴν παντελῆ αὐτῶν ἀδικίαν ἀπομισήσασαν εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνελθεῖν. λέγονται δὲ καὶ ἕτεροι λόγοι περὶ αὐτῆς πλεῖστοι· οἱ μὲν γὰρ αὐτήν φασιν εἶναι Δήμητρα διὰ τὸ ἔχειν στάχυν, οἱ δὲ Ἲσιν, οἱ δὲ Ἀταργάτιν, οἱ δὲ Τύχην, διὸ καὶ ἀκέφαλον αὐτὴν σχηματίζουσιν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,9

 

 

Αστερισμός του Δράκοντα

 

Οὗτός ἐστιν ὁ μέγας τε καὶ δι' ἀμφοτέρων τῶν Ἂρκτων κείμενος· λέγεται δὲ εἶναι ὁ τὰ χρύσεα μῆλα φυλάσσων, ὑπὸ δὲ ῾Ηρακλέους ἀναιρεθείς· ᾧ καὶ ἐν τοῖς ἄστροις τάξις ἐδόθη δι' Ἣραν, ἣ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὰς Ἑσπερίδας φύλακα τῶν μήλων· Φερεκύδης γάρ φησιν, ὅτε ἐγαμεῖτο ἡ Ἣρα ὑπὸ Διός, φερόντων αὐτῇ τῶν Θεῶν δῶρα τὴν Γῆν ἐλθεῖν φέρουσαν τὰ χρύσεα μῆλα· ἰδοῦσαν δὲ τὴν Ἣραν θαυμάσαι καὶ εἰπεῖν καταφυτεῦσαι εἰς τὸν τῶν Θεῶν κῆπον, ὃς ἦν παρὰ τῷ Ἂτλαντι· ὑπὸ δὲ τῶν ἐκείνου παρθένων ἀεὶ ὑφαιρουμένων τῶν μήλων κατέστησε φύλακα τὸν ὄφιν ὑπερμεγέθη ὄντα· μέγιστον δὲ ἔχει σημεῖον· ἐπίκειται δὲ αὐτῷ Ἡρακλέους εἴδωλον, ὑπόμνημα τοῦ ἀγῶνος Διὸς θέντος ἐναργέστατον τῇ σχηματοποιίᾳ.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,3

 

 

Αστερισμός της Μικρής Άρκτου

 

Αὕτη ἐστὶν ἡ μικρὰ καλουμένη· προσηγορεύθη δὲ ὑπὸ τῶν πλείστων Φοινίκη· ἐτιμήθη δὲ ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος· γνοῦσα δὲ ὅτι ὁ Ζεὺς αὐτὴν ἔφθειρεν, ἠγρίωσεν αὐτήν· ὕστερον δὲ σεσωσμένῃ λέγεται δόξαν αὐτῇ περιθεῖναι ἀντιθεῖσαν ἕτερον εἴδωλον ἐν τοῖς ἄστροις, ὥστε δισσὰς ἔχειν τιμάς. Ἀγλαοσθένης δὲ ἐν τοῖς Ναξικοῖς φησι τροφὸν γενέσθαι τοῦ Διὸς Κυνόσουραν, εἶναι δὲ μίαν τῶν ᾿Ιδαίων νυμφῶν· ἀφ' ἧς ἐν μὲν τῇ πόλει τῇ καλουμένῃ ῾Ιστοῖς, τοὔνομα τοῦτο ἦν, ἣν οἱ περὶ Νικόστρατον ἔκτισαν, καὶ τὸν ἐν αὐτῇ [δὲ] λιμένα καὶ τὸν ἐπ' αὐτῷ τόπον Κυνόσουραν κληθῆναι. Ἂρατος δὲ αὐτὴν καλεῖ Ἑλίκην ἐκ Κρήτης οὖσαν· γενέσθαι δὲ Διὸς τροφὸν καὶ διὰ τοῦτο ἐν οὐρανοῖς τιμῆς ἀξιωθῆναι.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,2

 

 

Αστερισμός του Οϊστού

 

Τοῦτο τὸ βέλος ἐστὶ τοξικόν, ὅ φασιν εἶναι Ἀπόλλωνος, ᾧ τε δὴ τοὺς Κύκλωπας τῷ Διὶ κεραυνὸν ἐργασαμένους ἀπέκτεινε δι' Ἀσκληπιόν· ἔκρυψε δὲ αὐτὸ ἐν Ὑπερβορείοις οὗ καὶ ὁ ναὸς ὁ πτέρινος. λέγεται δὲ πρότερον ἀπενηνέχθαι ὅτε τοῦ φόνου αὐτὸν ὁ Ζεὺς ἀπέλυσε καὶ ἐπαύσατο τῆς παρὰ Ἀδμήτῳ λατρείας, περὶ ἧς λέγει Εὐριπίδης ἐν τῇ Ἀλκήστιδι. δοκεῖ δὲ τότε ἀνακομισθῆναι ὁ ὀιστὸς μετὰ τῆς καρποφόρου Δήμητρος διὰ τοῦ ἀέρος· ἦν δὲ ὑπερμεγέθης. ὡς Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός φησιν ἐν τῷ περὶ δικαιοσύνης· ὅθεν εἰς τὰ ἄστρα τέθεικε τὸ βέλος ὁ Ἀπόλλων εἰς ὑπόμνημα τῆς ἑαυτοῦ μάχης καταστερίσας.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,29

 

 

Αστερισμός του Λέοντα

 

Οὗτος ἐστι μὲν τῶν ἐπιφανῶν ἄστρων· δοκεῖ δ' ὑπὸ Διὸς τιμηθῆναι τοῦτο τὸ ζῴδιον διὰ τὸ τῶν τετραπόδων ἡγεῖσθαι. τινὲς δέ φασιν ὅτι Ἡρακλέους πρῶτος ἆθλος ἦν εἰς τὸ μνημονευθῆναι· φιλοδοξῶν γὰρ μόνον τοῦτον οὐχ ὅπλοις ἀνεῖλεν, ἀλλὰ συμπλακεὶς ἀπέπνιξεν· λέγει δὲ περὶ αὐτοῦ Πείσανδρος ὁ Ῥόδιος· ὅθεν καὶ τὴν δορὰν αὐτοῦ ἔχειν, ὡς ἔνδοξον ἔργον πεποιηκώς. οὗτός ἐστιν ὁ ἐν τῇ Νεμέᾳ ὑπ' αὐτοῦ φονευθείς.

῎Εχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς γ, ἐπὶ τοῦ στήθους <α, ὑπὸ τὸ στῆθος> β, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς λαμπρὸν α, ἐπὶ μέσης <τῆς κοιλίας> α, ὑπὸ τὴν κοιλίαν α, ἐπὶ τοῦ ἰσχίου α, ἐπὶ τοῦ ὀπισθίου γόνατος α, ἐπὶ ποδὸς ἄκρου λαμπρὸν α, ἐπὶ τοῦ τραχήλου β, ἐπὶ τῆς ῥάχεως γ, ἐπὶ μέσης τῆς κέρκου α, ἐπ' ἄκρας λαμπρὸν α, [ἐπὶ τῆς κοιλίας α]· <τοὺς πάντας ιθ>. ὁρῶνται δὲ καὶ ὑπὲρ αὐτὸν ἐν τριγώνῳ κατὰ τὴν κέρκον ἀμαυροὶ ἑπτά, οἳ καλοῦνται Πλόκαμος Βερενίκης Εὐεργέτιδος.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,12

 

 

Αστερισμός του Υδροχόου

 

Οὗτος δοκεῖ κεκλῆσθαι ἀπὸ τῆς πράξεως Ὑδροχόος. ἔχων γὰρ ἕστηκεν οἰνοχόην καὶ ἔκχυσιν πολλὴν ποιεῖται ὑγροῦ. λέγουσι δέ τινες αὐτὸν εἶναι τὸν Γανυμήδην, ἱκανὸν ὑπολαμβάνοντες σημεῖον εἶναι τὸ ἐσχηματίσθαι τὸ εἴδωλον οὕτως ὥσπερ ἂν οἰνοχόον χέειν. ἐπάγονται δὲ καὶ τὸν ποιητὴν μάρτυρα, διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν ὡς ἀνεκομίσθη οὗτος πρὸς τὸν Δία κάλλει ὑπερενέγκας ἵνα οἰνοχοῇ, ἄξιον κρινάντων αὐτὸν τῶν Θεῶν, καὶ ὅτι τέτευχεν ἀθανασίαν τοῖς ἀνθρώποις ἄγνωστον οὖσαν· ἡ δὲ γινομένη ἔκχυσις εἰκάζεται τῷ νέκταρι ὃ καὶ ὑπὸ τῶν Θεῶν πίνεται, εἰς μαρτύριον τῆς εἰρημένης πόσεως τῶν Θεῶν ὑπολαμβάνοντες τοῦτο εἶναι.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1.26

 

 

Αστερισμός του Δελφίνος

 

Οὗτος ἐν τοῖς ἄστροις λέγεται τεθῆναι δι' αἰτίαν τοιαύτην. τοῦ Ποσειδῶνος βουλομένου τὴν Ἀμφιτρίτην λαβεῖν [εἰς] γυναῖκα, εὐλαβηθεῖσα ἐκείνη ἔφυγε πρὸς τὸν Ἂτλαντα, διατηρῆσαι τὴν παρθενίαν σπεύδουσα. ὡς δὲ καὶ αἱ πλεῖσται Νηρηίδες ἐκρύπτοντο κεκρυμμένης ἐκείνης, πολλοὺς ὁ Ποσειδῶν ἐξέπεμψε μαστῆρας, ἐν οἷς καὶ τὸν δελφῖνα· πλανώμενος δὲ κατὰ τὰς νήσους τοῦ Ἂτλαντος, περιπεσὼν αὐτῇ προσαγγέλλει καὶ ἄγει πρὸς Ποσειδῶνα· ὁ δὲ γήμας αὐτὴν μεγίστας τιμὰς ἐν τῇ θαλάσσῃ αὐτῷ ὥρισεν, ἱερὸν αὐτὸν ὀνομάσας εἶναι καὶ εἰς τὰ ἄστρα αὐτοῦ σύστημα ἔθηκεν.

ὅσοι δ' ἂν αὐτῷ τῷ Ποσειδῶνι χαρίσασθαι θέλωσιν, ἐν τῇ χειρὶ ποιοῦσιν ἔχοντα τὸν δελφῖνα τῆς εὐεργεσίας μεγίστην δόξαν αὐτῷ ἀπονέμοντες. λέγει δὲ περὶ αὐτοῦ καὶ Ἀρτεμίδωρος ἐν ταῖς ἐλεγείαις ταῖς περὶ Ἒρωτος αὐτῷ πεποιημέναις [βίβλοις].

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,31

 

 

Αστερισμός του Ποταμού

 

Οὗτος ἐκ τοῦ ποδὸς τοῦ Ὠρίωνος τοῦ ἀριστεροῦ τὴν ἀρχὴν ἔχει· καλεῖται δὲ κατὰ μὲν τὸν Ἂρατον Ἠριδανός· οὐδεμίαν δὲ ἀπόδειξιν περὶ αὐτοῦ φέρει· ἕτεροι δέ φασι δικαιότατον αὐτὸν εἶναι Νεῖλον· μόνος γὰρ οὗτος ἀπὸ μεσημβρίας τὰς ἀρχὰς ἔχει. πολλοῖς δὲ ἄστροις διακεκόσμηται. ὑπόκειται δὲ αὐτῷ καὶ ὁ καλούμενος ἀστὴρ Κάνωβος, ὃς ἐγγίζει τῶν πηδαλίων τῆς Ἀργοῦς· τούτου δὲ οὐδὲν ἄστρον κατώτερον φαίνεται, διὸ καὶ Περίγειος καλεῖται.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,37

 

 

Αστερισμός του Θυτηρίου

 

Τοῦτό ἐστιν ἐφ' ᾧ πρῶτον οἱ Θεοὶ τὴν συνωμοσίαν ἔθεντο, ὅτε ἐπὶ τὸν Κρόνον ὁ Ζεὺς ἐστράτευσεν, Κυκλώπων κατασκευασάντων ἔχοντος τοῦ πυρὸς κάλυμμα ὅπως μὴ ἴδωσι τὴν τοῦ κεραυνοῦ δύναμιν· ἐπιτυχόντες δὲ τῆς πράξεως ἔθηκαν καὶ αὐτὸ ἐν τῷ οὐρανῷ εἰς μνημόσυνον· ὃ καὶ εἰς τὰ συμπόσια οἱ ἄνθρωποι φέρουσι καὶ θύουσιν οἱ κοινωνεῖν ἀλλήλοις προαιρούμενοι, ἔν τε τοῖς ἀγῶσι καὶ τοῖς ** ὀμνύειν βουλόμενοι ὡς δικαιοτάτην πίστιν τιθέντες καὶ τῇ χειρὶ ἐφάπτονται τῇ δεξιᾷ μαρτύριον εὐγνωμοσύνης τοῦτο ἡγούμενοι · ὁμοίως δὲ καὶ οἱ μάντεις ἐπὶ τούτῳ θύουσιν ὅταν βούλωνται ἀσφαλέστερον ἰδεῖν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,39

 

 

Αστερισμός του Καρκίνου

 

Οὗτος δοκεῖ ἐν τοῖς ἄστροις τεθῆναι δι' Ἣραν, ὅτι μόνος Ἡρακλεῖ τῶν ἄλλων συμμαχούντων ὅτε τὴν ὕδραν ἀνῄρει, ἐκ τῆς λίμνης ἐκπηδήσας ἔδακεν αὐτοῦ τὸν πόδα, καθάπερ φησὶ Πανύασις ἐν Ἡρακλείᾳ· θυμωθεὶς δ' ὁ Ἡρακλῆς δοκεῖ τῷ ποδὶ συνθλάσαι αὐτόν, ὅθεν μεγάλης τιμῆς τετύχηκε καταριθμούμενος ἐν τοῖς ιβ ζῳδίοις.

Καλοῦνται δέ τινες αὐτῶν ἀστέρες Ὂνοι, οὓς Διόνυσος ἀνήγαγεν εἰς τὰ ἄστρα. ἔστι δὲ αὐτοῖς καὶ Φάτνη παράσημον· ἡ δὲ τούτων ἱστορία αὕτη· Ὂνων καὶ Φάτνης. Ὃτε ἐπὶ Γίγαντας ἐστρατεύοντο οἱ Θεοί, λέγεται Διόνυσον καὶ Ἣφαιστον καὶ Σατύρους ἐπὶ ὄνων πορεύεσθαι· οὔπω δὲ ἑωραμένων αὐτοῖς τῶν Γιγάντων πλησίον ὄντες ὠγκήθησαν οἱ ὄνοι, οἱ δὲ Γίγαντες ἀκούσαντες τὴν φωνὴν ἔφυγον· διὸ ἐτιμήθησαν ἐν τῷ Καρκίνῳ εἶναι ἐπὶ δυσμάς.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,11

 

 

Αστερισμός του Κηφέα

 

Οὗτος ἐν τάξει τέτακται τέταρτος· ὁ δ' ἀρκτικὸς κύκλος αὐτὸν ἀπολαμβάνει ἀπὸ ποδῶν ἕως στήθους· τὸ δὲ λοιπὸν εἰς τὸ ἀνὰ μέσον πίπτει αὐτοῦ τοῦ τε ἀρκτικοῦ καὶ θερινοῦ τροπικοῦ· ἦν δέ, ὡς Εὐριπίδης φησίν, Αἰθιόπων βασιλεύς, Ἀνδρομέδας δὲ πατήρ· τὴν δ' αὑτοῦ θυγατέρα δοκεῖ προθεῖναι τῷ κήτει βοράν, ἣν Περσεὺς ὁ Διὸς διέσωσε· δι' ἣν καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς ἄστροις ἐτέθη Ἀθηνᾶς γνώμῃ.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,15

 

 

Αστερισμός της Κασσιόπειας

 

Ταύτην ἱστορεῖ Σοφοκλῆς ὁ τῆς τραγῳδίας ποιητὴς ἐν Ἀνδρομέδᾳ ἐρίσασαν περὶ κάλλους ταῖς Νηρηίσιν εἰσελθεῖν εἰς τὸ σύμπτωμα, καὶ Ποσειδῶνα διαφθεῖραι τὴν χώραν κῆτος ἐπιπέμψαντα· δι' ἣν πρόκειται τῷ κήτει ἡ θυγάτηρ. οἰκείως δὲ ἐσχημάτισται ἐγγὺς ἐπὶ δίφρου καθημένη.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,16

 

 

Αστερισμός του Κρατήρα και του Κόρακα

 

Tοῦτο τὸ ἄστρον κοινόν ἐστιν ἀπὸ πράξεως γεγονὸς ἐναργοῦς. τιμὴν γὰρ ἔχει ὁ κόραξ παρὰ τῷ Ἀπόλλωνι· ἑκάστῳ γὰρ τῶν Θεῶν ὄρνεόν ἐστιν ἀνακείμενον· θυσίας δὲ γενομένης τοῖς Θεοῖς σπονδὴν πεμφθεὶς κομίσαι [ἐνέγκαι] ἀπὸ κρήνης τινός, ἰδὼν παρὰ τὴν κρήνην συκῆν ὀλίνθους [ἐρινεοὺς] ἔχουσαν ἔμεινεν ἕως πεπανθῶσιν· μεθ' ἱκανὰς δὲ ἡμέρας πεπανθέντων τούτων καὶ φαγὼν τῶν συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν τῇ κρήνῃ ὕδρον ἔφερε σὺν τῷ κρατῆρι, φάσκων αὐτὸν ἐκπίνειν καθ' ἡμέραν τὸ γιγνόμενον ἐν τῇ κρήνῃ ὕδωρ· ὁ δὲ Ἀπόλλων ἐπιγνοὺς τὰ ὄντα τῷ μὲν κόρακι ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτίμιον ἔθηκεν ἱκανὸν τὸν χρόνον τοῦτον διψῆν, καθάπερ Ἀριστοτέλης εἴρηκεν ἐν τοῖς περὶ θηρίων, καὶ Ἀρχέλαος δέ φησιν ὁμοίως ἐν τοῖς Ἰδιοφυέσιν. μνημόνευμα δὲ δώσων τῆς εἰς Θεοὺς ἁμαρτίας σαφές, εἰκονίσας ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκεν εἶναι τόν τε Ὑδρον καὶ <τὸν Κρατῆρα καὶ τὸν Κόρακα> μὴ δυνάμενον πιεῖν καὶ μὴ προσελθεῖν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,41

 

 

Αστερισμός του Κύκνου

 

Οὗτός ἐστιν ὁ καλούμενος μέγας, ὃν κύκνῳ εἰκάζουσιν· λέγεται δὲ τὸν Δία ὁμοιωθέντα τῷ ζῴῳ τούτῳ Νεμέσεως ἐρασθῆναι, ἐπεὶ αὐτὴ πᾶσαν ἤμειβε μορφήν, ἵνα τὴν παρθενίαν φυλάξῃ, καὶ τότε κύκνος γέγονεν· οὕτω καὶ αὐτὸν ὁμοιωθέντα τῳ ὀρνέῳ τούτῳ καταπτῆναι εἰς Ῥαμνοῦντα τῆς Αττικῆς, κἀκεῖ τὴν Νέμεσιν φθεῖραι· τὴν δὲ τεκεῖν ᾠόν, ἐξ οὗ ἐκκολαφθῆναι καὶ γενέσθαι τὴν Ἑλένην, ὥς φησι Κρατῖνος ὁ ποιητής. καὶ διὰ τὸ μὴ μεταμορφωθῆναι αὐτόν, ἀλλ' οὕτως ἀναπτῆναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸν τύπον τοῦ κύκνου ἔθηκεν ἐν τοῖς ἄστροις· ἔστι δὲ ἱπτάμενος οἷος τότε ἦν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,25

 

 

Αστερισμός του Κυνός

 

Περὶ τούτου ἱστορεῖται ὅτι ἐστὶν ὁ δοθεὶς Εὐρώπῃ φύλαξ μετὰ τοῦ ἄκοντος· ἀμφότερα δὲ ταῦτα Μίνως ἔλαβε καὶ ὕστερον ὑπὸ Πρόκριδος ὑγιασθεὶς ἐκ νόσου ἐδωρήσατο αὐτῇ, μετὰ δὲ χρόνον Κέφαλος ἀμφοτέρων αὐτῶν ἐκράτησε διὰ τὸ εἶναι Πρόκριδος ἀνήρ· ἦλθε δὲ εἰς τὰς Θήβας ἐπὶ τὴν ἀλώπεκα ἄγων αὐτόν, εἰς ἣν λόγιον ἦν ὑπὸ μηδενὸς ἀπολέσθαι· οὐκ ἔχων οὖν ὅ τι ποιῆσαι ὁ Ζεὺς τὴν μὲν ἀπελίθωσε, τὸν δὲ εἰς τὰ ἄστρα ἀνήγαγεν ἄξιον κρίνας. ἕτεροι δέ φασιν αὐτὸν εἶναι κύνα Ὠρίωνος καὶ περὶ τὰς θήρας γινομένῳ συνέπεσθαι, καθάπερ καὶ τοῖς κυνηγετοῦσι πᾶσι τὸ ζῷον συναμύνασθαι δοκεῖ τὰ θηρία· ἀναχθῆναι δὲ αὐτὸν εἰς τὰ ἄστρα κατὰ τὴν τοῦ Ὠρίωνος ἀναγωγήν, καὶ τούτου εἰκότως γεγονότος διὰ τὸ μηδὲν ἀπολείπειν τῶν συμβεβηκότων Ὠρίωνι.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,33

 

 

Αστερισμός του Περσέα

 

Περὶ τούτου ἱστορεῖται ὅτι ἐν τοῖς ἄστροις ἐτέθη διὰ τὴν δόξαν· τῇ γὰρ Δανάῃ ὡς χρυσὸς μιγεὶς ὁ Ζεὺς ἐγέννησεν αὐτόν· ὑπὸ δὲ τοῦ Πολυδέκτου πεμφθεὶς ἐπὶ τὰς Γοργόνας τήν τε κυνῆν ἔλαβε παρ' ῾Ερμοῦ καὶ τὰ πέδιλα, ἐν οἷς διὰ τοῦ ἀέρος ἐποιεῖτο τὴν πορείαν· δοκεῖ δὲ καὶ ἅρπην παρ' Ἡφαίστου λαβεῖν ἐξ ἀδάμαντος· ὡς δὲ Αἰσχύλος φησὶν ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητὴς ἐν Φορκίσιν, Γραίας εἶχον προφύλακας αἱ Γοργόνες· αὗται δὲ ἕνα εἶχον ὀφθαλμὸν καὶ τοῦτον ἀλλήλαις παρεδίδοσαν κατὰ φυλακήν· τηρήσας δ' ὁ Περσεὺς ἐν τῇ παραδόσει, λαβὼν ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὴν Τριτωνίδα λίμνην, καὶ οὕτως ἐλθὼν ἐπὶ τὰς Γοργόνας ὑπνωκυίας ἀφείλετο τῆς Μεδούσης τὴν κεφαλήν, ἣν ἡ Ἀθηνᾶ περὶ τὰ στήθη ἔθηκεν αὑτῆς, τῷ δὲ Περσεῖ τὴν εἰς τὰ ἄστρα θέσιν ἐποίησεν, ὅθεν ἔχων θεωρεῖται καὶ τὴν Γοργόνος κεφαλήν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,22

 

 

Αστερισμός του Βορείου Στεφάνου

 

Οὗτος λέγεται ὁ τῆς Ἀριάδνης· Διόνυσος δὲ αὐτὸν εἰς τὰ ἄστρα ἔθηκεν, ὅτε τοὺς γάμους οἱ Θεοὶ ἐν τῇ καλουμένῃ Δίᾳ ἐποίησαν, αὐτοῖς βουλόμενος ἐπιφανὴς γενέσθαι· ᾧ πρῶτον ἡ νύμφη ἐστεφανώσατο παρ' Ὡρῶν λαβοῦσα καὶ Ἀφροδίτης. ὅ τε τὰ Κρητικὰ γεγραφὼς λέγει <ὅτι> ὅτε ἦλθε Διόνυσος πρὸς Μίνω φθεῖραι βουλόμενος αὐτήν, δῶρον αὐτῇ τοῦτο δέδωκεν· ᾧ ἠπατήθη ἡ Ἀριάδνη. Ἡφαίστου δὲ ἔργον εἶναί φασιν ἐκ χρυσοῦ πυρώδους καὶ λίθων ἰνδικῶν· ἱστορεῖται δὲ διὰ τούτου καὶ τὸν Θησέα σωθῆναι ἐκ τοῦ λαβυρίνθου ποιοῦντος τοῦ στεφάνου φέγγος· ἐν δὲ τοῖς ἄστροις ὕστερον αὐτὸν τεθεικέναι, ὅτε εἰς Νάξον ἦλθον ἀμφότεροι, σημεῖον τῆς αἱρέσεως· συνεδόκει δὲ καὶ τοῖς Θεοῖς.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,5

 

 

Πλανήτες

 

Περὶ τῶν πέντε ἀστέρων τῶν καλουμένων πλανητῶν διὰ τὸ κίνησιν ἔχειν ἰδίαν αὐτούς.

Λέγονται [δὲ] Θεῶν εἶναι πέντε. πρῶτον μὲν Διός, Φαίνοντα, μέγαν. ὁ δεύτερος ἐκλήθη μὲν Φαέθων οὐ μέγας· οὗτος ὠνομάσθη ἀπὸ τοῦ Ἡλίου. ὁ δὲ τρίτος Ἂρεως. Πυροειδὴς δὲ καλεῖται, οὐ μέγας, τὸ χρῶμα ὅμοιος τῷ ἐν τῷ Ἀετῷ. ὁ δὲ τέταρτος Φωσφόρος, Ἀφροδίτης, λευκὸς τῷ χρώματι. πάντων δὲ μέγιστός ἐστι τούτων τῶν ἄστρων. ὃν καὶ Ἓσπερον καὶ Φωσφόρον καλοῦσιν. πέμπτος δὲ Ἑρμοῦ, Στίλβων, λαμπρὸς καὶ μικρός· τῷ δὲ Ἑρμῇ ἐδόθη διὰ τὸ πρῶτον αὐτὸν τὸν διάκοσμον ὁρίσαι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ἄστρων τὰς τάξεις καὶ τὰς ὥρας μετρῆσαι καὶ ἐπισημασιῶν καιροὺς δεῖξαι. Στίλβων δὲ καλεῖται διὰ τὸ φαντασίαν τοιαύτην αὐτὸν ποιεῖν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 2,43

 

 

Αστερισμός του Κριού

 

Οὗτος ὁ Φρίξον διακομίσας καὶ Ἓλλην· ἄφθιτος δὲ ὢν ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ Νεφέλης τῆς μητρός· εἶχε δὲ χρυσῆν δοράν, ὡς Ἡσίοδος καὶ Φερεκύδης εἰρήκασιν· διακομίζων δ' αὐτοὺς κατὰ τὸ στενώτατον τοῦ πελάγους, τοῦ ἀπ' ἐκείνης κληθέντος Ἑλλησπόντου, ἔῥῥιψεν αὐτὴν [καὶ τὸ κέρας ἀπολέσας].

Ποσειδῶν δὲ σώσας τὴν Ἓλλην καὶ μιχθεὶς ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς παῖδα ὀνόματι Παίωνα, τὸν δὲ Φρίξον εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον σωθέντα πρὸς Αἰήτην διεκόμισεν· ᾧ καὶ ἐκδὺς ἔδωκε τὴν χρυσῆν δοράν, ὅπως μνημόσυνον ἔχῃ· αὐτὸς δὲ εἰς τὰ ἄστρα ἀπῆλθεν· ὅθεν ἀμαυρότερον φαίνεται.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,19

 

 

Γαλαξίας

 

Οὗτος γίνεται ἐν τοῖς φαινομένοις κύκλοις, ὃν προσαγορεύεσθαί φασι Γαλαξίαν· οὐ γὰρ ἐξῆν τοῖς Διὸς υἱοῖς τῆς οὐρανίου τιμῆς μετασχεῖν εἰ μή τις αὐτῶν θηλάσειε τὸν τῆς Ἣρας μαστόν. διόπερ φασὶ τὸν Ἑρμῆν ὑπὸ τὴν γένεσιν ἀνακομίσαι τὸν Ἡρακλέα καὶ προσσχεῖν αὐτὸν τῷ τῆς Ἣρας μαστῷ, τὸν δὲ θηλάζειν· ἐπινοήσασαν δὲ τὴν Ἣραν ἀποσείσασθαι αὐτόν, καὶ οὕτως ἐκχυθέντος τοῦ περισσεύματος ἀποτελεσθῆναι τὸν Γαλαξίαν κύκλον.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 3,44

 

 

Ιώ, Δήμητρα και Ίσιδα

 

Για την ταύτιση Δήμητρας και Ίσιδας, Ιώς και Ίσιδας, Ηρόδοτος και Διόδωρος μαρτυρούν τα εξής: «Το ελληνικό όνομα της Ίσιδας είναι Δήμητρα»· «Το άγαλμα της Ίσιδας εικονίζει γυναίκα με κέρατα αγελάδας, όπως οι Έλληνες παρίσταναν την Ιώ» (2.59 και 41 αντίστοιχα). «Λένε ότι […] η καταγωγή της Ίσιδος μετατέθηκε από τους Έλληνες στο Άργος, στον μύθο εκείνο που αναφέρεται στην Ιώ, η οποία μεταμορφώθηκε σε αγελάδα» (Διόδ. Σ. 1.24.8 ).

 

 

«Περὶ Ἰοῦς»

 

Φασὶ τὴν Ἰὼ ὡς ἐκ γυναικὸς βοῦς γενομένη καὶ οἰστρήσασα, διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Αἴγυπτον ἐξ Ἄργους ἀφίκετο. ὅπερ ἐστὶν ἀπίθανον, τὸ καὶ τοσαύτας ἡμέρας ἄσιτον μένειν. τὸ δὲ ἀληθὲς ἔχει ὧδε. Ἰὼ βασιλέως τῶν Ἀργείων ἦν θυγάτηρ. ταύτῃ οἱ ἀπὸ τῆς πόλεως τιμὴν ἔδωκαν ἱέρειαν εἶναι τῆς ῞Ηρας τῆς Ἀργείας. αὕτη ἔγκυος γενομένη καὶ δείσασα τὸν πατέρα καὶ τοὺς πολίτας ἔφυγεν ἐκ τῆς πόλεως. οἱ δὲ Ἀργεῖοι κατὰ ζήτησιν ἐξιόντες, ὅπου δἂν εὗρον συλλαμβάνοντες ἐν δεσμοῖς εἶχον. ἔλεγον οὖν "ὥσπερ βοῦς οἰστρήσασα διαφεύγει" καὶ τελευταῖον ἐμπόροις τισὶ ξένοις δίδωσιν ἑαυτὴν καὶ ἱκετεύει ἐξάγειν εἰς Αἴγυπτον, ἔνθα ἀφικομένη τίκτει. καὶ ὁ μῦθος προσανεπλάσθη. (Παλαίφατος, περί απίστων 42)

 

 

Η Αλωάδα Πλάτανος

 

Ἡ Πλάτανος καλὴ μὲν ἦν ὡς κόρη, μεγάλη δὲ ὡς Ἀλωέως θυγάτηρ, καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἀδελφῶν οὐκ ἐλείπετο. ἐπεὶ δ' ἐκείνους κεραυνῷ βαλὼν ἔπαυσε κατὰ τῶν θεῶν μαινομένους, οὐ φέρει τὴν συμφορἀν ἡ κόρη, καὶ τὴν φύσιν εἰς φυτὸν ἠλλάξατο. ἀλλ' ἔτι καὶ τὸ κάλλος περισώζει καὶ τὸ μέγεθος οὐκ ἀφῄρηται. (Mythogr. gr. σ. 381-382, αρ. 61)

 

 

Η Πέρδικα και ο Πέρδικας

 

Ο μύθος της Πέρδικας διασώζεται μόνο στο λεξικό Σούδα, ενώ τη μεταμόρφωση του γιου της Πέρδικα ή Τάλου ή Κάλου διασώζουν συγγραφείς από τον 2ο αι. π.Χ. κ.ε.

Εὐπαλάμῳ γὰρ ἐγένοντο παῖδες Δαίδαλος καὶ Πέδιξ, ἧς υἱὸς Κάλως <an Τάλως> ᾧ φθονήσας ὁ Δαίδαλος τῆς τέχνης ἔρριψεν αὐτὸν κατὰ τῆς ἀκροπόλεως· ἐφ' ᾧ ἡ Πέρδιξ ἑαυτήν ἀνήρτησεν, Ἀθηναῖοι δὲ αὐτὴν ἐτίμησαν. Σοφοκλῆς δὲ ἐν Καμικοῖς ταὸν ὑπὸ τὸν Δαίδαλον ἀναιρεθένα Πέρδικα εἶναι τὄνομα. (Σούδα, λ. Πέρδικος ἱερὸν)

 

 

Ο Τειρεσίας τοξότης

 

Ο Κρέοντας απευθύνεται στον Τειρεσία και τον κατηγορεί, γιατί τον έχει βάλει στο σημάδι:

 

Ὦ πρέσβυ, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ

τοξεύετ᾽ ἀνδρὸς τοῦδε, κοὐδὲ μαντικῆς

ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι…

[Άκουσε, γέρο, εσείς όλοι απάνω σ' ένανε,

εμένα σημαδεύετε.

σαν σκοπευτές και δε μου λείψανε

από πάνω μου οι προφητείες.]

 

Ο Τειρεσίας πετάει την αλήθεια στον Κρέοντα σαν βέλος που πληγώνει την καρδιά:

 

Τοιαῦτά σου, λυπεῖς γάρ, ὥστε τοξότης

ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα

βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραμῇ.

[σαν τοξότης σούριξα σαϊτιές στην καρδιά,

που δε θα παν χαμένες, γιατί δε θα ξεφύγης τη φλόγα τους.]

 

(Σοφ., Αντ. 1033-35, 1084-86, μετ. Κ. Χρηστομάνος)

 

 

Πενθέας εναντίον Τειρεσία, Τειρεσίας εναντίον Πενθέα

 

ΠΕΝΘΕΑΣ

Άλλο πάλι τούτο!

Ο μάντης Τειρεσίας, που εξηγεί τα παράδοξα,

να φορά παρδαλό δέρμα ελαφιού!

Και ο πατέρας της μητρός μου

-να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια-

να βακχεύει θυρσοφόρος!

Δεν υποφέρεται, γέροντά μου,

να σας βλέπω να ανοηταίνετε στα γεράματά σας.

Δεν θα πετάξεις από πάνω σου τον κισσό;

Δεν θα ελευθερώσεις το χέρι σου από τον θύρσο,

πατέρα της μητρός μου;

Εσύ τον έπεισες, Τειρεσία.

Κόπτεσαι να εισαγάγεις στους ανθρώπους έναν ακόμη νέο θεό,

για να οιωνοσκοπείς και να εισπράττεις από την πυρομαντεία.

Αν δεν σε έσωζαν τα λευκά γηρατειά σου,

θα καθόσουν ήδη δέσμιος ανάμεσα στις βάκχες,

γι' αυτές τις ύποπτες ιερουργίες που εισάγεις.

Γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού,

τότε -άκουσέ με- καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.

[…]

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Αν ένας άνδρα που κατέχει

κληθεί να μιλήσει για θέμα που προσφέρεται,

δεν είναι μέγα κατόρθωμα να μιλήσει ωραία.

Εσύ διαθέτεις ευγλωττία και μοιάζεις λογικός,

όμως η λογική απουσιάζει από τα λόγια σου.

Και ο άνδρας που αντλεί τη δύναμή του από το θράσος

και ξέρει να μιλά,

γίνεται κακός πολίτης, γιατί δεν έχει νου.

[…]

Άκουσέ με , Πενθέα.

Μην ξιπάζεσαι και θαρρείς ότι η δύναμη εξουσιάζει τους ανθρώπους.

Και αν έχεις κάποια γνώμη

και η γνώμη σου νοσεί,

μην εκλάβεις τη γνώμη ως γνώση.

Δέξου στη χώρα τον θεό, κάνε σπονδές,

βάκχευε, στεφάνωσε την κεφαλή σου.

Τη σωφροσύνη στον έρωτα

δεν θα την επιβάλει στις γυναίκες ο Διόνυσος.

Έχει να κάνει με τη φύση τους.

Σκέψου!

Η γυναίκα η σώφρων, και όταν βακχεύει, δεν διαφθείρεται.

Βλέπεις, εσύ χαίρεσαι, όταν στέκουν πολλοί στις πύλες σου

και η πόλη μεγαλύνει το όνομα του Πενθέα.

Και εκείνος τέρπεται, θαρρώ, να τον τιμουν.

Εγώ πάντως και ο Κάδμος, που εσύ τον λοιδωρείς,

και θα στεφανωθούμε με κισσό και θα χορέψουμε,

ζευγάρι με άσπρα μαλιά, όμως ο χορός είναι χρέος.

Εγώ τη λογική σου δεν τη δέχομαι, δεν γίνομαι θεομάχος.

Πάσχεις από την πιο επώδυνη τρέλα.

Και δεν γιατρεύεσαι, είτε πάρεις φάρμακα είτε όχι.

 

ΠΕΝΘΕΑΣ (απευθύνεται στον Κάδμο)

Μη!

Μη μ' αγγίζεις.

Πήγαινε να βακχέψεις.

Δεν θα μου μεταδώσεις τη μωρία σου.

Όμως αυτόν εδώ, τον δάσκαλό σου στις ανοησίες,

θα τον τιμωρήσω.

Ας τρέξει κάποιος όσο πιο γρήγορα μπορεί.

Και όταν φθάσεις στους θρόνους,

όπου κάθεται και οιωνοσκοπεί,

ξεθεμελίωσέ τους με λοστούς,

φέρε τα πάνω κάτω,

ισοπέδωσε τα πάντα,

σκόρπισε στους ανέμους και στις θύελλες τις ιερές ταινίες.

Πιο πολύ απ' όλα θα τον πονέσει αυτό.

[…]

 

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Άθλιε! Πόσο λίγο καταλαβαίνεις τι έφτασες να λες!

Ήταν και πριν ο νους σου ταραγμένος,

τώρα όμως έχεις τρελαθεί πια.

Εμείς, Κάδμε, ας πάμε να δεηθούμε

και γι' αυτόν, ας είναι ανήμερος, και για την πόλη·

ας παρακαλέσουμε τον θεό να μην κάμει τίποτε αναπάντεχο.

Έλα μαζί μου με το κισσοστόλιστο ραβδί σου.

Προσπάθησε να στηρίζεις το κορμί μου, κι εγώ το δικό σου.

Είναι θλιβερό να πέφτουν δυο γέροντες. Όμως, ας πάει.

Έχουμε χρέος να υπηρετήσουμε τον Βάκχιο, τον υιό του Διός.

Φοβούμαι, Κάδμε, μήπως ο Πενθέας

φέρει στο σπίτι σου το πένθος.

Δεν σου μιλά η μαντική, μιλούν τα γεγονότα.

Μωρός ο λόγος του, μωρός και ο ίδιος.

 

(Ευρ., Βάκχ. 248-262, 266-272, 309-327, 343-379, μετ. Θ. Στεφανόπουλος)

 

 

Παυσανίας και Στράβων για τον ποταμό Άνιγρο

 

Το ρεύμα αυτού του ποταμού [του Άνιγρου] συχνά το σταματούν ισχυροί άνεμοι, γιατί κουβαλούν την άμμο από την ανοιχτή θάλασσα ενάντια στο ρεύμα του ποταμού και εμποδίζουν το νερό να τρέξει προς τα εμπρός. Όταν, λοιπόν, από τις δύο πλευρές μουσκέψει η άμμος από έξω από τη θάλασσα και από μέσα από το ποτάμι,τότε υπάρχει μεγάλος κίνδυνος και για τα ζώα και για τους ανθρώπους να βουλιάξουν. Ο Άνιγρος πηγάζει από το αρκαδικό βουνό Λάπιθο και ήδη από τις πηγές του το νερό δεν είναι ευώδες αλλά έχει φοβερή δυσοσμία. Και πριν να δεχθεί τα νερά του παραπόταμου Ακίδαντα, είναι φανερό ότι δεν τρέφει καθόλου ψάρια. Μετά τη συμβολή των δύο ποταμών τα ψάρια που με το νερό κατεβαίνουν στον Άνιγρο οι άνθρωποι δεν τα θεωρούν φαγώσιμα, αν όμως πιαστούν στα νερά του Ακίδαντα, θεωρούνται φαγώσιμα. […] Είμαι πεπεισμένος ότι η παράξενη οσμή του Άνιγρου οφείλεται στη σύσταση του εδάφους μέσα από το οποίο περνάει το νερό, ώσπου να βγει στις πηγές, όπως ακριβώς τα ποτάμια πέρα από την Ιωνία, οι αναθυμιάσεις των οποίων είναι ολέθριες για τους ανθρώπους. Μερικοί Έλληνες λένε ότι ο Χείρωνας ή ένας άλλος Κένταυρος, ο Πυλήνορας, τοξεύτηκε από τον Ηρακλή και πληγωμένος κατέφυγε σε αυτό το ποτάμι, όπου καθάρισε το τραύμα του. Το δηλητήριο της ύδρας έδωσε στον Άνιγρο αυτή την αποκρουστική οσμή. Άλλοι πάλι αποδίδουν αυτή την ιδιότητα του ποταμού στον Μελάμποδα, τον γιο του Αμυθάονα, που έριξε στο νερό τα καθάρσια που χρησιμοποίησε για τον καθαρμό των θυγατέρων του Προίτου. Υπάρχει στο Σαμικό ένα σπήλαιο, όχι μακριά από το ποτάμι, που ονομάζεται το σπήλαιο των Ανιγρίδων νυμφών. Όποιος μπει σε αυτό και υποφέρει από αλφισμό [αλμπινισμός ή λευκπάθεια] ή λεύκη, είθισται καταρχάς να εύχεται στις νύμφες και να υπόσχεται θυσία· μετά σκουπίζει τα άρρωστα μέλη του σώματος. Κολυμπώντας μέσα στο ποτάμι άφηνε την παλιά ακαθαρσία στο νερό και έβγαινε υγιής και χωρίς αποχρωματισμένες κηλίδες. (Παυσ. 5.5.7-11)

 

πρὸς γὰρ δὴ τῷ ἄντρῳ τῶν Ἀνιγριάδων νυμφῶν ἐστι πηγή, ὑφ᾽ ἧς ἕλειον καὶ τιφῶδες τὸ ὑποπῖπτον γίνεται χωρίον· ὑποδέχεται δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ ὕδατος ὁ Ἄνιγρος βαθὺς καὶ ὕπτιος ὢν ὥστε λιμνάζειν· θινώδης δ᾽ ὢν ὁ τόπος ἐξ εἴκοσι σταδίων βαρεῖαν ὀσμὴν παρέχει καὶ τοὺς ἰχθῦς ἀβρώτους ποιεῖ. μυθεύουσι δ᾽ οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ τῶν τετρωμένων Κενταύρων τινὰς ἐνταῦθ᾽ ἀπονίψασθαι τὸν ἐκ τῆς Ὕδρας ἰόν, οἱ δ᾽ ἀπὸ τοῦ Μελάμποδα τοῖς ὕδασι τούτοις καθαρσίοις χρήσασθαι πρὸς τὸν τῶν Προιτίδων καθαρμόν· ἀλφοὺς δὲ καὶ λεύκας καὶ λειχῆνας ἰᾶται τὸ ἐντεῦθεν λουτρόν. (Στρ., Γεωγρ. 8.3.19.15-25)

 

 

Μελάμποδας και Προιτίδες

 

Και απέκτησε ο Ακρίσιος από την Ευρυδίκη, κόρη του Λακεδαίμονα, τη Δανάη, και ο Προίτος από τη Σθενέβοια τη Λυσίππη, την Ιφινόη και την Ιφιάνασσα. Όταν αυτές έφτασαν σε ηλικία γάμου, καταλήφθηκαν από μανία, ή επειδή δεν αποδέχονταν τις ιερουργίες του Διόνυσου, όπως λέει ο Ησίοδος, ή επειδή περιφρόνησαν το άγαλμα της Αθηνάς, όπως ισχυρίζεται ο Ακουσίλαος. Σε κατάσταση μανίας περιπλανιόνταν σε όλη την Αργεία· ύστερα, πέρασαν στην Αρκαδία και διέτρεχαν τις ερημιές κάνοντας κάθε δυνατή αδιαντροπιά. Ο Μελάμποδας, γιος του Αμυθάονα και της Ειδομένης, κόρης του Άβαντα, που ήταν μάντης και πρώτος είχε βρει τη θεραπεία με φάρμακα και καθαρμούς, υποσχέθηκε να θεραπεύσει τις κοπέλες, με τον όρο να πάρει το ένα τρίτο από το βασίλειο. Και καθώς ο Προίτος δεν έδινε την άδεια να τις θεραπεύσει με τόσο μεγάλη ανταμοιβή, τις κοπέλες τις παραπήρε η μανία και επιπλέον μετά από αυτές και τις υπόλοιπες γυναίκες· και αυτές δηλαδή εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, σκότωναν τα ίδια τους τα παιδιά και σύχναζαν στις ερημιές. Και καθώς η συμφορά διογκωνόταν όλο και περισσότερο, ο Προίτος δέχτηκε τελικά να δώσει την ανταμοιβή που του είχε ζητηθεί. Αλλά ο Μελάμποδας υποσχόταν να τις θεραπεύσει, με τον όρο να πάρει το άλλο ένα τρίτο της γης ο αδελφός του Βίαντας. Και ο Προίτος, επειδή φοβήθηκε μήπως, όσο καθυστερούσε η θεραπεία, του ζητούσαν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την επικράτειά του, του επέτρεψε να τις θεραπεύσει με αυτούς τους όρους. Τότε ο Μελάμποδας πήρε μαζί του τα πιο ρωμαλέα παλικάρια και με αλαλαγμούς και έξαλλους χορούς τις κυνήγησαν διώχνοντάς τες από τα βουνά στη Σικυώνα. Και την ώρα που τις κυνηγούσαν, η μεγαλύτερη κόρη του Προίτου, η Ιφινόη, πέθανε [από εξάντληση] οι άλλες δύο υποβλήθηκαν σε καθαρμούς και ήρθαν στα συγκαλά τους. Αυτές τις πάντρεψε ο Προίτος με τον Μελάμποδα και τον Βία, και λίγο μετά απέκτησε και ένα γιο, τον Μεγαπένθη. (Απολλόδωρος 2.2.2 κ.ε.)

 

 

Αροάνια και Λουσοί

 

Πάνω από τη Νώνακρι [αρκαδική πόλη που την εποχή του Παυσανία ήταν ερειπωμένη] είναι τα λεγόμενα Αροάνια όρη, όπου υπάρχει ένα σπήλαιο. Λένε ότι σ' αυτό το σπήλαιο κατέφυγαν οι θυγατέρες του Προίτου όταν τρελάθηκαν. Ο Μελάμποδας με μυστικές θυσίες και καθαρμούς τις κατέβασε σ' ένα μέρος που ονομάζεται Λουσοί [αρκαδική πόλη με ιερό της Άρτεμης]. […] Λένε, ότι οι Λουσοί ήταν κάποτε πόλη […]. Σήμερα όμως δεν σώζονται ούτε τα ερείπια. Τις θυγατέρες λοιπόν του Προίτου τις έφερε κάτω στους Λουσούς ο Μελάμποδας και τις θεράπευσε από την τρέλα τους σε ένα ιερό της Άρτεμης. Και από τότε οι Κλειτόριοι ονομάζουν την Άρτεμη Ἡμερασίαν. (Παυσ. 8.18.8)

 

 

Ο καθαρμός των Προιτίδων από τον Προίτο

 

Είναι η Άρτεμη που κάποτε βωμό

πολυλάτρευτο της είχε στήσει ο Προίτος,

ο γιος του Άβαντα, κι οι κόρες του μαζί,

οι κοπέλες οι ωριοστόλιστες εκείνες.

Παλιότερα, απ' το ωραίο του Προίτου σπίτι

είχε αυτές τις κοπέλες φευγατίσει

η παντοδύναμη Ήρα

σε ζυγό τρέλας σφίγγοντας το νου τους·

γιατί σπρωγμένες

από παρθενική μια ορμή, στ' άγιο άλσος

πήγαν της πορφυρόζωνης της Ήρας

και παινεύτηκαν ότι είχαν πατέρα

πιο πλούσιον κι από την ξανθή

συντρόφισσα του δυνατού

του Δία· εκείνη θύμωσε,

τους πήρε τα συλλοϊκά

και στην καρδιά τους έβαλε τρελή μια ορμή να φύγουν·

και γύριζαν μες στων βουνών τους λόγγους τότε οι κόρες

και ξεφωνίζαν άγρια. Το πατρικό τους σπίτι

στην Τίρυνθα ήταν· κείθε, από τους δρόμους

τους θεόχτιστους έφυγαν και πάνε.

[…]

Απ' την Τίρυνθα λοιπόν του Προίτου οι κόρες,

κοπελιές μαυρομαλλούσες, φύγαν πια

κι όλο αλήτευαν αλάργ' απ' την πατρίδα.

Του γονιού την καρδιά σπάραξε η λύπη, [στρ. γ]

παράξενη έγνοια μπήκε μες στο νου

και δίκοπο μαχαίρι

μελέτησε στο στήθος του να μπήξει·

μα οι δορυφόροι

με λόγια μαλακά τον συγκρατούσαν

ή και με το στανιό. Οι τρελές κοπέλες

αλήτευαν σωστούς δεκατρείς μήνες

στο λόγγο το βαθίσκιωτο,

και στην προβατοθρόφα γη

την Αρκαδία τριγύριζαν.

Έφτασε τέλος ο γονιός

κοντά στο Λούσο ποταμό· παίρνει νερό απ' το ρέμα

τ' όμορφο εκείνο, νίβεται, και προς του αρματοδρόμου

ήλιου τη λάμψη υψώνοντας τα χέρια δέηση κάνει·

τη γελαδόματη Άρτεμη ικετεύει,

κόρη κυράς κρεμεζομαντιλούσας,

απ' την καταραμένη αυτή μανία,

που τα μυαλά ταράζει,

τα δύστυχα παιδιά του να λυτρώσει.

«Και είκοσι βόδια

θυσία εγώ, θεά, θα σου προσφέρω,

κοκκίνηδες, και που άζευτα είναι ακόμα.»

Η θυγατέρα του ύψιστου πατέρα,

η αγριμοφόνισσα θεά,

άκουσε αυτή την προσευχή·

κάνει της Ήρας την καρδιά

κι απ' τη μανία την άθεη

τις νέες γιατρεύει· τότε αυτές, οι ανθοστεφανωμένες,

γρήγορα για την Άρτεμη μετόχι ξεχωρίζουν,

στήνουν βωμό, τον βάφουνε με αίμα πολλών προβάτων

και γυναικείους χορούς για κείνη ορίζουν.

(Βακχ., Επίνικοι 11.40-58, 82-112, μετ. Θρ. Σταύρου)

 

 

Βίος και πολιτεία της Ινώς. Απολλόδωρος και Ευριπίδης

 

Αργότερα, όμως, ο Αθάμαντας έχασε και τα παιδιά που απέκτησε με την Ινώ, γιατί η Ήρα οργίστηκε μαζί του· σε κατάσταση μανίας έστρεψε τα βέλη του εναντίον του Λέαρχου, ενώ η Ινώ ρίχτηκε στη θάλασσα μαζί με τον Μελικέρτη. (Απολλόδ. 1.84)

 

ΧΟ. Αλύγιστη γυναίκα,

πρέπει να είσαι από πέτρα ή σίδερο,

για να θες να θανατώσεις με το ίδιο σου το χέρι

τα παιδιά που εβλάστησαν από το σώμα σου.

Mία, λένε, από τις γυναίκες του περασμένου καιρού,

μονάχα μία,

σήκωσε το χέρι φονικό

πάνω από τα λατρεμένα της παιδιά.

Μιλώ για την Ινώ,

που ο νους της εσαλεύθη από θεού,

όταν η γυναίκα του Δία

την έσπρωξε να φύγει από το σπίτι της

και να πλανιέται αλλοπαρμένη.

Σαν έπραξε των παιδιών τον φόνο τον ανίερο,

τινάχθηκε από την απόκρημνη ακτή

στο αλμυρό κύμα η δύσμοιρη

και χάθηκε πεθαίνοντας μαζί με τα δυο της παιδιά.

Τί το τρομερό δεν θα μπορούσε

τώρα πια να συμβεί;

Πολύμοχθοι έρωτες των γυναικών,

πόσα δεινά έχετε φέρει ώς τώρα στους ανθρώπους!

(Ευρ., Μήδεια 1279-1289, μετ. Θ.Κ. Στεφανόπουλος)

 

 

Η Λευκοθέα σώζει τον Οδυσσέα

 

Ώσπου τον πήρε είδηση η καλλίσφυρη Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα,

η Λευκοθέα, που πρώτα είχε ανθρώπινη φωνή και φύση, και τώρα

οι θεοί της έδωσαν θεϊκή τιμή μες στα πελάγη.

Αυτή τον Οδυσσέα ελέησε όπως τον είδε θλιβερά παραδαρμένο·

σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή1, παρόμοια πέταξε και βγήκε

από το κύμα, κάθισε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο:

«Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα

'βαλε;

Γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;

Κι όμως παρ' όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.

Να κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι για ασύνετος:

βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου

και χάρισέ την στους ανέμους· βάλε

τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ' απλωτές, νόστο να βρεις

στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σού γράφει να γλιτώσεις.

Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι, ζώσε μ' αυτό το στέρνο σου,

και φόβος πια θανάτου δεν θα σ' απειλήσει,

μήτε και τ' άλλα πάθη.

Κι όταν με το καλό πιάσουν τα χέρια σου στεριά,

λύσε το πάλι το μαγνάδι, στο μπλάβο πέλαγο να το πετάξεις,

όσο μπορείς μακρύτερα, κοιτάζοντας εσύ στην άλλη άκρη».

(Μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

 

 

1. Η περιγραφή φανερώνει χελιδόνι και χελιδονόψαρο και ανακαλεί στη μνήμη τις τοιχογραφίες από το Ακρωτήρι της Θήρας.

 

 

Ψαράς και κολυμβητής ή θεός;

 

Γλαῦκος ἦν ἀνὴρ ἁλιεὺς Ἀνθηδόνιος τὸ γένος· ἦν δὲ κολυμβητής, ἐν τούτῳ διαφέρων τῶν ἄλλων. κολυμβῶν δὲ ἐν τῷ λιμένι, ὁρώντων αὐτὸν τῶν ἀπὸ τῆς πόλεως, καὶ διακολυμβήσας εἴς τινα τόπον καὶ μὴ ὀφθεὶς τοῖς οἰκείοις ἡμέρας ἱκανάς, διακολυμβήσας πάλιν, ὤφθη αὐτοῖς· πυνθανομένων δὲ "ποῦ διέτριψας τὰς τοσαύτας ἡμέρας;" ἔφη "ἐν τῇ θαλάσσῃ". καὶ συγκλείων εἰς ἔλυτρον ἰχθῦς, ὁπότε χειμὼν γένοιτο καὶ μηδεὶς τῶν ἄλλων ἁλιέων ἰχθῦς δύναιτο λαβεῖν, ἐπυνθάνετο τῶν πολιτῶν τίνας δὴ βούλοιντο τῶν ἰχθύων ἀποκομισθῆναι αὐτοῖς, καὶ κομίζων οὓς ἂν ἤθελον, Γλαῦκος θαλάσσιος ἐκλήθη, ὥσπερ νῦν εἴ τις ἐν ὄρει οἰκῶν καὶ ὢν ἀγαθὸς θηρευτὴς ὄρειος ἄνθρωπος καλοῖτο. οὕτω καὶ ὁ Γλαῦκος τὰ πλεῖστα ἐν θαλάσσῃ διατρίβων Γλαῦκος θαλάσσιος ἐκλήθη. καὶ περιτυχὼν θηρίῳ θαλασσίῳ ἀπώλετο· μὴ ἐξελθόντα δὲ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐμύθευσαν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἐν θαλάσσῃ οἰκοῦντα κἀκεῖ τοῦ λοιποῦ διάγοντα. (Παλαίφατος, περί απίστων 27.8-25)

 

 

Προσευχή στον Γλαύκο

 

Γλαύκῳ καὶ Νηρῆι καὶ Ἰνοῖ καὶ Μελικέρτῃ καὶ βυθίῳ Κρονίδῃ καὶ Σαμόθρᾳξι θεοῖς σωθεὶς ἐκ πελάγους Λουκίλλιος ὧδε κέκαρμαι ταὰς τρίχας ἐκ κεφαλῆς· ἄλλο γὰρ οὐδὲν ἔχω.

 

 

Γλαύκος και Αργοναύτες

 

Και είχαν φτάσει πλέον [οι Αργοναύτες] στη μέση του Εύξεινου Πόντου, όταν έπεσαν σε μια πολύ επικίνδυνη θαλασσοταραχή. Προσευχήθηκε όμως ο Ορφέας […] στους θεούς της Σαμοθράκης και σταμάτησαν οι άνεμοι και εμφανίστηκε κοντά στο πλοίο ο Γλαύκος ο θαλασσινός θεός, όπως ονομάζεται. Αυτός ο θεός, που συνόδεψε το πλοίο στο ταξίδι του για δυο μερόνυχτα αδιάκοπα, προφήτεψε στον Ηρακλή τους άθλους του και την αθανασία του και στους Τυνδαρίδες ότι θα ονομαστούν Διόσκουροι και θα τιμώνται σαν θεοί από όλους τους ανθρώπους. Και γενικά απευθύνθηκε σε όλους τους Αργοναύτες, τον καθένα με το όνομά του, και τους είπε ότι χάρη στις προσευχές του Ορφέα και σύμφωνα με κάποια πρόνοια των θεών, έκανε την εμφάνισή του και τους προμηνύει τα μέλλοντα. Και τους συμβούλεψε, μόλις φτάσουν σε ξηρά, να ευχαριστήσουν τους θεούς, γιατί χάρη σε αυτούς σώθηκαν μέχρι τώρα δύο φορές. Έπειτα ο Γλαύκος βούτηξε πάλι στον βυθό της θάλασσας… (Διόδ. 4.48)

 

 

Η μεταμόρφωση του Γλαύκου και η παραμόρφωση της ψυχής

 

[…] για να γνωρίσουμε την αληθινή φύση [της ψυχής], δεν πρέπει να την ιδούμε όπως τη βλέπουμε σήμερα, στην κατάσταση της διαφθοράς από την ένωσή της με το σώμα και από τα άλλα κακά, αλλά πρέπει να τη μελετήσουμε προσεκτικά με το λογισμό ποια είναι καθ' εαυτήν και καθαρή από κάθε ξένο στοιχείο, και τότε θα εννοήσουμε πόσο πολύ ωραιότερη είναι, και τότε ακόμη θα γνωρίσουμε ακριβέστερα τη φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας και όλων των άλλων, για όσα μιλήσαμε ήδη. Αυτά που είπαμε για κείνην είναι βέβαια αληθινά, αλλά σχετικά με την τωρινή της κατάσταση· την είδαμε καθώς εκείνοι που βλέπουν τον θαλάσσιο Γλαύκο και δεν μπορούν να αναγνωρίσουν εύκολα την πρώτη του μορφή, επειδή τα παλαιά μέρη του σώματός του είναι άλλα σπασμένα, άλλα πάλι φαγωμένα και εντελώς παραμορφωμένα από τα κύματα, κι απάνω του έχουν προσκολληθεί κοχύλια και φύκια και πέτρες, ώστε με κάθε άλλο θηρίο να μοιάζει μάλλον παρά όπως ήταν η αρχική του φύση· έτσι παρουσιάζεται και σε μας η ψυχή, παραμορφωμένη από μύρια κακά. (Πλ., Πολιτ. 611c-d, μετ. Ι. Γρυπάρης)

 

 

Σεμέλη και Δίας

 

Και ο Δίας ερωτεύτηκε τη Σεμέλη για την ομορφιά της και, καθώς πλάγιαζε μαζί της κρυφά και χωρίς κουβέντα, αυτή νόμιζε ότι την περιφρονούσε. Γι' αυτό τον παρακάλεσε να την αγκαλιάσει και να της φέρεται ερωτικά όπως κάνει με την Ήρα. Έτσι, ο Δίας την πλησίασε, όπως ταίριαζε σ' ένα θεό, με βροντές και αστραπές, και φανέρωσε τον εαυτό του, καθώς την αγκάλιαζε. Και η Σεμέλη, που ήταν έγκυος, δεν μπόρεσε να αντέξει το μεγαλείο της θείας παρουσίας και απέβαλε, ενώ η ίδια πέθανε από τη φωτιά. Έπειτα ο Δίας πήρε το παιδί και το παρέδωσε στον Ερμή με την εντολή να το μεταφέρει στη σπηλιά που είναι στη Νύσα… (Διόδ. 4.2)

 

 

Νηρίτης, Αφροδίτη, Ποσειδώνας, Ήλιος

 

καὶ Νηρίτην αὐτὸν κληθῆναι λέγουσι καὶ ὡραιότατον γενέσθαι καὶ ἀνθρώπων καὶ θεῶν, Ἀφροδίτην δὲ συνδιαιτωμένην ἐν τῇ θαλάττῃ ἡσθῆναί τε τῷ Νηρίτῃ τῷδε καὶ ἔχειν αὐτὸν φίλον. ἐπεὶ δὲ ἀφίκετο χρόνος ὁ εἱμαρμένος, ἔδει τοῖς Ὀλυμπίοις ἐγγραφῆναι καὶ τήνδε τὴν δαίμονα τοῦ πατρὸς παρακαλοῦντος. ἀνιοῦσαν οὖν αὐτὴν ἀκούω καὶ τὸν ἑταῖρόν τε καὶ συμπαίστην τὸν αὐτὸν ἐθέλειν ἄγειν. τὸν δὲ οὐχ ὑπακοῦσαι λόγος ἔχει τοῦ Ὀλύμπου προτιμῶντα τὴν σὺν ταῖς ἀδελφαῖς καὶ τοῖς γειναμένοις διατριβήν. παρῆν δὲ ἄρα αὐτῷ καὶ ἀναφῦσαι πτερά, καὶ τοῦτο ἐγᾦμαι δῶρον τῆς Ἀφροδίτης δωρουμένης· ὃ δὲ καὶ ταύτην παρ᾽ οὐδὲν ποιεῖται τὴν χάριν. ὀργίζεται τοίνυν ἡ Διὸς παῖς, καὶ ἐκείνῳ μὲν ἐς τὸν κόχλον τόνδε ἐκτρέπει τὴν μορφήν, αὐτὴ δὲ αἱρεῖται ὀπαδόν τε καὶ θεράποντα ἀντ᾽ ἐκείνου τὸν Ἔρωτα, νέον καὶ τοῦτον καὶ καλόν, καί οἱ τὰ πτερὰ τὰ ἐκείνου δίδωσιν. ὁ δὲ ἄλλος λόγος ἐρασθῆναι βοᾷ Νηρίτου Ποσειδῶνα, ἀντερᾶν δὲ τοῦ Ποσειδῶνος, καὶ τοῦ γε ὑμνουμένου Ἀντέρωτος ἐντεῦθεν τὴν γένεσιν ὑπάρξασθαι. συνδιατρίβειν οὖν τά τε ἄλλα τῷ ἐραστῇ τὸν ἐρώμενον ἀκούω καὶ μέντοι καὶ αὐτοῦ ἐλαύνοντος κατὰ τῶν κυμάτων τὸ ἅρμα τὰ μὲν κήτη τἄλλα καὶ τοὺς δελφῖνας καὶ προσέτι καὶ τοὺς Τρίτωνας ἀναπηδᾶν ἐκ τῶν μυχῶν καὶ περισκιρτᾶν τὸ ἅρμα καὶ περιχορεύειν, ἀπολείπεσθαι δ᾽ οὖν τοῦ τάχους τῶν ἵππων πάντως καὶ πάντη· μόνα δὲ ἄρα τὰ παιδικά οἱ παρομαρτεῖν καὶ μάλα πλησίον, στόρνυσθαι δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ κῦμα καὶ διίστασθαι τὴν θάλατταν αἰδοῖ Ποσειδῶνος· βούλεσθαι γὰρ τῇ τε ἄλλῃ τὸν θεὸν εὐδοκιμεῖν τὸν καλὸν ἐρώμενον καὶ οὖν καὶ τῇ νήξει διαπρέπειν. τὸν δὲ ῞Ηλιον νεμεσῆσαι τῷ τάχει τοῦ παιδὸς ὁ μῦθος λέγει, καὶ ἀμεῖψαί οἱ τὸ σῶμα ἐς τὸν κόχλον τὸν νῦν, οὐκ οἶδα εἰπεῖν ὁπόθεν ἀγριάναντα· οὐδὲ γὰρ ὁ μῦθος λέγει. εἰ δέ τι χρὴ συμβαλεῖν ὑπὲρ τῶν ἀτεκμάρτων, λέγοιντ᾽ ἂν ἀντερᾶν Ποσειδῶν καὶ ῞Ηλιος. καὶ ἠγανάκτει μὲν ἴσως ὁ ῞Ηλιος ὡς ἐν θαλάττῃ φερομένῳ, ἐβούλετο δὲ αὐτὸν οὐκ ἐν τοῖς κήτεσιν ἀριθμεῖσθαι, ἀλλ᾽ ἐν ἄστροις φέρεσθαι. καὶ τὼ μὲν μύθω ἐς τοσοῦτον ἐληξάτην· ἐμοὶ δὲ τὰ ἐκ τῶν θεῶν ἵλεα ἔστω, καὶ τά γε παρ᾽ ἐμοῦ ἔστω πρὸς αὐτοὺς εὔστομα. εἰ δέ τι θρασύτερον εἴρηται τοῖς μύθοις, ἐκείνων τὸ ἔγκλημα. (Αιλ., περί ζώων 14.28.15-57)

 

 

Η Ήρα στη Σεμέλη

 

Ο Οβίδιος (3.273 κ.ε.) επινοεί λεπτομέρεις για το πώς η Ήρα εμφανίστηκε στη Σεμέλη και την έπεισε να ζητήσει από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της σε όλη του τη δόξα και να την πείσει ότι είναι αυτός και όχι κάποιος άνδρας που παριστάνει τον θεό, για να έχει τον έρωτά της:

Τότε σηκώθηκε από τον θρόνο της και κρυμμένη μέσα σε σύννεφο ήρθε στο κατώφλι της Σεμέλης. Αλλά προτού βγάλει το σύννεφο από πάνω της μεταμορφώθηκε σε γριά γυναίκα, τα μαλλιά της γκριζάρισαν, το δέρμα της οργώθηκε από ρυτίδες, τα πόδια της κύρτωσαν, το βήμα της έγινε ασταθές. Έκανε τη φωνή της να ακούγεται σαν από ηλικιωμένο άνθρωπο και προσποιήθηκε ότι ήταν η Βερόη, η τροφός της Σεμέλης από την Επίδαυρο. Έτσι, όταν έφτασαν και στο όνομα του Δία στο μέσο μιας μακριάς συνομιλίες, η Ήρα αναστέναξε και είπε: «Εύχομαι για το καλό σου, να είναι πραγματικά ο Δίας, αλλά η όλη ιστορία με βάζει σε υποψίες. Πολλοί άνδρες έχουν μπει στα υπνοδωμάτια αγνών γυναικών στο όνομα των θεών. Δεν αρκεί να είναι ο Δίας: πρέπει να δώσει μια απόδειξη της αγάπης του, αν πραγματικά είναι αυτός. Παρακάλεσέ τον να αναλάβει όλες τις δυνάμεις του, προτού σε αγκαλιάσει, και να εμφανιστεί σε όλη του τη δόξα, όπως όταν η Ήρα τον καλωσορίζει στον ουρανό.» (ελεύθερη απόδοση)

 

 

Ο Αλέξανδρος ο ψευδομάντης ως Ασκληπιός

 

Εκεί [στην Πέλλα] είδον [ο Αλέξανδρος και ο Κοκκωνάς] όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδιών και πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από του μαστού, όπως τα βρέφη -υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος, κατά τον οποίον δράκων τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον. Οι δύο συνέταιροι ηγόρασαν εν εκ των ερπετών τούτων το καλλίτερον αντί ολίγων οβολών.

[…]

Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατοι, ευκόλως εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο φόβος, και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή· δι' αυτής δε πάλαι επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος και αι Βραγχίδαι, καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από των προειρημένων τυράννων, της ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας και ν' αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους.

Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς. Τω όντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ' αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των.

Έπειτα, ήρχισαν να σκέπτωνται, πρώτον μεν διά την εκλογήν του μέρους, όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε περί της αρχής και του τρόπου της επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν ως το καταλληλότερον μέρος την Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και γειτονεύοντα προς την Θράκην και την Βιθυνίαν, μη απέχοντα δε πολύ και της Ασίας και της Γαλατίας και όλων των βορειότερον κατοικούντων λαών. Αλλ' ο Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του, λέγων και δικαίως ότι διά να επιτύχη εις την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει ανάγκην ανθρώπων αξέστων και μωρών, τοιούτοι δ' έλεγεν ότι είνε οι Παφλαγόνες οι κατοικούντες πέραν της Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και μόνον αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος οπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα κρατούντος, και αν ακόμη, κατά το λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον, χάσκουν ενώπιον του και τον θαυμάζουν ως θεόν.

Μετά μικράν περί τούτου φιλονεικίαν, υπερίσχυσεν η γνώμη του Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την Χαλκηδόνα -διότι ήτον αναγκαία εις τον σκοπόν των και η πόλις αύτη- έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος, το οποίον είναι αρχαιότατον εις την Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των οποίων είχον χαράξει γράμματα λέγοντα ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του πατρός του Απόλλωνος μεταναστεύει εις τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το τείχος του Αβώνου. Αι πινακίδες αύται ανεκαλύφθησαν έπειτα, τυχαίως δήθεν, και συνετέλεσαν να διαδοθή καθ' όλην την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ πάντων εις το τείχος του Αβώνου η φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να εγερθή ναός και αμέσως ήρχισαν να σκάπτουν τα θεμέλια.

Τότε ο Κοκκωνάς εγκατελείφθη εις την Χαλκηδόνα, όπου κατεγίνετο να γράφη χρησμούς επαμφοτερίζοντας, αμφιβόλους και σκοτεινούς, εκεί δε μετ' ολίγον απέθανε δηλητηριασθείς υπό εχίδνης, νομίζω. Ο δε Αλέξανδρος μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη μακράν κόμην και φορών ένδυμα πορφυρόλευκον και επ' αυτού άλλο κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον, όπως ο Περσεύς, από του οποίου έλεγεν ότι κατήγετο εκ μητρός· και οι χαμένοι οι Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς και ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν, κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου, ο οποίος έλεγε: «Περσείδης γενεήν Φοίβω φίλος ούτος όραται, δίος Αλέξανδρος, Ποδαλειρίου αίμα λελογχώς» (=Καταγόµενος εκ του Περσέως και του Ποδαλειρίου συγγενής, αναδεικνύεται φίλος του Απόλλωνος ο θείος Αλέξανδρος).

[…]

Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος. Μη αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είναι εύκολον να γίνεται κατά βούλησιν, άμα κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου, το οποίον ονομάζεται στρουθίον. Αλλ' εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως θείον τι.

Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον έτρεφον, διά να εμφανισθή εις τον κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή μάλλον να πρωταγωνιστήση εις την κωμωδίαν.

Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν' αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το εξής: Μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον σκαφή -υπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της βροχής προήρχετο- και εκεί έρριψεν αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε· το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους.

Οι παρόντες -είχε δε προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων- κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν. Αυτός δε, επρόφερε λέξεις ακαταλήπτους, ως εβραϊκάς ή φοινικικάς, και εξέπληττε τους ανθρώπους μη εννοούντας τι έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα.

Έπειτα, διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην· όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον· λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν.

Αφού δε, έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους του, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο δε Αλέξανδρος τρέχων πάλιν επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων και τον αρτιγέννητον Ασκληπιόν, ο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ οι άλλοι άνθρωποι γεννώται μίαν φοράν, και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος, ούτε τουλάχιστον εκ κορώνης, αλλ' εκ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και ήσαν όλοι ενθουσιασμένοι και τρελλοί από υπερβολικάς ελπίδας.

Επί ημέρας έμεινεν εις την κατοικίαν του, ελπίζων, όπως και έγεινεν, ότι εντός ολίγου η φήμη θα έφερε πολλούς εκ των Παφλαγόνων εις το τείχος του Αβώνου. Όταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο όποιος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως.

Να φαντασθής έπειτα, ότι αυτά συνέβαινον εις οικίσκον ανεπαρκώς φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών ανθρώπων προκατειλημμένων, εχόντων την φαντασίαν εξημμένην και περιμενόντων να ιδούν θαυμαστά πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους επόμενον είνε ότι εφαίνετο θαυμαστόν πώς, το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός ολίγων ημερών έγεινε τόσον μεγάλος όφις με μορφήν ανθρωπίνην και συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμεναν άλλως επί πολύ, αλλά πριν να ίδουν ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα, εξεδιώκοντο υπό των κατόπιν εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα, εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον χαιρετισμόν. Την επίδειξιν ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο μιαρός ψευδομάντις, αλλά πολλάκις και μάλιστα οσάκις ήρχοντο προς αυτόν επισκέπται πλούσιοι διά πρώτην φοράν.

Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε Κέλσε, πρέπει να δικαιολογήσωμεν τους Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς, διότι όντες άνθρωποι χονδροκέφαλοι και απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως βεβαιούμενοι και διά της αφής περί της πραγματικότητος του όφεως -διότι και την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους βουλομένους ο Αλέξανδρος- και εις αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν αυτού να ανοίγη και να κλείη το στόμα. Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο Επίκουρος ή ο Μητρόδωρος ή και άλλος τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά διάνοια δεν πιστεύει ευκόλως και αβασανίστως, θα ηδύναντο να δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο· και αν δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν, πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης, αλλ' ότι το παν ήτο ψεύδος και αδύνατον να είνε αληθές.

[…]

Είχε δε ήδη αποστείλη και μερικούς εις την αλλοδαπήν διά να διαφημήσουν μεταξύ των εθνών το μαντείον και να διηγούνται ότι δύναται να προλέγη τα μέλλοντα και ν' ανευρίσκη φυγάδας και ν' αποκαλύπτη κλέπτας και ληστάς, ν' ανακαλύπτη θησαυρούς και να θεραπεύη πάσχοντας, ενίοτε δε να επαναφέρη εις την ζωήν και νεκρούς. Προσέτρεχαν λοιπόν πανταχόθεν πατείς με πατώ σε και επολλαπλασιάζοντο αι θυσίαι και τα αφιερώματα και διπλάσια εδίδοντο εις τον προφήτην και μαθητήν του θεού· διότι απεδίδετο εις τον θεόν και ο εξής χρησμός: «Διατάσσω να αμείβεται ο λειτουργός μου προφήτης· διατί δεν ενδιαφέρομαι τόσον διά τας προς εμέ προσφοράς, όσον διά τον προφήτην».

Επειδή δε, πολλοί από τους σωφρονούντας, ως να ανένηψαν από βαρείαν μέθην, ήρχισαν να εξεγείρονται κατά του Αλεξάνδρου και μάλιστα οι οπαδοί του Επικούρου, οίτινες ήσαν πολλοί, και εις τας πόλεις απεκαλύπτετο ήδη όλη η απάτη και η πλοκή της κωμωδίας, ο προφήτης απήγγειλε κατηγορητήριον κατ' αυτών και καταδίκην, λέγων, ότι ο Πόντος εγέμισεν από αθέους και χριστιανούς, οίτινες αποτολμούν να βλασφημούν εναντίον αυτού ασεβέστατα, και παρήγγειλε να τους λιθοβολούν όσοι θέλουν να έχουν με το μέρος των τον θεόν. Περί δε του Επικούρου, όταν ηρωτήθη υπό τίνος, τι πράττει εις τον Άδην ο φιλόσοφος, εξέδωκε τοιούτον τίνα χρησμόν: «Φέρων δεσμά εκ μολύβδου κάθηται εις τον βόρβορον».

[…]

ίδρυσε μίαν εορτήν με λαμπαδηφορίας και ιεροφαντίας, τελουμένας επί τρεις συνεχείς ημέρας. Κατά την πρώτην ημέραν εγίνετο προκήρυξις, όπως εις τας Αθήνας, λέγουσα· Πας χριστιανός ή επικούρειος, όστις έρχεται να κατασκοπεύση τα ιερά όργια, ας φύγη, οι δε πιστεύοντες εις τον θεόν ας μείνωσι και ας τελέσωσι τας εορτάς ευτυχείς. Έπειτα εξεδιώκοντο οι βέβηλοι και ο Αλέξανδρος ελάμβανε την πρωτοβουλίαν αναφωνών: «Έξω οι χριστιανοί!». Το δε πλήθος όλον αντεφώνει: «Έξω οι επικούρειοι!». Έπειτα ετελείτο ο τοκετός της Λητούς και του Απόλλωνος η γέννησις, ο γάμος της Κορωνίδος και η γέννησις του Ασκληπιού· την δε δευτέραν ημέραν εγίνετο η εμφάνισις του Γλύκωνος και η γέννησις του θεού.

[…]

Θέλω δε να σου διηγηθώ και έναν διάλογον μεταξύ του Γλύκωνος και κάποιου Σακέρδωτος, κατοίκου της παφλαγονικής Τίου, του οποίου την διανοητικήν κατάστασιν θα εννοήσης από τας ερωτήσεις του. Ανέγνωσα δε τον διάλογον τούτον εις την Τίον, εις την οικίαν του Σακέρδωτος, γραμμένον με χρυσά γράμματα.

- «Ειπέ μου», ηρώτησεν ούτος, «δέσποτα Γλύκων, ποίος είσαι;».

- «Εγώ», απήντησεν ο Γλύκων, «είμαι νέος Ασκληπιός».

- «Διάφορος από τον παλαιόν;».

- «Τι εννοείς; Δεν επιτρέπεται να το μάθης αυτό», απήντησεν ο Γλύκων.

- «Και πόσα έτη θα μείνης εδώ να μας δίδης χρησμούς;».

- «Χίλια και τρία».

- «Έπειτα πού θα μεταβής;».

- «Εις τα Βάκτρα και τα περίχωρα· διότι πρέπει και οι βάρβαροι να απολαύσουν την παρουσίαν μου».

- «Τα δε μαντεία, το μαντείον των Διδύμων, της Κλάρου και των Δελφών έχουν ακόμη τον προπάτορά σου τον Απόλλωνα ή είνε ψευδείς οι χρησμοί τους οποίους δίδουν τώρα;».

- «Μην επιμένεις να μάθης και τούτο, διότι δεν είνε επιτετραμμένον».

- «Εγώ δε τι θα γείνω μετά την παρούσαν ζωήν;».

- «Κάμηλος, έπειτα ίππος, έπειτα άνθρωπος σοφός και προφήτης, όχι κατώτερος του Αλεξάνδρου».

[…]

Δεν είναι δε μεγάλη μεταξύ των άλλων η θρασύτης του Αλεξάνδρου να ζητήση παρά του αυτοκράτορος να μετονομασθή το τείχος του Αβώνου, Ιωνόπολις, και να κοπή νόμισμα νέον, το οποίον από μεν την μίαν όψιν να έχη την εικόνα του Γλύκωνος, από δε την άλλην την μορφήν αυτού του ψευδοπροφήτου με τα στέμματα του παππού του Ασκληπιού και το ξιφοδρέπανον του πατρομήτορος Περσέως. (Μετ. Ιωάννης Κονδυλάκης)

Η ρήση των Διόσκουρων

 

Της χώρας βασιλιά, Θεοκλύμενε, άκου·

συγκράτησε τον άπρεπο θυμό σου·

οι Διόσκουροι μιλούν, οι γιοι της Λήδας,

τ' αδέλφια της Ελένης που 'χει φύγει

απ' το παλάτι σου· γραφτό δεν ήταν

γυναίκα σου να γίνει· μη θυμώνεις.

Η κόρη της Νηρηίδας, η αδελφή σου

Θεονόη, δε σ' αδικεί που δείχνει σέβας

στους νόμους των θεών και στου γονιού σου

τις δίκαιες εντολές. Όριζε η μοίρα

στο σπίτι σου να μείνει ως τώρα μόνο·

όταν συθέμελα την Τροία γκρεμίσαν,

τ' όνομα της Ελένης δε χρειαζόταν

στους θεούς άλλο· πρέπει αυτή να ζήσει

με τον παλιό της άντρα και μαζί του

στο σπιτικό της να γυρίσει πίσω.

Λοιπόν στην αδελφή σου μην υψώσεις

το μαύρο σου σπαθί και να το ξέρεις

πως φρόνιμα έχει πράξει. Την Ελένη,

αφού θεούς μας έκαμεν ο Δίας,

θα 'χαμε σώσει από καιρό· όμως στέκουν

άλλοι θεοί κι η Μοίρα πάνωθέ μας

κι έτσι το θέλησαν· αυτά για σένα·

στην αδελφή μας τούτα προφητεύω:

Πήγαινε με τον άντρα σου και πρίμος

αγέρας θα φυσάει· από κοντά σας,

εμείς, τα δυο σου αδέλφια, θα βοηθούμε,

στο κύμα καβαλάρηδες, να φτάσεις

στη Σπάρτη. Κι όταν πια θα τελειώσουν

οι μέρες της ζωής σου και πεθάνεις,

θεά θα ονομαστείς κι απ' τους ανθρώπους,

μαζί με μας, θα δέχεσαι θυσίες

και δώρα, όπως έχει ορίσει ο Δίας.

(Ευρ., Ελένη 1813-1845, μετ. Τ. Ρούσσος)

 

58 Πώς όμως έφτασε το ρόδι να είναι φυτό του κάτω κόσμου; Μία εκδοχή μπορεί να σχετιστεί με τη Σίδη = ροδιά, τη γυναίκα του Ωρίωνα, που η Ήρα έριξε στα Τάρταρα για την αλαζονεία της. Και μια άλλη Σίδη συνδέεται με τη ροδιά ως φυτό του θανάτου. Προσπαθώντας να ξεφύγει από την καταδίωξη του πατέρα της, η Σίδη αυτοκτόνησε στον τάφο του πατέρα της. Από το αίμα της έκαμαν οι θεοί να φυτρώσει μια ροδιά. Ο πατέρας της μεταμορφώθηκε σε ένα είδος γερακιού, το οποίο δεν κάθεται ποτέ πάνω σε ροδιά (Διονύσιος, Ιξευτικά 1,7).

59 Στη Λέρνα έθαψαν οι Δαναΐδες τα κεφάλια των συζύγων τους και ο Ποσειδώνας, αφού ενώθηκε με την Αμυμώνη, τις έδειξε τις πηγές της. Αναρωτιέται κανείς μήπως η Λέρνα ήταν ένα σπουδαίο λατρευτικό κέντρο της Αργολίδας. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί το γεγονός ότι εκεί έδειχναν εισόδους για τον Άδη -από μια τέτοια είσοδο ο Διόνυσος είχε επαναφέρει τη μητέρα του Σεμέλη-, και ότι αναφέρεται ως τόπος καθαρμών από φόνο και εξαγνισμού γενικότερα (Στράβ. 8.6.8. Σχόλια στον Λουκιανό, Ενάλιοι Διάλογοι 8.2). Οι πληροφορίες αυτές κατατείνουν σε μια ερμηνεία του μύθου σχετική με τον θάνατο και την υπερνίκησή του. Ωστόσο, και σε άλλες περιπτώσεις φίδια εμποδίζουν τους ανθρώπους να πλησιάσουν σε υδάτινους πόρους (πρβ. τον μύθο του Κάδμου στη Βοιωτία), κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερο ορθολογιστικές σκέψεις για φύλαξη των πολύτιμων υδάτινων πόρων.

60 Ο Σωκράτης περιγράφεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παρομοιαζόταν μάλιστα με σάτυρο και σαλάχι. Η μύτη του ήταν πλατιά, πλακουτσωτή, γυριστή, τα μάτια του ήταν γουρλωτά, τα χείλη του χοντρά και σαρκώδη, η κοιλιά του «ανοικονόμητη». «Έριχνε γρήγορες ματιές με χαμηλωμένο κεφάλι σαν ταύρος», «κοιτούσε λοξά» (Πλ., Συμπ. 215b).

61 Στον κρατήρα του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας «κυνηγός».

62 Στη Ρώμη οι μητέρες καχεκτικών παιδιών τα άφηναν στην αγκαλιά του αγάλματος της Κυβέλης και ζητούσαν την προστασία της.<

12 Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους. Διαδρομές στις "Μεταμορφώσεις" του Οβίδιου. Ανθολόγηση-Μετάφραση: Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής: Αθήνα: Gutenberg, 2009.