Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΥΑΔΕΣ

    (αστέρια)

     

    Οι Υάδες είναι συνδεδεμένες με τον Διόνυσο και την ανατροφή του: και ο Ερμής πήρε το παιδί και το έφερε στις Νύμφες που κατοικούσαν στη Νύσα της Μικράς Ασίας. Παλαιότερα ονομάζονταν Δωδωνίδες νύμφες αλλά όταν ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε αστέρια τις ονόμασε Υάδες (από το ρήμα ὕω=στέλνω βροχή), γιατί την ημέρα που γεννήθηκε ο Διόνυσος ο Δίας έριξε βροχή στη γη (Απολλόδ. 3.29)· ή από το επίθετο του Διόνυσου Ὕης που δόθηκε στον θεό, επειδή την περίοδο των γιορτών του έβρεχε. Και όπως η μητέρα του Διόνυσου Σεμέλη αποκαλούνταν και Ὕη, έτσι και αυτές ονομάστηκαν Υάδες.

    Θεωρούνταν κόρες του Τιτάνα Άτλαντα και μιας Ωκεανίδας, της Αίθρας ή της Πλειόνης. Είχαν και ένα θνητό πατέρα που ανάλογα με τα τοπικά συμφέροντα ήταν ο βασιλιάς της Κρήτης Μελισσέας, ο Ερεχθέας (αθηναϊκή εκδοχή), ο Κάδμος (θηβαϊκή εκδοχή, ταιριαστή και με τη θηβαϊκή καταγωγή του Διόνυσου), ο Ύαντας με μητέρα τη Βοιωτία. Ο αριθμός τους δεν είναι σταθερός -από δύο έως επτά-, το ίδιο και τα ονόματά τους -(Φ)Αισύλη, Κορωνίδα, Κλέεια, Φαιώ, Ευδώρη(α), Αμβροσία, Διώνη, Πολυξώ, Κισσηίδα, Νύσα, Ερατώ, Εριφία, Βρομίη, Αρσινόη, Πεδίλη, Φυτώ, Θυώνη…

    Οι μύθοι παραδίδουν ότι Νύμφες παρίστανται στη γέννηση του Διόνυσου και ότι ο Ερμής παραδίδει στις κουροτρόφους Νύμφες της κισσοστεφανωμένης Νύσσας τον Διόνυσο. Σύμφωνα με ύστερες μαρτυρίες (Υγίνος, Σχόλια του Σέρβιου στον Βιργίλιο, Διόδωρος Σικελιώτης), η Νύμφη Νύσα μεγάλωσε τον μικρό Διόνυσο πάνω στο ομώνυμο βουνό. Αφήνοντας κατά μέρος τη σύγχυση για τον αριθμό τους και το πόσες μεγάλωσαν τον γιο του Δία και της Σεμέλης, καταγράφουμε το κοινά αποδεκτό, ότι δηλαδή ήταν οι τροφοί του Διόνυσου. Από φόβο προς την Ήρα οι Υάδες εμπιστεύτηκαν το μωρό στη θεία του Ινώ, την αδελφή της Σεμέλης, άλλη θυγατέρα του Κάδμου· αυτές κατέφυγαν στη γιαγιά τους, την Τηθύ. Εκεί ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε αστερισμό, αφού πρώτα η Μήδεια τις έκανε να ξανανιώσουν. Παραδίδεται ακόμη ότι η μεταμόρφωση συντελείται, όταν ο βασιλιάς Λυκούργος της Θράκης κυνήγησε τις τροφούς μέχρι τη θάλασσα· τότε ο Δίας τις λυπήθηκε και τις μεταμόρφωσε. Ενίοτε η μεταμόρφωσή τους αποδίδεται στη θλίψη τους για τον χαμό του αδελφού τους Ύαντα από τσίμπημα φιδιού, από λιοντάρι ή αγριογούρουνο· αυτό τις οδήγησε στην αυτοκτονία.

     

    Η εμφάνισή τους στο ουράνιο στερέωμα, πολύ κοντά στις αδελφές τους Πλειάδες, συνέπιπτε με την εποχή των βροχών της άνοιξης. Εξάλλου, το ίδιο το όνομά τους είναι συνδεδεμένο με το νερό και τη βροχή· στην Αινειάδα αποκαλούνται βροχερές Υάδες (1.743), ενώ στη λήξη των Ελευσινίων οι μύστες άδειαζαν δυο κρατήρες, προφανώς γεμάτους με νερό, τον ένα στην Ανατολή και τον άλλον στη Δύση, φωνάζοντας προς τον ουρανό ὕει, δηλαδή βρέξε, και προς τη γη κύε, δηλαδή σύλλαβε. Επομένως, δεν αποκλείεται οι απεικονίσεις δύο μόνο Υάδων, όσες ήταν αρχικά, που αδειάζουν δύο κρατήρες με νερό, για να σβήσουν τη φωτιά που έβαλε ο Αμφιτρύωνας ή ο Αντήνορας για να κάψει την Αλκμήνη, πέρα από το να αφηγούνται εικαστικά τον σχετικό μύθο, μπορεί να παραπέμπουν και στο τελετουργικό της επίκλησης προς τον θεό των καιρικών φαινομένων Δία να στείλει βροχή και να γονιμοποιήσει την καμένη από το κρύο ή τη ζέστη γη, που εδώ προσωποποιείται στη μορφή της Αλκμήνης. Τόσο στον ερυθρόμορφο κωδωνόσχημο κρατήρα του Πύθωνα (360 π.Χ.-320 π.Χ.) (Εικ. 230, 233) όσο και στον αμφορέα με λαιμό του Ζωγράφου του Λούβρου της ίδιας περίπου περιόδου (360 π.Χ.-340 π.Χ.) (Εικ. 231), και οι δυο από την περιοχή της Καμπανίας, η Αλκμήνη, με υψωμένα χέρια, επικαλείται τον Δία για να στείλει βροχή· η παρουσία του θεού δηλώνεται καθαρά στο πρώτο αγγείο, ενώ στο δεύτερο υποδηλώνεται με την περισσότερο δραματική κίνηση προς τα πάνω και των δυο χεριών της Αλκμήνης. Η σύνδεση του πρώτο αγγείου με τον μύθο συνολικά και τη συμπαθητική τελετουργία της πρόκλησης βροχής είναι πρόδηλη, πόσο μάλλον που στην πίσω όψη του παριστάνετα ο Διόνυσος, αγένειος, με συνοδεία Μαινάδων και Σατύρων. (Εικ. 234, 1876)