ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ11


Ρ11 Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.εγγυώμαιεγγυάσαιεγγυάταιεγγυόμαστεεγγυάστεεγγυώνται
πρτ.οριστ.εγγυόμουνεγγυόσουνεγγυότανεγγυόμαστανεγγυόσαστανεγγυόνταν
αόρ.οριστ.εγγυήθηκαεγγυήθηκεςεγγυήθηκεεγγυηθήκαμεεγγυηθήκατεεγγυήθηκαν
 υποτ.εγγυηθώεγγυηθείςεγγυηθείεγγυηθούμεεγγυηθείτεεγγυηθούν
 προστ. εγγυήσου  εγγυηθείτε 
 απαρέμφ.εγγυηθεί     
πρκ.οριστ.έχω εγγυηθεί (ή είμαι εγγυημένος)
 υποτ.να έχω εγγυηθεί (ή να είμαι εγγυημένος)
 μτχ.εγγυημένος
εξακολ. μέλλ. θα εγγυώμαι
στιγμ. μέλλ. θα εγγυηθώ
υπερσ. είχα εγγυηθεί (ή ήμουν εγγυημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω εγγυηθεί (ή θα είμαι εγγυημένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53