ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.4


Ρ10.4α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.γελώ, -άωγελάςγελά(ει)γελούμε, -άμεγελάτεγελούν, -άν
 προστ. γέλα  γελάτε 
 μτχ.γελώντας     
πρτ.οριστ.γελούσαγελούσεςγελούσεγελούσαμεγελούσατεγελούσαν
αόρ.οριστ.γέλασαγέλασεςγέλασεγελάσαμεγελάσατεγέλασαν
 υποτ.γελάσωγελάσειςγελάσειγελάσο(υ)μεγελάσετεγελάσουν
 προστ. γέλασε  γελάστε 
 απαρέμφ.γελάσει     
πρκ.οριστ.έχω γελάσει (ή έχω γελασμένο)
 υποτ.να έχω γελάσει (ή να έχω γελασμένο)
εξακολ. μέλλ. θα γελώ, θα γελάω
στιγμ. μέλλ. θα γελάσω
υπερσ. είχα γελάσει (ή είχα γελασμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω γελάσει (ή θα έχω γελασμένο)
Ρ10.4β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.γελιέμαιγελιέσαιγελιέταιγελιόμαστεγελιέστεγελιούνται
πρτ.οριστ.γελιόμουνγελιόσουνγελιότανγελιόμαστανγελιόσαστανγελιόνταν
αόρ.οριστ.γελάστηκαγελάστηκεςγελάστηκεγελαστήκαμεγελαστήκατεγελάστηκαν
 υποτ.γελαστώγελαστείςγελαστείγελαστούμεγελαστείτεγελαστούν
 προστ. γελάσου  γελαστείτε 
 απαρέμφ.γελαστεί     
πρκ.οριστ.έχω γελαστεί (ή είμαι γελασμένος)
 υποτ.να έχω γελαστεί ( ή να είμαι γελασμένος)
 μτχ.γελασμένος
εξακολ. μέλλ. θα γελιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα γελαστώ
υπερσ. είχα γελαστεί (ή ήμουν γελασμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω γελαστεί ( ή θα είμαι γελασμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53