Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφερέγγυος
2 εγγραφές [1 - 2]
αφερέγγυος1 [aferéŋɟios] ο, (L) commerce, law
  • person unable to pay debts, insolvent, defaulter

[substantiv. m of αφερέγγυος2]

αφερέγγυος2, -α, -ο [aferéŋɟios] (L) commerce, law
  • unable to pay debts, insolvent (near-syn αναξιόπιστος, ant αξιόχρεος, φερέγγυος):
    • ~ έμπορος, οφειλέτης, χρηματιστής |
    • ~ χαρτοπαίχτης |
    • αφερέγγυα δημόσια διοίκηση |
    • δανείζει ποτέ ο κυρ Xαράλαμπος αφερέγγυο άνθρωπο χωρίς ενέχυρο; (Xenop) |
    • με ποιο δικαίωμα θεώρησαν αφερέγγυο τ' όνομά του; (Plaskovitis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1871]) αφερέγγυος, cpd w. kath φερέγγυος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες