Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

20.788 εγγραφές [1 - 10]
Α, α [a]
  • named άλφα [álfa] the 1st letter of the ModG alphabet representing one of the five vowels of ModG; in anc numerals (surviving in chronοlogy of books through beginning 19th c.) α΄ = 1, α = 1000.
Α. abbr
  • for ανατολικός & ανατολικά east.
α-1 [a]
  • ① prothetic in nouns and adjs:
    • αβδέλλα, αμασκάλη, ανάμα, απαλάμη, απήγανος; αράθυμος (ράθυμος), αψηλός (ψηλός); in verbs |
    • αδράχνω
  • ② in place of original ε or ο in nouns, adjs, verbs and advs:
    • άντερο, αργαλειός, αχινός, αγγίζω (ε-), αργάζω (ε-); αφαλός (ομφ-), αρφανός (ο-); άξαφνα (έ-), απάνω (ε-)

[prothesis and substitution of α- developed in conjunction w. the articles and other words]

α-2 [a] & αν- [an]
  • before vowels pref in nouns, adjs and advs 'not, un-, in-, less':
    • άβαθος shallow, άβροχος rainless, άγγιχτος (γγίζω) and ανέγγιχτος (εγγίζω) untouched, άνεργος unemployed, ανεργία unemployment, ανήλιος sunless, αφώτιστος not illuminated and adv -α, ανέξοδος without expense and adv -α, άχαρος joyless, απολίτιστος uncivilized, άπονος not feeling affection and adv -α, απλυσιά dirtiness.
1 [a] augm suff
  • f derived fr neut nouns in -ι:
    • η κεφάλα big head fr το κεφάλι head, κουτάλα ladle fr κουτάλι spoon, μανίκα large sleeve fr μανίκι, μαχαίρα butcher's knife fr μαχαίρι.
2 [a] adv ending: έξυπνα
  • cleverly, όμορφα beautifully, πάντα always, πρακτικά in a practical way, πρώτα previously, σιμά near, τελευταία lately, ωραία beautifully

[οriginally the acc pl n used as adv, as also the superlative n pl ending -α (-τατα, -ιστα); analog so also the comparative ωραιότερα, καλύτερα, πρωτύτερα. Some der differently: πάντα, τώρα etc]

α1 [a] άα [áa], αά [aá], ααά [aaá], άαα [áaa] and άααα [áaaa] excl ah
  • ① expresses emotion or intensifies expression of emotion, such as pleasure or joy or grief:
    • ~, τι όμορφα! or ~, τι καλά! |
    • ~, δυστυχία μου! |
    • αά, δεν ξέρεις πόσο φχαριστήθηκα you don't know how pleased I was! |
    • ~, το φως που σε στολίζει... δεν είναι, όχι, από τη γη (Solomos)
  • ⓐ surprise:
    • ~, το βρήκες! |
    • ~, δε φεύγεις λοιπόν! |
    • ~! τώρα καταλαβαίνω |
    • άα, τι πράμα! |
    • κατόπι... γαλήνη. Άα πώς ήρθε! καταλάγιανε η φουρτούνα (Myriv) |
    • θυμάμαι το ξάφνιασμά μας. Άααα! φωνάζομε όλοι και ο Oυράνης φρενάρισε (id.)
  • ⓑ elation:
    • ~, και να το 'κανες αυτό που λες! |
    • άα, πώς γλυτώσαμε! |
    • ααά, νόστιμο το καλαμπούρι! the joke is so clever, indeed |
    • ααά, και το καταφέραμε indeed, we did manage it! |
    • άαα! ομογενή, ζεστάθηκε η καρδιά μου, λεβέντη μου, αυτό το τσάι μ' ευχαρίστηση θα σου το πλέρωνα δυο δραχμές (Myriv) |
    • poem Tα λυγίσματα του κορμιού της ηλεχτρίζουνε. Mια ταραχή νοιώθω. Άαα! τ' είν' αυτό! (KDaïfas)
  • ② draws attention to sth:
    • αά, σωπάστε· ακούω, νομίζω, τη φωνή του (Stavrou Ar)
  • ③ enhances the expression of effort:
    • βάλθηκαν σπρώχνοντας με τα πίσω πόδια τους, ~και ~, να την κυλάνε προς τη φωλιά τους (Myriv)
  • ④ expresses disapproval:
    • άα, μα να σου πω! now, let me tell you sth! |
    • άα, να σωπάσεις επιτέλους!
  • ⑤ so-so:
    • πώς είσαι στην υγεία σου; ~! how is your health? - not good, not bad; so-so
  • ⑥ as a filler w. no special meaning, Eng 'ah, well':
    • άαα, ήταν δύσκολο πράμα η αγάπη (MAxioti) |
    • άαα, όλα κι όλα, τον ήθελα καταδικό μου το Mάριο (Skarimpas)

[cf AG ἆ; independent creation of the excl is more probable]

α2 s. άι.
α s. αν.
άαα s. α.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...2079   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες