Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: Σ
1 item total
ασημοβαμμένος, -η, -ο [[asimovaménos]]
  • painted silver:
    • ασημοβαμμένη αποθήκη βενζίνης |
    • της αγόρασε μια τέντα με νικέλινο χερούλι κι ασημοβαμμένους μπακαράδες (Tsirkas, adapted)

[cpd w. βαμμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go