Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτόφωρος, -η, -ο [aftόforos] (L) law
- ① apprehended or detected at the time of perpetration, caught in the act, flagrant:
- ~ κλέφτης |
- αυτόφωρο κακούργημα, πλημμέλημα |
- αυτόφωρη καταπάτηση του νόμου |
- τα αδικήματα του τύπου είναι αυτόφωρα (Christidis EΣ)
- ② commissioned to try persons apprehended in the perpetration of unlawful acts:
- παραπέμφθηκε να δικαστεί στο αυτόφωρο τριμελές πλημμελειοδικείο
[fr kath αυτόφωρος ← AG (Soph +), cpd w. φώρ 'thief'; cf κατάφωρος (also ModG), περί-, ευπερί- etc]
- ① apprehended or detected at the time of perpetration, caught in the act, flagrant:



