Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτούνος, -η, -ο [aftúnos] (& ευτούνος & ετούνος) pron
- he, she, it (syn αυτός 1):
- ετούνος έρχεται να μας ξεσκλαβώσει· με το σταυρό έρχεται (Petsalis)
[fr postmed, MG αυτούνος, backform. fr αυτουνού (gen of αυτός) w. regressive accent by anal. to εκείνος]
- he, she, it (syn αυτός 1):



