Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτορυθμιζόμενος
1 εγγραφή
αυτορυθμιζόμενος, -η, -ο [aftoriθmizόmenos] (L)
  • self-adjusting, self-regulating (syn αυτορύθμιστος):
    • mechanics αυτορυθμιζόμενο έδρανο self-adjusting bearing |
    • δραστηριότητα αυτορυθμιζόμενη από δικούς της κανόνες (Papanoutsos)

[fr kath (neol) αυτορρυθμιζόμενος, cpd w. ρυθμιζόμενος (: AG (r)υθμίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες