Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτορυθμιζόμενος, -η, -ο [aftoriθmizόmenos] (L)
- self-adjusting, self-regulating (syn αυτορύθμιστος):
- mechanics αυτορυθμιζόμενο έδρανο self-adjusting bearing |
- δραστηριότητα αυτορυθμιζόμενη από δικούς της κανόνες (Papanoutsos)
[fr kath (neol) αυτορρυθμιζόμενος, cpd w. ρυθμιζόμενος (: AG (r)υθμίζω)]
- self-adjusting, self-regulating (syn αυτορύθμιστος):



