Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκόλλητος, -η, -ο [aftokόlitos] (L)
- equipped w. a gummed surface, self-adhesive:
- ~ επίδεσμος |
- αυτοκόλλητη ταινία |
- αυτοκόλλητο γραμματόσημο, πλαστικό |
- ετικέτες αυτοκόλλητες και διακοσμητικές, για να κολλήσετε στα βάζα
[neol, cpd w. κολλητός (Homer +); cf ἀκόλλητος, ἀσυγκόλλητος (schol. Homer), εὐκόλλητος (pap), προσκολλητός (schol. Soph.), ἀπροσκόλλητος (Eustathius)]
- equipped w. a gummed surface, self-adhesive:



