Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκτονώ
2 εγγραφές [1 - 2]
αυτοκτονώ [aftoktonό] (& αυτοχτονώ) αυτοκτονεί (& αυτοκτονά), ipf αυτοκτονούσα, aor αυτοκτόνησα (subj αυτοκτονήσω), (L)
  • kill o.s., commit suicide (syn αυτοχειριάζομαι, σκοτώνομαι, near-syn αυτοκαταστρέφομαι):
    • αυτοκτονεί από έρωτα, λύπη, πλήξη, φιλότιμο |
    • ρίχνονταν με [τα όπλα] κάτω από τα τείχη και αυτοκτονούσαν (Vacalop) |
    • καλόγερος είναι το άτομο που κοινωνικώς αυτοκτόνησε (Papantoniou) |
    • του ήταν γραφτό σε ηλικία τριάντα χρόνων ν' αυτοχτονήσει για μια γυναίκα (Kazantz) |
    • έβλεπα .. ανθρώπους να αυτοχτονάν πέφτοντας από ταράτσες ουρανοξυστών (Karantonis)

[fr kath αυτοκτονώ ← AG (restored in Soph., Antig. 56), der of αὐτοκτόνος]

αυτοκτονών [aftoktonόn] ο, (L)
  • person killing himself, suicide (syn αυτοκτόνος)

[fr kath ο αυτοκτονών, substantiv. m of prp of αυτοκτονώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες