Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαταλύομαι
1 εγγραφή
αυτοκαταλύομαι [aftokatalíome] aor subj αυτοκαταλυθώ, (L)
  • abolish, terminate, or destroy o.s. (near-syn αυτοαναιρούμαι, αυτοδιαλύομαι 3, αυτοκαταστρέφομαι):
    • η δύναμη αυτοκαταλύεται· γίνεται στο τέλος η ίδια ανίσχυρη να ελέγξει τα όργανά της και σβήνει (Papanoutsos) |
    • όλα τα ηθικοκοινωνικά κριτήρια αυτοκαταλύονται, μόλις υπάρξει η υπέροχη αγάπη θρονιασμένη μαζί με το παντοδύναμο πάθος (Papatsonis, adapted) |
    • χάνει την αγαπημένη του και αποφασίζει ν' αυτοκαταλυθεί (Panagiotop) |
    • σπαταλούν ό,τι έχουν και δεν έχουν, για ν' αυτοκαταλυθούν από τα παραισθησιογόνα (id.)

[fr kath (neol) αυτοκαταλύομαι, cpd w. καταλύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες