Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτεπαγωγή
1 εγγραφή
αυτεπαγωγή [aftepaγoyí] η, (L) electr
  • self-induction, self-inductance:
    • συντελεστής αυτεπαγωγής self-induction coefficient |
    • ρεύμα αυτεπαγωγής self-induction current

[fr kath (neol) αυτεπαγωγή, cpd w. επαγωγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες