Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθωρεί
1 εγγραφή
αυθωρεί [afθorí] adv (L)
  • at once, immediately, instantly, forthwith (syn αμέσως 2, L αυτοστιγμεί):
    • L phr ~ και παραχρήμα 'id.' |
    • οι εκστατικοί οπαδοί στρέφονται ~ σε νέα ινδάλματα (Terzakis) |
    • η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη κι .. αν δεν σταματήσει ~, η Iταλία θα προβεί σε δράση (id.) |
    • ο T.T. θα υπακούσει ~ και θα μαζέψει όλο το πετρέλαιο (LTheodorakop) |
    • οι λύπες τότε σκορπούν, οι σκέψεις ~ πραγματοποιούνται (IPetrop)

[fr kath αυθωρεί ← MG, K αὐθωρεῖ, or αὐθωρί (LXX+), this fr αὐθωρόν 'immediately' (Hippocr, 5th c. BC; MG αυθωρόν Kallimachos, Doukas), der of αὐθ- & Sρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες