Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αττικίζουσα [aticízusa] η, (L) philol (Greek)
- language written in Attic (style), atticizing language:
- η γλώσσα αυτή πλησίαζε περισσότερο προς την ομιλουμένη παρά προς την γραπτή ~ της εποχής (Vacalop) |
- οι Nεοέλληνες έμαθαν να περιφρονούν [τον Πολύβιο], γιατί δε γράφει σε άψογη ~ (Evelpidis)
[fr kath αττικίζουσα (sc γλώσσα), substantiv. f of αττικίζων]
- language written in Attic (style), atticizing language:



