Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατσιδοσύνη [atsi∂osíni] η, s. ατσιδισμός
- :
- διπλωματική ~ |
- χρειάστηκε όλη η υπομονή μου, η εφευρετικότης μου, όλη η ~ μου, .. για να τυλίξω τρεις γαμπρούς (Glezos) |
- σ' αυτό το θείο δώρο βρήκε την ευκαιρία ο φαρσέρ να δοκιμάσει την θλιβερή του ~ (Psathas) |
- αυτά έχουμε όταν συνδυάζεται η ρωμαίικη ~ με τη βρεττανική δολιότητα (Tsirkas)
[der of ατσίδα w. suff -οσύνη]