Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατερμάτιστος
1 εγγραφή
ατερμάτιστος, -η, -ο [atermátistos] (L)
  • ① endless, interminable, boundless, continuous, everlasting (syn in ατέλειωτος 2):
    • ατερμάτιστη εξέλιξη, κίνηση, σειρά |
    • ατερμάτιστες συζητήσεις |
    • κουκιά σ' ατερμάτιστο κομπολόι πέσαν ένα ένα εικοσιέξι χρόνια (Petsalis) |
    • η γνώση είναι βέβαια ατερμάτιστη και κάθε τάση, που θα ήθελε να την τερματίσει, θα την καταργούσε (Theodorakop)
  • ② inexhaustible, boundless, great (syn in ατέλειωτος 3):
    • διαφεντεύει τις υλικές καλλονές και τέρπεται με την ατερμάτιστη ποικιλία τους (Papatsonis)

[fr kath ατερμάτιστος ← PatrG, K ἀτερμάτιστος, cpd w. *τερματιστός (: τερματίζω); cf der τερμάτισις (Korais) & τερματισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες