Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατεμάχιστος, -η, -ο [atemá] (L)
- undivided, indivisible, entire, whole (syn αδίχαστος, ακερμάτιστος, ακομμάτιαστος, αμέριστος 1, ant τεμαχισμένος):
- κατασταλάζει στην ποιητικήν εντύπωση σαν ολοκληρωμένη, ατεμάχιστη μορφή (Chourmouzios) |
- μια η ποίησις λοιπόν, ένας ο ποιητής· ατεμάχιστη η ποίησις, πλάσμα ολόκληρο ο ποιητής (APapavasileiou) |
- poem .. τεμαχίζουμε τότε | τη σάρκα μας, ενώνοντας τον ατεμάχιστο χρόνο της ψυχής μας | και την αβέβαιη μοίρα μας κλ (Diktaios)
[fr kath (neol) ατεμάχιστος, cpd w. K τεμαχιστός (: τεμαχίζω)]
- undivided, indivisible, entire, whole (syn αδίχαστος, ακερμάτιστος, ακομμάτιαστος, αμέριστος 1, ant τεμαχισμένος):



