Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατελώνιστος
1 εγγραφή
ατελώνιστος, -η, -ο [atelόnistos] (L)
  • ① not cleared through customs, uncustomed (ant εκτελωνισμένος):
    • το εμπόρευμα παραμένει ατελώνιστο στο λιμάνι
  • ② on which (import) duties have not been paid:
    • ορκιζόταν να μην αφήσει ούτε μύγα να περάσει ατελώνιστη (Karkavitsas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατελώνιστος, cpd w. *τελωνιστός (: τελωνίζω Koumanoudis, 1871, 1889; cf cpd εκτελωνίζω & derivs εκτελωνισμός, εκτελώνιση, -ιστής, -ιστικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες