Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατεκνία
1 εγγραφή
ατεκνία [ateknía] η, (L)
  • childlessness (ant πολυτεκνία):
    • ο γιατρός απέδωσε την ~ |
    • η ελληνική εκκλησία .. έχει ως θεσμό την ~ για τους επισκόπους και τους μοναχούς (Saratsis) |
    • έβλεπαν τον άντρα και τη γυναίκα, που δεν αποκτήσανε παιδιά, .. σαν προνομιούχα πλάσματα, που τα προστάτευε η ~ τους (Fteris)

[fr kath ατεκνία ← postmed, MG ατεκνία ← K (also pap), AG ἀτεκνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες