Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατείχιστος, -η, -ο [atí] (L)
- not surrounded or protected by walls, unfortified, unwalled (syn απεριτείχιστος, near-syn ανοχύρωτος):
- ~ |
- ατείχιστη πόλη |
- ατείχιστο χωριό |
- ο ζωγράφος .. είναι αδύνατο να είχε στο νου του την τοπογραφία της Ύδρας, ατείχιστης και δίχως μιναρέδες (Pallas) |
- ήταν οπίσθια πύλη και ατείχιστη, για να ημπορέσουν οι βυζαντίνοι υπερασπιστές να επιχειρήσουν έξοδο (Floros) |
- οι Σπαρτιάτες κατάστρεψαν και την Aστυπάλαια, η οποία όπως φαίνεται ήταν ατείχιστη (Varelas)
[fr kath ατείχιστος ← K (also pap), AG ἀτείχιστος]
- not surrounded or protected by walls, unfortified, unwalled (syn απεριτείχιστος, near-syn ανοχύρωτος):



