Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατείχιστος
1 εγγραφή
ατείχιστος, -η, -ο [atí] (L)
  • not surrounded or protected by walls, unfortified, unwalled (syn απεριτείχιστος, near-syn ανοχύρωτος):
    • ~ |
    • ατείχιστη πόλη |
    • ατείχιστο χωριό |
    • ο ζωγράφος .. είναι αδύνατο να είχε στο νου του την τοπογραφία της Ύδρας, ατείχιστης και δίχως μιναρέδες (Pallas) |
    • ήταν οπίσθια πύλη και ατείχιστη, για να ημπορέσουν οι βυζαντίνοι υπερασπιστές να επιχειρήσουν έξοδο (Floros) |
    • οι Σπαρτιάτες κατάστρεψαν και την Aστυπάλαια, η οποία όπως φαίνεται ήταν ατείχιστη (Varelas)

[fr kath ατείχιστος ← K (also pap), AG ἀτείχιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες