Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αταχυδρόμητος, -η, -ο [ata] (L)
- not posted, unmailed (ant ταχυδρομημένος):
- αταχυδρόμητο γράμμα, δέμα
[fr kath (neol) αταχυδρόμητος, cpd w. *ταχυδρομητός (: ταχυδρομώ)]
- not posted, unmailed (ant ταχυδρομημένος):



