Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταχυδρόμητος
1 εγγραφή
αταχυδρόμητος, -η, -ο [ata] (L)
  • not posted, unmailed (ant ταχυδρομημένος):
    • αταχυδρόμητο γράμμα, δέμα

[fr kath (neol) αταχυδρόμητος, cpd w. *ταχυδρομητός (: ταχυδρομώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες