Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αταρίχευτος, -η, -ο [atarí] (L)
- ① unsalted, unpickled (syn απάστωτος, ant αλίπαστος, παστός, παστωμένος, ταριχευτός):
- αταρίχευτα ψάρια (ant γαράτα ψάρια) |
- αταρίχευτα αβγά των ψαριών
- ② unembalmed (syn αβαλσάμωτος)
[fr kath αταρίχευτος ← K, AG ἀταρίχευτος, cpd w. ταριχευτός (: ταριχεύω)]
- ① unsalted, unpickled (syn απάστωτος, ant αλίπαστος, παστός, παστωμένος, ταριχευτός):



