Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αταξινόμητος, -η, -ο [ataksinόmitos] (L)
- unclassified, uncategorized, unsorted (syn ακατάταχτος, ant ταξινομημένος):
- αταξινόμητα βιβλία, δεδομένα, στοιχεία |
- χρονολογικά αταξινόμητη εργασία
[fr kath (neol: Koumanoudis) αταξινόμητος, cpd w. ταξινομητός (: ταξινομώ); cf kath ταξινομητέος]
- unclassified, uncategorized, unsorted (syn ακατάταχτος, ant ταξινομημένος):



