Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αταλαιπώρητος, -η, -ο [atalepόritos] (L)
- not having suffered hardship or troubles (syn αβασάνιστος 1, ant ταλαιπωρημένος):
- πέρασε τον πόλεμο ~
[fr kath αταλαιπώρητος ← LK ἀταλαιπώρητος]
- not having suffered hardship or troubles (syn αβασάνιστος 1, ant ταλαιπωρημένος):



