Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατακτοποίητος, -η, -ο [ataktopíitos] (L) (& αταχτοποίητος)
- ① not set in order, disordered, messy, untidy (syn in ασυγύριστος 1):
- ατακτοποίητο δωμάτιο, σπίτι |
- ατακτοποίητα βιβλία, κουζινικά, ρούχα |
- το υπόμνημα τακτοποιήθηκε σε κάποιο ατακτοποίητο αρχείο (Christidis) |
- το πλουσιότερο απόθεμα, που είχε συγκομίσει από την επαφή του με το ευρωπαϊκό πνεύμα, έμεινε μέσα του .. αταχτοποίητο, αταξινόμητο (Chourmouzios)
- ② not taken care of, not looked after, unattended (near-syn αφρόντιστος):
- το φρουραρχείο με πολλή νηφαλιότητα μάζευε τους ατακτοποίητους φαντάρους (Theotokas)
- ③ not cleared, unsettled, outstanding, not liquidated (syn αδιακανόνιστος, αδιευθέτητος, ακαθάριστος 4b, αξεκαθάριστος 2, αξεμπέρδευτος 1b):
- ~ |
- ατακτοποίητες υποθέσεις |
- ατακτοποίητο χρέος
[fr kath (neol) ατακτοποίητος, cpd w. *τακτοποιητός (: τακτοποιώ)]
- ① not set in order, disordered, messy, untidy (syn in ασυγύριστος 1):



