Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταβιστικός
1 εγγραφή
αταβιστικός, -ή, -ό [atavistikós] (L)
  • relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn in αταβικός):
    • αταβιστική κληρονομικότητα |
    • αταβιστικό ένστικτο, κατάλοιπο |
    • στάση, έκφραση, κίνηση, είχαν την αταβιστική χάρη αιώνων κοινωνικής αγωγής (Athanasiadis-N) |
    • να διοχετευθεί η αταβιστική ανάγκη μάχης .. προς τους αθλητικούς στίβους (ChZalokostas) |
    • έχω ακόμα μέσα μου την αταβιστική ανάγκη της προστασίας και της σιγουριάς (Louros)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αταβιστικός ← It atavistico]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες