Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατάραχος1 [atáraxos] ο, (L)
- impassive or tranquil person (syn άπαθος1):
- νομίζουν πως ταιριάζει στους πνευματικούς ανθρώπους .. να παίζουν τον ρόλο του ατάραχου και του άπαθου (Tsatsos)
[substantiv. m of ατάραχος2]
- impassive or tranquil person (syn άπαθος1):
- ατάραχος2, -η, -ο [atáraxos] (& region. ατάραγος)
- ① calm, serene, untroubled, undisturbed (syn L αδιασάλευτος 1, αδιατάρακτος, ατάραχτος 1):
- ~ |
- ατάραχη μέρα |
- ατάραχο τοπίο |
- ατάραχα βουνά |
- σπάνια σε κείνα τα μέρη αφήνουν τη θάλασσα ατάραχη οι ανεμοζάλες (Idas) |
- βυθίζονταν σ' έναν ύπνο μακάριο και ατάραχο (Venezis) |
- πήρε μια μικρή πέτρα και την πέταξε στ' ατάραχα νερά (Chatzianagnostou)
- ② impassive, imperturbable, calm, tranquil, composed (syn απαθής 3, ατάραχτος 2, ήρεμος, ψύχραιμος):
- ~ |
- ~ |
- ατάραχη ζωή, ομορφιά, φωνή, ψυχή |
- ατάραχη αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, κρίση, μεγαλοπρέπεια |
- ατάραχο βλέμμα, πρόσωπο, ύφος |
- βαδίζει, μένει, πολεμά ~ |
- εβύθισε ~ στο στήθος του το εγχειρίδιό του (Roussos) |
- ζήτημα τιμής ήταν να δαμάσουν τους φρικτούς πόνους των και να υπομείνουν την δοκιμασία ατάραχοι (Vacalop) |
- ~ αντιμετώπισε την εξέγερση (Melas) |
- ατάραγος τραβούσε από το θυλάκι του ένα διπλωμένο χαρτί (Vlami) |
- .. poem ο κύκνος πλέει ~
[fr postmed, MG ατάραχος ← K (also pap), AG (Aristotle +) ἀτάραχος, der of τάραχος (Xenoph.) bes syn AG ταραχή]
- ① calm, serene, untroubled, undisturbed (syn L αδιασάλευτος 1, αδιατάρακτος, ατάραχτος 1):



